2014-08-16 08:00:34
Το κείμενο που ακολουθεί είναι του διακεκριμένου αμερικανού αναλυτή και συγγραφέα Robert D. Kaplan και της Αντιπροέδρου της of GlobalAnalysis Reva Bhalla.
Δημοσιεύθηκε στο Stratfor την 1η Μαίου του 2013 αλλά η σημασία και το ενδιαφέρον του παραμένουν αναλοίωτα και σήμερα. Είναι μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του πως η Τουρκία περνά από τον κεμαλισμό στο νέο-Οθωμανισμό.
Σε μια εποχή που η Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου κυβερνώνται από μετριότητες που λησμονούνται εύκολα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρωθυπουργός της Τουρκίας για μια δεκαετία τώρα, εξάπτεται από φιλοδοξία.
Ο Ερντογάν και ο Πούτιν είναι φιλόδοξοι είναι φιλόδοξοι διότι είναι άνδρες που κατανοούν τη γεωπολιτική. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι κάθε υπεύθυνος Ρώσος ηγέτης διασφαλίζει ότι η Ρωσία έχει ζώνες προστασίας κάποιου είδους σε μέρη όπως η Ανατολική Ευρώπη και ο Καύκασος. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει μια σημαντική δύναμη στην Εγγύς Ανατολή για να του δώσει δύναμη στην Ευρώπη. Το πρόβλημα του Ερντογάν είναι ότι η τουρκική γεωγραφική θέση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση περιέχει τόσα τρωτά σημεία όσα και οφέλη. Αυτό κάνει τον Ερντογάν μερικές φορές να τραβάει το σκοινί. Αλλά, υπάρχει μια ιστορική και γεωγραφική λογική για τις υπερβολές του.
Η ιστορία αρχίζει μετά τον Α! Π.Π.
Επειδή η οθωμανική Τουρκία ήταν από την πλευρά των χαμένων αυτού του πολέμου (μαζί με τη Γερμανία του Γουίλιαμ και την Αυστρία των Αψβούργων), οι νικητές σύμμαχοι με τη Συμφωνία των Σεβρών το 1920 διέσπασαν την Τουρκία και την περιοχή της, δίνοντας εδάφη και ζώνες επιρροής στην Ελλάδα, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Η τουρκική αντίδραση σ αυτήν την ταπείνωση ήταν ο κεμαλισμός, η φιλοσοφία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, (το επώνυμο «Ατατούρκ» σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων»), το μοναδικό αήττητο Οθωμανό στρατηγό, ο οποίος θα ηγηθεί μιας στρατιωτικής εξέγερσης εναντίον των νέων κατοχικών δυνάμεων και θα δημιουργήσει ένα κυρίαρχο Τουρκικό κράτος στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Ο κεμαλισμός προθύμως παραχώρησε τις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που βρίσκονταν πέραν της Ανατολίας απαιτώντας, σε αντιστάθμισμα, ένα μονοεθνικό Τουρκικό κράτος στην ίδια την Ανατολία. Χαμένοι ήταν οι «Κούρδοι» για παράδειγμα. Στο εξής θα είναι γνωστοί σας «Ορεινοί Τούρκοι». Χαμένο, στην πραγματικότητα ήταν ολόκληρο το πολυεθνικό οικοδόμημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο κεμαλισμός απέρριψε όχι μόνο τις μειονότητες αλλά και την Αραβική γραφή της Τουρκικής γλώσσας. Ο Ατατούρκ διακινδύνευσε υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού για να δώσει στη γλώσσα μια λατινική γραφή. Κατήργησε τα Μουσουλμανικά θρησκευτικά δικαστήρια και αποθάρρυνε τις γυναίκες από το να φορούν τη μαντήλα και τους άνδρες από το να φορούν φέσια. Ο Ατατούρκ, επιπλέον, ανέπλασε τους Τούρκους σαν Ευρωπαίους (χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στο κατά πόσο οι Ευρωπαίοι θα τους αποδέχονταν ως τέτοιους), σε μια προσπάθεια να αναπροσανατολίσει την Τουρκία, μακριά από την θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μέση Ανατολή, προς την Ευρώπη.
Ο κεμαλισμός ήταν ένα κάλεσμα στα όπλα: η πολεμική τουρκική αντίδραση στη Συνθήκη των Σεβρών, στον ίδιο βαθμό που ο νέο-τσαρισμός του Πούτιν ήταν η αυταρχική αντίδραση στην αναρχία του Μπόρις Γιέλτσιν στη Ρωσία τη δεκαετία του 1990. Για δεκαετίες, η ευλάβεια στον Ατατούρκ στην Τουρκία ήταν πέρα από τη λατρεία της προσωπικότητας. Ήταν περισσότερο σαν μια πρύμνη, καλοπροαίρετος και προστατευτικός ημίθεος, του οποίου το πορτραίτο κοιτούσε περιφρονητικά κάθε στο εσωτερικό.
Το πρόβλημα ήταν ότι το όραμα του Ατατούρκ να προσανατολίσει την Τουρκία τόσο σταθερά προς τη Δύση, συγκρούστηκε με τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας, καθώς δρασκέλιζε μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μια προσαρμογή ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο Τουρκούτ Οζάλ, ένας θρησκευόμενος Τούρκος με τάσεις προς τους Σούφι, ο οποίος εκλέχτηκε πρωθυπουργός το 1983, παρείχε αυτή τη δυνατότητα.
Η πολιτική ικανότητα του Οζάλ του επέτρεψε, σταδιακά, να αποκτήσει τον έλεγχο της εσωτερικής πολιτικής και, σε έναν εντυπωσιακό βαθμό, της εξωτερικής, μακριά από τους ισχυρούς κεμαλιστές Τούρκους στρατιωτικούς. Ενώ ο Ατατούρκ και οι γενιές των Τούρκων στρατιωτικών που τον ακολούθησαν σκέφτονταν με όρους μιας Τουρκίας, μέρους της Ευρώπης, ο Οζάλ, μίλησε για μια Τουρκία της οποίας η επιρροή θα εκτείνεται από το Αιγαίο μέχρι το Μεγάλο Τείχος της Κίνας. Στη σκέψη του Οζάλ, η Τουρκία δεν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ήταν γεωγραφικά κατοχυρωμένη και στις δύο και θα έπρεπε, έτσι, πολιτικά να ενσωματώσει και τους δύο κόσμους. Ο Οζάλ έκανε το Ισλάμ αξιοσέβαστο δημοσίως ξανά στην Τουρκία και υποστήριξε με ενθουσιασμό τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν στην τελευταία φάση του ψυχρού πολέμου. Με το να είναι τόσο επιδέξιος στη διαχείριση του κεμαλικού κατεστημένου, ο Οζάλ, τουλάχιστον στη Δύση- περισσότερο από τους προκατόχους του- ήταν σε θέση να πάει μακριά παρά το γεγονός ότι ήταν τόσο ισλαμιστής.
Ο Οζάλ χρησιμοποίησε τη γλώσσα του πολιτισμού για να ανοίξει τις πόρτες στην αποδοχή των Κούρδων. Η Τουρκική αποξένωση από την ευρώπη που ακολούθησε το πραξικόπημα του 1980, επέτρεψε στον Οζάλ να αναπτύξει οικονομικούς δεσμούς στα ανατολικά της Τουρκίας. Σταδιακά ενδυνάμωσε τους ευσεβείς μουσουλμάνους στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ο Οζάλ, δύο δεκαετίες πριν τον Ερντογάν, είδε την Τουρκία σαν έναν πρωταθλητή του μετριοπαθούς Ισλάμ στο μουσουλμανικό κόσμο, αψηφώντας την προειδοποίηση του Ατατούρκ ότι ια τέτοια πανισλαμική πολιτική θα υπέσκαπτε την ισχύ της Τουρκίας και θα την εξέθετε στις αδηφάγες ξένες δυνάμεις. Ο όρος νέο-Οθωμανισμός χρησιμοποιήθηκε πράγματι για πρώτη φορά όταν στην εξουσία ήταν ο Οζάλ.
Ο Οζάλ πέθανε ξαφνικά το 1993, εγκαινιάζοντας μια δεκαετία ασύνδετης τουρκικής πολιτικής που χαρακτηρίσθηκε από αυξανόμενη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα εκ μέρους της εν υπνηλία ευρισκομένης Τουρκικής κοσμικής ελίτ. Η σκηνή στήθηκε για τους υποστηρικτές του ισλαμιστή Ερντογάν για να κερδίσει μια αναμφισβήτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία το 2002. Ενώ ο Οζάλ προήλθε από το κεντρο-δεξιό κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, ο Ερντογάν προήλθε από πιο ανοικτό, ισλαμικών τάσεων κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αν και ο ίδιος ο Ερντογάν και μερικοί από τους συμβούλους του είχαν μετριάσει τις απόψεις του εδώ και χρόνια. Βεβαίως, υπήρχαν πολλές παραλλαγές της ισλαμικής πολιτικής σκέψης και πολιτικής στην Τουρκία ανάμεσα στον Οζάλ και τον Ερντογάν, αλλά ένα πράγμα είναι καθαρό: και οι δύο, και ο Οζάλ και ο Ενρτογάν ήταν σαν δύο βιβλιοστάτες της περιόδου. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με οποιονδήποτε ηγέτη σήμερα στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν, είχε πράγματι ένα όραμα παρόμοιο του Οζάλ ένα όραμα που συνίσταται σε περαιτέρω αποστασιοποίηση από τον κεμαλισμό.
Αντί για την έμφαση που έδινε ο Ατατούρκ στο στρατό, ο Ερντογάν, όπως και ο Οζάλ, έχει τονίσει την ήπια δύναμη του πολιτισμού και των οικονομικών συνδέσεων για να ξαναδημιουργήσει με έναν καλοήθη και διακριτικό τρόπο μια εκδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Βόρειο Αφρική στα υψίπεδα του Ιράν και την Κεντρική Ασία. Να θυμάστε ότι κατά την ερμηνεία ενός εκ των καλυτέρων μελετητών του Ισλάμ, του αείμνηστου Marshall G.S. Hodgson, του Πανεπιστημίου του Σικάγου, η ισλαμική πίστη ήταν αρχικά μια πίστη εμπόρων η οποία ένωνε τους πιστούς από όαση σε όαση, επιτρέποντας την ηθική συμφωνία μεταξύ τους. Στην ισλαμική ιστορία, αυθεντικές θρησκευτικές συνδέσεις στον κόσμο της Μέσης Ανατολής και του Ινδικού Ωκεανού, μπορούσαν- και το έκαναν- να οδηγήσουν σε υγιείς επιχειρηματικές συνδέσεις και πολιτική πατρονία. Αυτό είναι μεσαιωνισμός σε σχέση με το μεταμοντέρνο κόσμο.
Ο Ερντογάν τώρα συνειδητοποιεί ότι η προβολή της μετριοπαθούς τουρκικής μουσουλμανικής δύναμης σε όλη τη Μέση Ανατολή, είναι γεμάτη με πολυπλοκότητες που προκαλούν απογοήτευση. Πράγματι, δε είναι σαφές ότι η Τουρκία έχει την πολιτική και στρατιωτική ικανότητα να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο όραμα. Θα ήταν έξυπνο η Τουρκία να προσπαθήσει να αυξήσει κατά το δυνατόν καλύτερο τρόπο το εμπόριο με τους ανατολικούς γείτονες, αλλά, ακόμη δεν έχει επιτύχει μεγάλο όγκο εμπορικών συναλλαγών με την Ευρώπη, βυθισμένη τώρα σε ύφεση. Στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, η Τουρκία η Τουρκία αναζητά επιρροή που να βασίζεται σε γεωγραφική και γλωσσική συγγένεια. Ωστόσο, η Ρωσία του Πούτιν συνεχίζει ν ασκεί σημαντική επιρροή στα κράτη της Κεντρικής Ασίας και, με την εισβολή της και τους επακόλουθους πολιτικούς ελιγμούς στη Γεωργία, έχει θέσει το Αζερμπαϊτζάν σε μια εξαιρετικά δυσχερή θέση. Στη Μεσοποταμία, η τουρκική επιρροή είναι απλώς άνιση εκείνης του πολύ εγγύτερα ευρισκόμενου Ιράν. Στη Συρία, ο Ερντογάν και ο υπουργός του επι των εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, σκέφθηκαν, λανθασμένα όπως αποδεικνύεται, ότι θα μπορούσαν να διαμορφώσουν αποτελεσματικά μια μετριοπαθή σουνιτική ισλαμική αντιπολίτευση για να αντικαταστήσουν το αλλαουτικό καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Άσσαντ. Και ενώ ο Ενρτογάν κερδίζει πόντους στο μουσουλμανικό κόσμο για την αντιπολίτευσή του στο Ισραήλ, έχει μάθει ότι αυτό έχει μια τιμή: τις θερμές σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Ελλάδας και του ελληνικού μέρους της Κύπρου, που επιτρέπει, τώρα, στους αντίπαλους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο να συνεργαστούν στο πεδίο των υδρογονανθράκων.
Η ρίζα του προβλήματος είναι εν μέρει γεωγραφική. Η Τουρκία αποτελεί ένα προπύργιο βουνών κι υψιπέδων, που ζει στην υπονήσο της Ανατολίας, γέφυρα μεταξύ των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Δεν είναι, απλά, ενσωματωμένη σε ένα μέρος όπως το Ιράκ, για παράδειγμα, με τον τρόπο που είναι το Ιράν, και η Τουρκική γλώσσα δεν έχει, πλέον, το πλεονέκτημα της Αραβικής γλώσσας η οποία θα μπορούσε να δώσει περισσότερη πολιτιστική δύναμη σε διάφορα μέρα του Λεβάντε (Ανατολής). Αλλά το πιο σημαντικό, η Τουρκία μαστίζεται από τον κουρδικό πληθυσμό της, κάτι που περιπλέκει τις προσπάθειες να ασκήσει επιρροή σε γειτονικά κράτη της Μέσης Ανατολής.
Νοτιοανατολικά της Τουρκίας, δημογραφικά κυριαρχούν οι Κούρδοι, οι οποίοι γειτνιάζουν με τεράστιες περιοχές των Κούρδων στη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Η συνεχιζόμενη διάλυση της Συρίας πιθανώς απελευθερώνει τους εκεί Κούρδους να ενωθούν με τους ριζοσπάστες Κούρδους στην Ανατολία για να υπονομεύσουν την Τουρκία. Η ντε φάκτο διάλυση του Ιράκ αναγκάζει την Τουρκία να ακολουθήσει πολιτική εποικοδομητικής ανάσχεσης με τους Κούρους του Ιράκ στο βορρά αλλά, αυτό υπονομεύει την τουρκική επιρροή στο υπόλοιπο του Ιράκ, αυτό με τη σειρά του, υπονομεύει τις τουρκικές προσπάθειες επιρροής στο Ιράν. Η Τουρκία θέλει να επηρεάσει τη Μέση Ανατολή αλλά, το πρόβλημα είναι ότι παραμένει εν πολλοίς μέρος της Μέσης Ανατολής για να βγεί από την πολυπλοκότητα της περιοχής.
Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι θα πρέπει να λύσει το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό για να κερδίσει περισσότερη επιρροή στην περιοχή. Αναφέρεται δυνατά στην Αραβική λέξη βιλαέτι, που συνδέεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η λέξη σημαίνει μια ημιαυτόνομη επαρχία μια έννοια που μπορεί να κρατήσει το κλειδί για μια διευθέτηση με τους τοπικούς Κούρδους αλλά που θα μπορούσε κάλλιστα να αναθερμάνει τους εθνικιστές αντιπάλους του στο εσωτερικό της Τουρκίας. Έτσι, αυτό είναι ένα μεγάλο συμβολικό βήμα που επιδιώκει να εξουδετερώσει τα ίδια τα θεμέλια του κεμαλισμού (με έμφαση σε μια σταθερή τουρκική Ανατολία). Αλλά, με δεδομένο το πόσο έχει αποδυναμώσει τον τουρκικό στρατό, κάτι που λίγοι σκέφτονταν ως πιθανό λίγες δεκαετίες νωρίτερα, θα πρέπει κάποιος να είναι προσεκτικός στο να υποεκτιμά τον Ερντογάν. Καθαρή φιλοδοξία του είναι κάτι που φαίνεται. Ενώ οι δυτικές ελίτ αναποτελεσματικά χλευάζουν τον Πούτιν, ο Ερντογάν ενθουσιάζεται όταν οι δύο τους συναντιώνται.
Πηγή: Ανιχνεύσεις
InfoGnomon
Δημοσιεύθηκε στο Stratfor την 1η Μαίου του 2013 αλλά η σημασία και το ενδιαφέρον του παραμένουν αναλοίωτα και σήμερα. Είναι μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του πως η Τουρκία περνά από τον κεμαλισμό στο νέο-Οθωμανισμό.
Σε μια εποχή που η Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου κυβερνώνται από μετριότητες που λησμονούνται εύκολα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρωθυπουργός της Τουρκίας για μια δεκαετία τώρα, εξάπτεται από φιλοδοξία.
Ο Ερντογάν και ο Πούτιν είναι φιλόδοξοι είναι φιλόδοξοι διότι είναι άνδρες που κατανοούν τη γεωπολιτική. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι κάθε υπεύθυνος Ρώσος ηγέτης διασφαλίζει ότι η Ρωσία έχει ζώνες προστασίας κάποιου είδους σε μέρη όπως η Ανατολική Ευρώπη και ο Καύκασος. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει μια σημαντική δύναμη στην Εγγύς Ανατολή για να του δώσει δύναμη στην Ευρώπη. Το πρόβλημα του Ερντογάν είναι ότι η τουρκική γεωγραφική θέση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση περιέχει τόσα τρωτά σημεία όσα και οφέλη. Αυτό κάνει τον Ερντογάν μερικές φορές να τραβάει το σκοινί. Αλλά, υπάρχει μια ιστορική και γεωγραφική λογική για τις υπερβολές του.
Η ιστορία αρχίζει μετά τον Α! Π.Π.
Επειδή η οθωμανική Τουρκία ήταν από την πλευρά των χαμένων αυτού του πολέμου (μαζί με τη Γερμανία του Γουίλιαμ και την Αυστρία των Αψβούργων), οι νικητές σύμμαχοι με τη Συμφωνία των Σεβρών το 1920 διέσπασαν την Τουρκία και την περιοχή της, δίνοντας εδάφη και ζώνες επιρροής στην Ελλάδα, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Η τουρκική αντίδραση σ αυτήν την ταπείνωση ήταν ο κεμαλισμός, η φιλοσοφία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, (το επώνυμο «Ατατούρκ» σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων»), το μοναδικό αήττητο Οθωμανό στρατηγό, ο οποίος θα ηγηθεί μιας στρατιωτικής εξέγερσης εναντίον των νέων κατοχικών δυνάμεων και θα δημιουργήσει ένα κυρίαρχο Τουρκικό κράτος στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Ο κεμαλισμός προθύμως παραχώρησε τις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που βρίσκονταν πέραν της Ανατολίας απαιτώντας, σε αντιστάθμισμα, ένα μονοεθνικό Τουρκικό κράτος στην ίδια την Ανατολία. Χαμένοι ήταν οι «Κούρδοι» για παράδειγμα. Στο εξής θα είναι γνωστοί σας «Ορεινοί Τούρκοι». Χαμένο, στην πραγματικότητα ήταν ολόκληρο το πολυεθνικό οικοδόμημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο κεμαλισμός απέρριψε όχι μόνο τις μειονότητες αλλά και την Αραβική γραφή της Τουρκικής γλώσσας. Ο Ατατούρκ διακινδύνευσε υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού για να δώσει στη γλώσσα μια λατινική γραφή. Κατήργησε τα Μουσουλμανικά θρησκευτικά δικαστήρια και αποθάρρυνε τις γυναίκες από το να φορούν τη μαντήλα και τους άνδρες από το να φορούν φέσια. Ο Ατατούρκ, επιπλέον, ανέπλασε τους Τούρκους σαν Ευρωπαίους (χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στο κατά πόσο οι Ευρωπαίοι θα τους αποδέχονταν ως τέτοιους), σε μια προσπάθεια να αναπροσανατολίσει την Τουρκία, μακριά από την θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μέση Ανατολή, προς την Ευρώπη.
Ο κεμαλισμός ήταν ένα κάλεσμα στα όπλα: η πολεμική τουρκική αντίδραση στη Συνθήκη των Σεβρών, στον ίδιο βαθμό που ο νέο-τσαρισμός του Πούτιν ήταν η αυταρχική αντίδραση στην αναρχία του Μπόρις Γιέλτσιν στη Ρωσία τη δεκαετία του 1990. Για δεκαετίες, η ευλάβεια στον Ατατούρκ στην Τουρκία ήταν πέρα από τη λατρεία της προσωπικότητας. Ήταν περισσότερο σαν μια πρύμνη, καλοπροαίρετος και προστατευτικός ημίθεος, του οποίου το πορτραίτο κοιτούσε περιφρονητικά κάθε στο εσωτερικό.
Το πρόβλημα ήταν ότι το όραμα του Ατατούρκ να προσανατολίσει την Τουρκία τόσο σταθερά προς τη Δύση, συγκρούστηκε με τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας, καθώς δρασκέλιζε μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μια προσαρμογή ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο Τουρκούτ Οζάλ, ένας θρησκευόμενος Τούρκος με τάσεις προς τους Σούφι, ο οποίος εκλέχτηκε πρωθυπουργός το 1983, παρείχε αυτή τη δυνατότητα.
Η πολιτική ικανότητα του Οζάλ του επέτρεψε, σταδιακά, να αποκτήσει τον έλεγχο της εσωτερικής πολιτικής και, σε έναν εντυπωσιακό βαθμό, της εξωτερικής, μακριά από τους ισχυρούς κεμαλιστές Τούρκους στρατιωτικούς. Ενώ ο Ατατούρκ και οι γενιές των Τούρκων στρατιωτικών που τον ακολούθησαν σκέφτονταν με όρους μιας Τουρκίας, μέρους της Ευρώπης, ο Οζάλ, μίλησε για μια Τουρκία της οποίας η επιρροή θα εκτείνεται από το Αιγαίο μέχρι το Μεγάλο Τείχος της Κίνας. Στη σκέψη του Οζάλ, η Τουρκία δεν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ήταν γεωγραφικά κατοχυρωμένη και στις δύο και θα έπρεπε, έτσι, πολιτικά να ενσωματώσει και τους δύο κόσμους. Ο Οζάλ έκανε το Ισλάμ αξιοσέβαστο δημοσίως ξανά στην Τουρκία και υποστήριξε με ενθουσιασμό τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν στην τελευταία φάση του ψυχρού πολέμου. Με το να είναι τόσο επιδέξιος στη διαχείριση του κεμαλικού κατεστημένου, ο Οζάλ, τουλάχιστον στη Δύση- περισσότερο από τους προκατόχους του- ήταν σε θέση να πάει μακριά παρά το γεγονός ότι ήταν τόσο ισλαμιστής.
Ο Οζάλ χρησιμοποίησε τη γλώσσα του πολιτισμού για να ανοίξει τις πόρτες στην αποδοχή των Κούρδων. Η Τουρκική αποξένωση από την ευρώπη που ακολούθησε το πραξικόπημα του 1980, επέτρεψε στον Οζάλ να αναπτύξει οικονομικούς δεσμούς στα ανατολικά της Τουρκίας. Σταδιακά ενδυνάμωσε τους ευσεβείς μουσουλμάνους στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ο Οζάλ, δύο δεκαετίες πριν τον Ερντογάν, είδε την Τουρκία σαν έναν πρωταθλητή του μετριοπαθούς Ισλάμ στο μουσουλμανικό κόσμο, αψηφώντας την προειδοποίηση του Ατατούρκ ότι ια τέτοια πανισλαμική πολιτική θα υπέσκαπτε την ισχύ της Τουρκίας και θα την εξέθετε στις αδηφάγες ξένες δυνάμεις. Ο όρος νέο-Οθωμανισμός χρησιμοποιήθηκε πράγματι για πρώτη φορά όταν στην εξουσία ήταν ο Οζάλ.
Ο Οζάλ πέθανε ξαφνικά το 1993, εγκαινιάζοντας μια δεκαετία ασύνδετης τουρκικής πολιτικής που χαρακτηρίσθηκε από αυξανόμενη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα εκ μέρους της εν υπνηλία ευρισκομένης Τουρκικής κοσμικής ελίτ. Η σκηνή στήθηκε για τους υποστηρικτές του ισλαμιστή Ερντογάν για να κερδίσει μια αναμφισβήτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία το 2002. Ενώ ο Οζάλ προήλθε από το κεντρο-δεξιό κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, ο Ερντογάν προήλθε από πιο ανοικτό, ισλαμικών τάσεων κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αν και ο ίδιος ο Ερντογάν και μερικοί από τους συμβούλους του είχαν μετριάσει τις απόψεις του εδώ και χρόνια. Βεβαίως, υπήρχαν πολλές παραλλαγές της ισλαμικής πολιτικής σκέψης και πολιτικής στην Τουρκία ανάμεσα στον Οζάλ και τον Ερντογάν, αλλά ένα πράγμα είναι καθαρό: και οι δύο, και ο Οζάλ και ο Ενρτογάν ήταν σαν δύο βιβλιοστάτες της περιόδου. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με οποιονδήποτε ηγέτη σήμερα στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν, είχε πράγματι ένα όραμα παρόμοιο του Οζάλ ένα όραμα που συνίσταται σε περαιτέρω αποστασιοποίηση από τον κεμαλισμό.
Αντί για την έμφαση που έδινε ο Ατατούρκ στο στρατό, ο Ερντογάν, όπως και ο Οζάλ, έχει τονίσει την ήπια δύναμη του πολιτισμού και των οικονομικών συνδέσεων για να ξαναδημιουργήσει με έναν καλοήθη και διακριτικό τρόπο μια εκδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Βόρειο Αφρική στα υψίπεδα του Ιράν και την Κεντρική Ασία. Να θυμάστε ότι κατά την ερμηνεία ενός εκ των καλυτέρων μελετητών του Ισλάμ, του αείμνηστου Marshall G.S. Hodgson, του Πανεπιστημίου του Σικάγου, η ισλαμική πίστη ήταν αρχικά μια πίστη εμπόρων η οποία ένωνε τους πιστούς από όαση σε όαση, επιτρέποντας την ηθική συμφωνία μεταξύ τους. Στην ισλαμική ιστορία, αυθεντικές θρησκευτικές συνδέσεις στον κόσμο της Μέσης Ανατολής και του Ινδικού Ωκεανού, μπορούσαν- και το έκαναν- να οδηγήσουν σε υγιείς επιχειρηματικές συνδέσεις και πολιτική πατρονία. Αυτό είναι μεσαιωνισμός σε σχέση με το μεταμοντέρνο κόσμο.
Ο Ερντογάν τώρα συνειδητοποιεί ότι η προβολή της μετριοπαθούς τουρκικής μουσουλμανικής δύναμης σε όλη τη Μέση Ανατολή, είναι γεμάτη με πολυπλοκότητες που προκαλούν απογοήτευση. Πράγματι, δε είναι σαφές ότι η Τουρκία έχει την πολιτική και στρατιωτική ικανότητα να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο όραμα. Θα ήταν έξυπνο η Τουρκία να προσπαθήσει να αυξήσει κατά το δυνατόν καλύτερο τρόπο το εμπόριο με τους ανατολικούς γείτονες, αλλά, ακόμη δεν έχει επιτύχει μεγάλο όγκο εμπορικών συναλλαγών με την Ευρώπη, βυθισμένη τώρα σε ύφεση. Στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, η Τουρκία η Τουρκία αναζητά επιρροή που να βασίζεται σε γεωγραφική και γλωσσική συγγένεια. Ωστόσο, η Ρωσία του Πούτιν συνεχίζει ν ασκεί σημαντική επιρροή στα κράτη της Κεντρικής Ασίας και, με την εισβολή της και τους επακόλουθους πολιτικούς ελιγμούς στη Γεωργία, έχει θέσει το Αζερμπαϊτζάν σε μια εξαιρετικά δυσχερή θέση. Στη Μεσοποταμία, η τουρκική επιρροή είναι απλώς άνιση εκείνης του πολύ εγγύτερα ευρισκόμενου Ιράν. Στη Συρία, ο Ερντογάν και ο υπουργός του επι των εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, σκέφθηκαν, λανθασμένα όπως αποδεικνύεται, ότι θα μπορούσαν να διαμορφώσουν αποτελεσματικά μια μετριοπαθή σουνιτική ισλαμική αντιπολίτευση για να αντικαταστήσουν το αλλαουτικό καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Άσσαντ. Και ενώ ο Ενρτογάν κερδίζει πόντους στο μουσουλμανικό κόσμο για την αντιπολίτευσή του στο Ισραήλ, έχει μάθει ότι αυτό έχει μια τιμή: τις θερμές σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Ελλάδας και του ελληνικού μέρους της Κύπρου, που επιτρέπει, τώρα, στους αντίπαλους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο να συνεργαστούν στο πεδίο των υδρογονανθράκων.
Η ρίζα του προβλήματος είναι εν μέρει γεωγραφική. Η Τουρκία αποτελεί ένα προπύργιο βουνών κι υψιπέδων, που ζει στην υπονήσο της Ανατολίας, γέφυρα μεταξύ των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Δεν είναι, απλά, ενσωματωμένη σε ένα μέρος όπως το Ιράκ, για παράδειγμα, με τον τρόπο που είναι το Ιράν, και η Τουρκική γλώσσα δεν έχει, πλέον, το πλεονέκτημα της Αραβικής γλώσσας η οποία θα μπορούσε να δώσει περισσότερη πολιτιστική δύναμη σε διάφορα μέρα του Λεβάντε (Ανατολής). Αλλά το πιο σημαντικό, η Τουρκία μαστίζεται από τον κουρδικό πληθυσμό της, κάτι που περιπλέκει τις προσπάθειες να ασκήσει επιρροή σε γειτονικά κράτη της Μέσης Ανατολής.
Νοτιοανατολικά της Τουρκίας, δημογραφικά κυριαρχούν οι Κούρδοι, οι οποίοι γειτνιάζουν με τεράστιες περιοχές των Κούρδων στη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Η συνεχιζόμενη διάλυση της Συρίας πιθανώς απελευθερώνει τους εκεί Κούρδους να ενωθούν με τους ριζοσπάστες Κούρδους στην Ανατολία για να υπονομεύσουν την Τουρκία. Η ντε φάκτο διάλυση του Ιράκ αναγκάζει την Τουρκία να ακολουθήσει πολιτική εποικοδομητικής ανάσχεσης με τους Κούρους του Ιράκ στο βορρά αλλά, αυτό υπονομεύει την τουρκική επιρροή στο υπόλοιπο του Ιράκ, αυτό με τη σειρά του, υπονομεύει τις τουρκικές προσπάθειες επιρροής στο Ιράν. Η Τουρκία θέλει να επηρεάσει τη Μέση Ανατολή αλλά, το πρόβλημα είναι ότι παραμένει εν πολλοίς μέρος της Μέσης Ανατολής για να βγεί από την πολυπλοκότητα της περιοχής.
Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι θα πρέπει να λύσει το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό για να κερδίσει περισσότερη επιρροή στην περιοχή. Αναφέρεται δυνατά στην Αραβική λέξη βιλαέτι, που συνδέεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η λέξη σημαίνει μια ημιαυτόνομη επαρχία μια έννοια που μπορεί να κρατήσει το κλειδί για μια διευθέτηση με τους τοπικούς Κούρδους αλλά που θα μπορούσε κάλλιστα να αναθερμάνει τους εθνικιστές αντιπάλους του στο εσωτερικό της Τουρκίας. Έτσι, αυτό είναι ένα μεγάλο συμβολικό βήμα που επιδιώκει να εξουδετερώσει τα ίδια τα θεμέλια του κεμαλισμού (με έμφαση σε μια σταθερή τουρκική Ανατολία). Αλλά, με δεδομένο το πόσο έχει αποδυναμώσει τον τουρκικό στρατό, κάτι που λίγοι σκέφτονταν ως πιθανό λίγες δεκαετίες νωρίτερα, θα πρέπει κάποιος να είναι προσεκτικός στο να υποεκτιμά τον Ερντογάν. Καθαρή φιλοδοξία του είναι κάτι που φαίνεται. Ενώ οι δυτικές ελίτ αναποτελεσματικά χλευάζουν τον Πούτιν, ο Ερντογάν ενθουσιάζεται όταν οι δύο τους συναντιώνται.
Πηγή: Ανιχνεύσεις
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
7 πόλεις «αλλάζουν» όψη για τους ποδηλάτες!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ