2014-10-12 21:09:34
Θάνατος, πείνα και καθεστώς τρόμου.
Τα παιδιά στις χώρες της Αφρικής που έχουν πληγεί από το ξέσπασμα του ιού Εμπολα, προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τη νέα πραγματικότητα. Εκείνη με τις σειρήνες ασθενοφόρων, την καραντίνα και τους ανθρώπους με τις στολές, που προσπαθούν να απολυμάνουν τα πάντα.
Ενα τέτοιο παιδί, ο Μπίντου Σάνοχ, περιέγραψε με το δικό του τρόπο τα όσα ζει.
Η εφημερίδα Guardian δημοσίευσε το κείμενο του 13χρονου από τη Σιέρα Λεόνε, μέσα από τα μάτια του οποίου αποκαλύπτονται οι πραγματικές διαστάσεις αυτής της τραγωδίας.
«Δεν θέλω καν να ακούω τη λέξη Εμπολα. Εχει καταστρέψει την οικογένειά μου και την εκπαίδευσή μου. Η ζωή ήταν δύσκολη, αλλά ΟΚ: ζούσα με τη θεία μου και πολλούς συγγενείς σε ένα μεγάλο χώρο. Πάντα ήμασταν φτωχοί, αλλά υπήρχε ευτυχία. Αλλά τώρα είμαστε τρομοκρατημένοι. Τόσοι πολλοί άνθρωποι, φίλοι και συγγενείς πέθαναν και συνεχίζουν να πεθαίνουν. Και ο αριθμός των ορφανών μεγαλώνει κάθε ημέρα.
Οταν ο Εμπολα έφτασε στη χώρα μου, δεν ανησυχούσαμε πολύ. Μετά ήρθε η ''ευαισθητοποίηση''- όλοι έτρεχαν και μιλούσαν για τον ιό. Αλλά πολλοί αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι υπήρχε κίνδυνος και προσπάθησαν να κάνουν πολιτική με αυτό. Εγινε εξέγερση στην Κενέμα με το σύνθημα ''Ο Εμπολα δεν είναι αληθινός''.
Μετά, στις αρχές Αυγούστου, η κατάσταση άλλαξε. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις μετακινήσεις από και προς την περιοχή. Αυτό έβλαψε τους πάντες, όχι μόνο εκείνους που είχαν Εμπολα. Είμαστε παγιδευμένοι. Η θεία μου, που έκανε εμπόριο τοπικών προϊόντων, δεν μπορούσε πλέον να ταξιδέψει. Υπήρχαν ακόμη λιγότερα χρήματα στο σπίτι.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο Εμπολα ήρθε στην κοινότητά μας. Υπήρχε ένας φαρμακοποιός που αρρώστησε, αλλά έλεγε ότι έχει έλκος και δεν πήγε στο νοσοκομείο. Τον πιστεύαμε, γιατί ήταν φαρμακοποιός και μάλλον εμείς δεν ξέραμε καλύτερα από αυτόν. Πολλοί ήρθαν σε επαφή μαζί του. Οταν πέθανε, έπλυναν και ετοίμασαν το σώμα του για την ταφή, όπως είναι το έθιμο. Αλλά μετά, ανακάλυψαν ότι είχε πεθάνει από Εμπολα.
Μέσα σε δύο εβδομάδες, πολλοί από αυτούς που ήρθαν σε επαφή μαζί του αρρώστησαν. Τρεις άνθρωποι πήγαν στο νοσοκομείο. Ο ήχος του ασθενοφόρου μας τρομοκράτησε, ειδικά εμάς τα παιδιά. Ο πανικός απλώθηκε στην κοινότητα. Ο κόσμος πιστεύει ότι όποιος πάει στο νοσοκομείο, πεθαίνει. Τις περισσότερες φορές δεν τους ξαναβλέπουμε.
Μετά, άλλοι 16 αρρώστησαν και βρέθηκαν θετικοί στον Εμπολα, ανάμεσά τους και η θεία μου. Μόνο εκείνη και ένα 14χρονο κορίτσι επέζησαν. Αλλιώς θα ήμουν κι εγώ ένα ορφανό του Εμπολα. Υποθέτω ότι είμαι τυχερός, αλλά είναι δύσκολο να το δεις έτσι.
Η κοινότητά μας μπήκε σε καραντίνα. Κανένας δεν μπορούσε να έρθει ή να φύγει για 21 ημέρες. Μας είχαν περικυκλώσει αστυνομικοί και στρατιώτες. Οσοι προσπαθούσαν να το σκάσουν, τους υποχρέωναν να επιστρέψουν. Η θεία μου ήταν αδύναμη ακόμη, δεν μπορούσε να ψάξει για φαγητό, υποφέραμε από την πείνα. Κανείς δεν μας έφερε φαγητό ή νερό τις δύο πρώτες εβδομάδες του αποκλεισμού.
Ακόμη και τώρα, με όλα αυτά, ο κόσμος δεν έχει εκπαιδευθεί για τον Εμπολα. Πάνω από 100 παιδιά έχουν μείνει ορφανά, μόνο στην κοινότητά μου. Ποιος θα τα φροντίσει; Πώς θα επιβιώσουν για να επιστρέψουν στο σχολείο; Με γεμίζει ο φόβος όταν οι φίλοι μου που ξέρω ότι δεν πλένουν συχνά τα χέρια τους θέλουν να παίξουν μαζί μου.
Πώς θα πάω πίσω στο σχολείο; Πώς θα βρει χρήματα η θεία μου να στηρίξει την εκπαίδευσή μου; Είναι δύσκολο να εξαρτάσαι από άλλους. Υποφέρουμε. Αν ο Εμπολα δεν μας σκοτώσει, οι δυσκολίες και η πείνα θα μας καταβάλει αν κάποιος δεν μας βοηθήσει.
Εννοείται ότι όσοι αρρωσταίνουν και οι οικογένειές τους υποφέρουν περισσότερο. Είναι απομονωμένοι, στιγματισμένοι, χωρίς βοήθεια. Δεν έχουν φαγητό, καίνε τις περιουσίες τους. Αλλά όλοι στη Σιέρα Λεόνε υποφέρουν από όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχουν δουλειές, χρήματα, φαγητό, σχολεία. Ποιος θα μας βοηθήσει να βγούμε από αυτό το πρόβλημα;».
iefimerida.gr
Τα παιδιά στις χώρες της Αφρικής που έχουν πληγεί από το ξέσπασμα του ιού Εμπολα, προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τη νέα πραγματικότητα. Εκείνη με τις σειρήνες ασθενοφόρων, την καραντίνα και τους ανθρώπους με τις στολές, που προσπαθούν να απολυμάνουν τα πάντα.
Ενα τέτοιο παιδί, ο Μπίντου Σάνοχ, περιέγραψε με το δικό του τρόπο τα όσα ζει.
Η εφημερίδα Guardian δημοσίευσε το κείμενο του 13χρονου από τη Σιέρα Λεόνε, μέσα από τα μάτια του οποίου αποκαλύπτονται οι πραγματικές διαστάσεις αυτής της τραγωδίας.
«Δεν θέλω καν να ακούω τη λέξη Εμπολα. Εχει καταστρέψει την οικογένειά μου και την εκπαίδευσή μου. Η ζωή ήταν δύσκολη, αλλά ΟΚ: ζούσα με τη θεία μου και πολλούς συγγενείς σε ένα μεγάλο χώρο. Πάντα ήμασταν φτωχοί, αλλά υπήρχε ευτυχία. Αλλά τώρα είμαστε τρομοκρατημένοι. Τόσοι πολλοί άνθρωποι, φίλοι και συγγενείς πέθαναν και συνεχίζουν να πεθαίνουν. Και ο αριθμός των ορφανών μεγαλώνει κάθε ημέρα.
Οταν ο Εμπολα έφτασε στη χώρα μου, δεν ανησυχούσαμε πολύ. Μετά ήρθε η ''ευαισθητοποίηση''- όλοι έτρεχαν και μιλούσαν για τον ιό. Αλλά πολλοί αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι υπήρχε κίνδυνος και προσπάθησαν να κάνουν πολιτική με αυτό. Εγινε εξέγερση στην Κενέμα με το σύνθημα ''Ο Εμπολα δεν είναι αληθινός''.
Μετά, στις αρχές Αυγούστου, η κατάσταση άλλαξε. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις μετακινήσεις από και προς την περιοχή. Αυτό έβλαψε τους πάντες, όχι μόνο εκείνους που είχαν Εμπολα. Είμαστε παγιδευμένοι. Η θεία μου, που έκανε εμπόριο τοπικών προϊόντων, δεν μπορούσε πλέον να ταξιδέψει. Υπήρχαν ακόμη λιγότερα χρήματα στο σπίτι.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο Εμπολα ήρθε στην κοινότητά μας. Υπήρχε ένας φαρμακοποιός που αρρώστησε, αλλά έλεγε ότι έχει έλκος και δεν πήγε στο νοσοκομείο. Τον πιστεύαμε, γιατί ήταν φαρμακοποιός και μάλλον εμείς δεν ξέραμε καλύτερα από αυτόν. Πολλοί ήρθαν σε επαφή μαζί του. Οταν πέθανε, έπλυναν και ετοίμασαν το σώμα του για την ταφή, όπως είναι το έθιμο. Αλλά μετά, ανακάλυψαν ότι είχε πεθάνει από Εμπολα.
Μέσα σε δύο εβδομάδες, πολλοί από αυτούς που ήρθαν σε επαφή μαζί του αρρώστησαν. Τρεις άνθρωποι πήγαν στο νοσοκομείο. Ο ήχος του ασθενοφόρου μας τρομοκράτησε, ειδικά εμάς τα παιδιά. Ο πανικός απλώθηκε στην κοινότητα. Ο κόσμος πιστεύει ότι όποιος πάει στο νοσοκομείο, πεθαίνει. Τις περισσότερες φορές δεν τους ξαναβλέπουμε.
Μετά, άλλοι 16 αρρώστησαν και βρέθηκαν θετικοί στον Εμπολα, ανάμεσά τους και η θεία μου. Μόνο εκείνη και ένα 14χρονο κορίτσι επέζησαν. Αλλιώς θα ήμουν κι εγώ ένα ορφανό του Εμπολα. Υποθέτω ότι είμαι τυχερός, αλλά είναι δύσκολο να το δεις έτσι.
Η κοινότητά μας μπήκε σε καραντίνα. Κανένας δεν μπορούσε να έρθει ή να φύγει για 21 ημέρες. Μας είχαν περικυκλώσει αστυνομικοί και στρατιώτες. Οσοι προσπαθούσαν να το σκάσουν, τους υποχρέωναν να επιστρέψουν. Η θεία μου ήταν αδύναμη ακόμη, δεν μπορούσε να ψάξει για φαγητό, υποφέραμε από την πείνα. Κανείς δεν μας έφερε φαγητό ή νερό τις δύο πρώτες εβδομάδες του αποκλεισμού.
Ακόμη και τώρα, με όλα αυτά, ο κόσμος δεν έχει εκπαιδευθεί για τον Εμπολα. Πάνω από 100 παιδιά έχουν μείνει ορφανά, μόνο στην κοινότητά μου. Ποιος θα τα φροντίσει; Πώς θα επιβιώσουν για να επιστρέψουν στο σχολείο; Με γεμίζει ο φόβος όταν οι φίλοι μου που ξέρω ότι δεν πλένουν συχνά τα χέρια τους θέλουν να παίξουν μαζί μου.
Πώς θα πάω πίσω στο σχολείο; Πώς θα βρει χρήματα η θεία μου να στηρίξει την εκπαίδευσή μου; Είναι δύσκολο να εξαρτάσαι από άλλους. Υποφέρουμε. Αν ο Εμπολα δεν μας σκοτώσει, οι δυσκολίες και η πείνα θα μας καταβάλει αν κάποιος δεν μας βοηθήσει.
Εννοείται ότι όσοι αρρωσταίνουν και οι οικογένειές τους υποφέρουν περισσότερο. Είναι απομονωμένοι, στιγματισμένοι, χωρίς βοήθεια. Δεν έχουν φαγητό, καίνε τις περιουσίες τους. Αλλά όλοι στη Σιέρα Λεόνε υποφέρουν από όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχουν δουλειές, χρήματα, φαγητό, σχολεία. Ποιος θα μας βοηθήσει να βγούμε από αυτό το πρόβλημα;».
iefimerida.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ