2014-11-07 05:02:21
Η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν διαφωνίες σχετικά με την μελλοντική τάξη που οραματίζονται για τις περιοχές τους. Αλλά συμφωνούν ότι η γεωπολιτική τάξη τής Ανατολής θα πρέπει να είναι σε αντίθεση με αυτήν της Δύσης -και αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντικά στενότερες διμερείς σχέσεις.
Πρόσφατα, η Κίνα και η Ρωσία αμφισβήτησαν την διεθνή τάξη δίνοντας η μια στην άλλη διπλωματική υποστήριξη για να αντιμετωπίσουν την Ουκρανία και το Χονγκ Κονγκ, αντίστοιχα. Αλλά οι Δυτικοί παρατηρητές έχουν ως επί το πλείστον παρεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι δύο χώρες οικοδομούν στενότερους δεσμούς μεταξύ τους. Το κίνητρό τους βασίζεται λιγότερο στα κοινά υλικά συμφέροντα από όσο σε μια κοινή αίσθηση εθνικής ταυτότητας που αυτοπροσδιορίζεται στην αντίθεση με την Δύση και στην υποστήριξη του πώς βλέπει η καθεμιά την κληρονομιά τού παραδοσιακού κομμουνισμού. Η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν διαφωνίες σχετικά με την μελλοντική τάξη που οραματίζονται για τις περιοχές τους. Αλλά συμφωνούν ότι η γεωπολιτική τάξη τής Ανατολής θα πρέπει να είναι σε αντίθεση με αυτήν τής Δύσης - και τούτο έχει οδηγήσει σε σημαντικά στενότερες διμερείς σχέσεις.
Ορισμένοι Δυτικοί παρατηρητές έχουν δώσει υπερβολική έμφαση στις σινο-σοβιετικές εντάσεις κατά την διάρκεια της εποχής τού Ψυχρού Πολέμου, επιχειρηματολογώντας επίσης ότι η σχέση ανάμεσα στο Πεκίνο και την Μόσχα είναι πιθανό να παραμείνει εύθραυστη λόγω των εξελίξεων στις δύο χώρες από την δεκαετία τού 1990, συμπεριλαμβανομένου του εκδημοκρατισμού στην Ρωσία, της παγκοσμιοποίησης στην Κίνα, καθώς και της ραγδαίας ανόδου και στις δύο χώρες τής μεσαίας τάξης που έχει πρόσβαση σε πληροφορίες από το εξωτερικό. Στον βαθμό που η Κίνα και η Ρωσία οικοδομούν δεσμούς, αυτοί οι παρατηρητές πίστευαν ότι η σχέση θα είναι σαν ένας γάμος σκοπιμότητας που θα υπονομεύεται από άλλα εθνικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων των καλών σχέσεων με την Δύση.
Αλλά οι περισσότεροι Δυτικοί έχουν αποτύχει να καταλάβουν ότι, από το 1990, οι αξιωματούχοι στην Κίνα και την Ρωσία έχουν μετανιώσει βαθιά για τις εντάσεις τού Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των χωρών τους. Καταλαβαίνουν ότι το πρόβλημα ήταν λιγότερο η έλλειψη της επικάλυψης στα εθνικά συμφέροντα από όσο οι εθνικές ταυτότητες που στρεβλώθηκαν από ιδεολογικές αξιώσεις στην ηγεσία. Η Μόσχα έκανε ένα κρίσιμο λάθος με το να περιμένει ότι το Πεκίνο θα συναινούσε στην ηγεσία της, αποδεχόμενο έναν ρόλο νεαρού εταίρου. Η ηγεσία τής Κίνας δεν αποδέχεται αυτόν τον ρόλο, δεδομένης της εμμονής της με την ιδεολογική υπεροχή.
Οι σημερινοί πολιτικοί και στις δύο χώρες είναι αποφασισμένοι να μην επαναλάβουν αυτά τα προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα είναι πλέον σε θέση να ενεργεί ως ο κυρίαρχος εταίρος στην μεταξύ τους σχέση, έχει δείξει αυτοσυγκράτηση. Οι ηγέτες στην Μόσχα και το Πεκίνο θέλουν να αποφύγουν να αφήσουν τον σοβινιστικό εθνικισμό σε κάθε χώρα να υπονομεύσει το αμοιβαίο εθνικό τους συμφέρον που βρίσκεται στην ελαχιστοποίηση της επιρροής τής Δύσης στις αντίστοιχες περιοχές τους.
Για τον σκοπό αυτό, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών έχουν συνειδητά δώσει έμφαση σε εξωτερικές πολιτικές που απορρίπτουν την Δυτική νομιμοποίηση, ενώ αποφεύγουν προσεκτικά να σχολιάσουν τις φιλοδοξίες τής εξωτερικής πολιτικής ο ένας τού άλλου. Ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping έχει περιγράψει ένα λεγόμενο China Dream (Κινεζικό Όραμα) που περιλαμβάνει μια νέα γεωπολιτική τάξη στην Ασία χτισμένη από τις κυβερνήσεις τής περιοχής, με το Πεκίνο να παίζει ένα υπερμεγέθη ρόλο. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επίσης διευκρινίσει ότι στόχος του είναι να δημιουργήσει μια Ευρασιατική Ένωση, στην οποία οι σχέσεις μεταξύ των πρώην σοβιετικών κρατών θα καθορίζονται από την Μόσχα. Και τα δύο κράτη έχουν κατηγορήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι ακολουθούν μια επιθετική ψυχροπολεμική νοοτροπία, προσπαθώντας να περιορίσουν τις νόμιμες φιλοδοξίες των δύο χωρών στις περιοχές τους.
Υπάρχουν τουλάχιστον έξι λόγοι για να πιστεύουμε ότι αυτή η σιωπηρή συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας είναι ανθεκτική. Πρώτον, ο Πούτιν και ο Σι έχουν στηριχτεί σε ιδιαίτερα παρόμοιες ιδεολογίες για να δικαιολογήσουν την κυριαρχία τους. Και οι δύο τονίζουν την υπερηφάνεια της σοσιαλιστικής εποχής, τον σινοκεντρισμό ή τον ρωσοκεντρισμό που επιδιώκει να επεκτείνει την υφιστάμενη εσωτερική πολιτική τάξη των χωρών προς το εξωτερικό, και τον αντι-ηγεμονισμό. Παρότι ο ρωσικός εθνικισμός περιλαμβάνει έναν άξονα ξενοφοβίας που τροφοδότησε δημαγωγία κατά της Κίνας στην δεκαετία τού 1990, ο Πούτιν έχει περιορίσει σημαντικά την πτυχή εκείνη και αποφεύγει τις άμεσες αναφορές στην άνοδο της Κίνας. Η σινοκεντρική ιδεολογία είχε ομοίως την τάση να τροφοδοτεί εντάσεις με την Ρωσία –συμπεριλαμβανομένου του να αμφισβητεί ρωσικές διεκδικήσεις στην Κεντρική Ασία, οι οποίες προηγουμένως ήταν μέρος τής Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά οι σημερινοί ηγέτες τής Κίνας έχουν δείξει σε διεθνείς συναντήσεις και φόρουμ, συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Συνεργασίας τής Σαγκάης, ότι είναι έτοιμοι να δείξουν σεβασμό στην ρωσική πολιτική και πολιτιστική επιρροή.
Δεύτερον, η Κίνα και η Ρωσία υπογραμμίζουν τις ιστορικές διαφορές τους με την Δύση και δίνουν έμφαση στο χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην ψυχροπολεμική εποχή. Οι επίσημες καθιερωμένες γραφές και στις δύο χώρες, κάνουν ελάχιστες αναφορές στην σινο-σοβιετική διαμάχη του Ψυχρού Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι Κινέζοι ιστορικοί είχαν προηγουμένως αναγνωρίσει ότι ο Πόλεμος της Κορέας άρχισε εξαιτίας της επιθετικότητας της Βόρειας Κορέας προς την Νότια Κορέα, τα τελευταία εγχειρίδια κατηγορούν καθολικά τις Ηνωμένες Πολιτείες για τον πόλεμο. Ομοίως, πολιτικοί και αναλυτές και στις δύο χώρες υποστηρίζουν όλο και περισσότερο ότι η Δύση δεν άλλαξε ποτέ την ιμπεριαλιστική ψυχροπολεμική νοοτροπία της (όπως αποδεικνύεται από την υποτιθέμενη υποστήριξή της στις λεγόμενες έγχρωμες επαναστάσεις στην Ουκρανία και το Χονγκ Κονγκ). Αυτή η ρητορική υποδηλώνει ότι η Κίνα και η Ρωσία εξακολουθούν να είναι υποχρεωμένες να αντισταθούν στην επιρροή της και να συμβάλουν στην δημιουργία μιας νέας διεθνούς τάξης.
Τρίτον, οι δύο χώρες έχουν υποστηρίξει ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση τού 2008, καταδεικνύει ότι το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο τής Δύσης είναι στα πρόθυρα της αποτυχίας και κατώτερο από τα δικά τους μοντέλα. (Το τελευταίο μισό αυτού του επιχειρήματος έχει αντηχήσει περισσότερο στην Κίνα από όσο στην Ρωσία). Οι ηγέτες τόσο στο Πεκίνο όσο και στην Μόσχα έχουν αρνηθεί να επιτρέψουν στην κοινωνία των πολιτών να απειλήσει την κυριαρχία τους, πατάσσοντάς την πιο αδίστακτα το 2014 από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά την έναρξη τής δεκαετίας τού 1990.
Τέταρτον, ο Πούτιν και ο Σι έχουν τονίσει την σημασία των σινο-ρωσικών διμερών σχέσεων απέναντι στις εξωτερικές απειλές. Αυτό είναι απόρροια της έμφασης αμφότερων των κυβερνήσεων στην σημασία τού κομμουνισμού, είτε ως την σημερινή κυρίαρχη ιδεολογία (στην Κίνα) είτε ως θετική ιστορική κληρονομιά (στην Ρωσία). Αυτό έχει αφήσει και τις δύο χώρες με λίγους φυσικούς ιδεολογικούς συμμάχους εκτός από μεταξύ τους, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό θα αλλάξει στο εγγύς μέλλον.
Πέμπτον, η Ρωσία και η Κίνα έχουν κάνει μια επιτυχημένη προσπάθεια να παραμείνουν στην ίδια πλευρά σε διεθνείς διενέξεις. Αντί να συγκρούονται ανοιχτά για περιφερειακά ζητήματα, όπως οι εδαφικές και ενεργειακές πολιτικές τού Βιετνάμ, η Κίνα και η Ρωσία έχουν αποθαρρύνει την δημόσια συζήτηση επί των διαφορών τους, ελαχιστοποιώντας έτσι την πίεση της κοινής γνώμης σε κάθε χώρα για να αντισταθεί η μια στην άλλη. Ταυτόχρονα, κάθε χώρα έχει διαλαλήσει την απειλή των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους σε κάθε διαφορά που προκύπτει είτε με την μια είτε με την άλλη χώρα. Αυτή η εκστρατεία ήταν τόσο αποτελεσματική που μερικές φορές ήταν δύσκολο φέτος να γίνει διάκριση μεταξύ των κινεζικών και των ρωσικών γραφών για την κρίση στην Ουκρανία ή τις διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ.
Έκτον, υπάρχουν επίσημες εκστρατείες σε εξέλιξη και στις δύο χώρες για την προώθηση της εθνικής ταυτότητας. Ο Πούτιν και ο Σι έχουν χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, εφαρμόζοντας αμφότεροι αυστηρή λογοκρισία και έντονη, από πάνω προς τα κάτω επιχειρηματολογία, για να κινητοποιήσουν τις αντίστοιχες χώρες τους με βάση μια οξεία πολιτική αφήγηση που δικαιολογεί την εγχώρια καταστολή και την ξένη καταπίεση. Οι επικλήσεις αυτές ήταν αποτελεσματικές επειδή αντλούσαν από ιστορικές αδικίες και χρησιμοποίησαν οικεία σοβινιστική ρητορική. Το αποτέλεσμα και στις δύο χώρες ήταν η πιο σημαντική άνοδος του εθνικισμού από την εποχή τής κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου.
Η ρητορική τής Κίνας για την υποστήριξη των δράσεων του Πούτιν στην Ουκρανία και η ρητορική τής Ρωσίας που επικυρώνει τις σκέψεις τού Σι σχετικά με την Ανατολική Ασία, δεν είναι συμπτωματικές. Μάλλον, είναι ένα χαρακτηριστικό τής νέας, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο γεωπολιτικής τάξης. Όσο οι τρέχουσες πολιτικές ελίτ στην Κίνα και την Ρωσία διατηρούνται στην εξουσία, δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε μια σημαντική στροφή στην εθνική ταυτότητα οποιασδήποτε από τις δύο χώρες είτε στην σινο-ρωσική σχέση. Οι χώρες που ελπίζουν να δημιουργήσουν ένα χάσμα μεταξύ των δύο, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας υπό τον πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε - είναι βέβαιο ότι θα απογοητευτούν. Δεν είναι τυχαίο, με άλλα λόγια, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν να κερδίσουν την υποστήριξη της Κίνας εναντίον τού ρωσικού επεκτατισμού στην Ουκρανία. Είτε το θέμα είναι η Βόρεια Κορέα, το Ιράν, ή κάποια άλλη πρόκληση για την Δύση, θα πρέπει κανείς να είναι προετοιμασμένος για περισσότερες σινο-ρωσικές ανταγωνιστικές ενέργειες, όχι λιγότερες.
Πηγή Tromaktiko
Πρόσφατα, η Κίνα και η Ρωσία αμφισβήτησαν την διεθνή τάξη δίνοντας η μια στην άλλη διπλωματική υποστήριξη για να αντιμετωπίσουν την Ουκρανία και το Χονγκ Κονγκ, αντίστοιχα. Αλλά οι Δυτικοί παρατηρητές έχουν ως επί το πλείστον παρεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι δύο χώρες οικοδομούν στενότερους δεσμούς μεταξύ τους. Το κίνητρό τους βασίζεται λιγότερο στα κοινά υλικά συμφέροντα από όσο σε μια κοινή αίσθηση εθνικής ταυτότητας που αυτοπροσδιορίζεται στην αντίθεση με την Δύση και στην υποστήριξη του πώς βλέπει η καθεμιά την κληρονομιά τού παραδοσιακού κομμουνισμού. Η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν διαφωνίες σχετικά με την μελλοντική τάξη που οραματίζονται για τις περιοχές τους. Αλλά συμφωνούν ότι η γεωπολιτική τάξη τής Ανατολής θα πρέπει να είναι σε αντίθεση με αυτήν τής Δύσης - και τούτο έχει οδηγήσει σε σημαντικά στενότερες διμερείς σχέσεις.
Ορισμένοι Δυτικοί παρατηρητές έχουν δώσει υπερβολική έμφαση στις σινο-σοβιετικές εντάσεις κατά την διάρκεια της εποχής τού Ψυχρού Πολέμου, επιχειρηματολογώντας επίσης ότι η σχέση ανάμεσα στο Πεκίνο και την Μόσχα είναι πιθανό να παραμείνει εύθραυστη λόγω των εξελίξεων στις δύο χώρες από την δεκαετία τού 1990, συμπεριλαμβανομένου του εκδημοκρατισμού στην Ρωσία, της παγκοσμιοποίησης στην Κίνα, καθώς και της ραγδαίας ανόδου και στις δύο χώρες τής μεσαίας τάξης που έχει πρόσβαση σε πληροφορίες από το εξωτερικό. Στον βαθμό που η Κίνα και η Ρωσία οικοδομούν δεσμούς, αυτοί οι παρατηρητές πίστευαν ότι η σχέση θα είναι σαν ένας γάμος σκοπιμότητας που θα υπονομεύεται από άλλα εθνικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων των καλών σχέσεων με την Δύση.
Αλλά οι περισσότεροι Δυτικοί έχουν αποτύχει να καταλάβουν ότι, από το 1990, οι αξιωματούχοι στην Κίνα και την Ρωσία έχουν μετανιώσει βαθιά για τις εντάσεις τού Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των χωρών τους. Καταλαβαίνουν ότι το πρόβλημα ήταν λιγότερο η έλλειψη της επικάλυψης στα εθνικά συμφέροντα από όσο οι εθνικές ταυτότητες που στρεβλώθηκαν από ιδεολογικές αξιώσεις στην ηγεσία. Η Μόσχα έκανε ένα κρίσιμο λάθος με το να περιμένει ότι το Πεκίνο θα συναινούσε στην ηγεσία της, αποδεχόμενο έναν ρόλο νεαρού εταίρου. Η ηγεσία τής Κίνας δεν αποδέχεται αυτόν τον ρόλο, δεδομένης της εμμονής της με την ιδεολογική υπεροχή.
Οι σημερινοί πολιτικοί και στις δύο χώρες είναι αποφασισμένοι να μην επαναλάβουν αυτά τα προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα είναι πλέον σε θέση να ενεργεί ως ο κυρίαρχος εταίρος στην μεταξύ τους σχέση, έχει δείξει αυτοσυγκράτηση. Οι ηγέτες στην Μόσχα και το Πεκίνο θέλουν να αποφύγουν να αφήσουν τον σοβινιστικό εθνικισμό σε κάθε χώρα να υπονομεύσει το αμοιβαίο εθνικό τους συμφέρον που βρίσκεται στην ελαχιστοποίηση της επιρροής τής Δύσης στις αντίστοιχες περιοχές τους.
Για τον σκοπό αυτό, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών έχουν συνειδητά δώσει έμφαση σε εξωτερικές πολιτικές που απορρίπτουν την Δυτική νομιμοποίηση, ενώ αποφεύγουν προσεκτικά να σχολιάσουν τις φιλοδοξίες τής εξωτερικής πολιτικής ο ένας τού άλλου. Ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping έχει περιγράψει ένα λεγόμενο China Dream (Κινεζικό Όραμα) που περιλαμβάνει μια νέα γεωπολιτική τάξη στην Ασία χτισμένη από τις κυβερνήσεις τής περιοχής, με το Πεκίνο να παίζει ένα υπερμεγέθη ρόλο. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επίσης διευκρινίσει ότι στόχος του είναι να δημιουργήσει μια Ευρασιατική Ένωση, στην οποία οι σχέσεις μεταξύ των πρώην σοβιετικών κρατών θα καθορίζονται από την Μόσχα. Και τα δύο κράτη έχουν κατηγορήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι ακολουθούν μια επιθετική ψυχροπολεμική νοοτροπία, προσπαθώντας να περιορίσουν τις νόμιμες φιλοδοξίες των δύο χωρών στις περιοχές τους.
Υπάρχουν τουλάχιστον έξι λόγοι για να πιστεύουμε ότι αυτή η σιωπηρή συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας είναι ανθεκτική. Πρώτον, ο Πούτιν και ο Σι έχουν στηριχτεί σε ιδιαίτερα παρόμοιες ιδεολογίες για να δικαιολογήσουν την κυριαρχία τους. Και οι δύο τονίζουν την υπερηφάνεια της σοσιαλιστικής εποχής, τον σινοκεντρισμό ή τον ρωσοκεντρισμό που επιδιώκει να επεκτείνει την υφιστάμενη εσωτερική πολιτική τάξη των χωρών προς το εξωτερικό, και τον αντι-ηγεμονισμό. Παρότι ο ρωσικός εθνικισμός περιλαμβάνει έναν άξονα ξενοφοβίας που τροφοδότησε δημαγωγία κατά της Κίνας στην δεκαετία τού 1990, ο Πούτιν έχει περιορίσει σημαντικά την πτυχή εκείνη και αποφεύγει τις άμεσες αναφορές στην άνοδο της Κίνας. Η σινοκεντρική ιδεολογία είχε ομοίως την τάση να τροφοδοτεί εντάσεις με την Ρωσία –συμπεριλαμβανομένου του να αμφισβητεί ρωσικές διεκδικήσεις στην Κεντρική Ασία, οι οποίες προηγουμένως ήταν μέρος τής Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά οι σημερινοί ηγέτες τής Κίνας έχουν δείξει σε διεθνείς συναντήσεις και φόρουμ, συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Συνεργασίας τής Σαγκάης, ότι είναι έτοιμοι να δείξουν σεβασμό στην ρωσική πολιτική και πολιτιστική επιρροή.
Δεύτερον, η Κίνα και η Ρωσία υπογραμμίζουν τις ιστορικές διαφορές τους με την Δύση και δίνουν έμφαση στο χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην ψυχροπολεμική εποχή. Οι επίσημες καθιερωμένες γραφές και στις δύο χώρες, κάνουν ελάχιστες αναφορές στην σινο-σοβιετική διαμάχη του Ψυχρού Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι Κινέζοι ιστορικοί είχαν προηγουμένως αναγνωρίσει ότι ο Πόλεμος της Κορέας άρχισε εξαιτίας της επιθετικότητας της Βόρειας Κορέας προς την Νότια Κορέα, τα τελευταία εγχειρίδια κατηγορούν καθολικά τις Ηνωμένες Πολιτείες για τον πόλεμο. Ομοίως, πολιτικοί και αναλυτές και στις δύο χώρες υποστηρίζουν όλο και περισσότερο ότι η Δύση δεν άλλαξε ποτέ την ιμπεριαλιστική ψυχροπολεμική νοοτροπία της (όπως αποδεικνύεται από την υποτιθέμενη υποστήριξή της στις λεγόμενες έγχρωμες επαναστάσεις στην Ουκρανία και το Χονγκ Κονγκ). Αυτή η ρητορική υποδηλώνει ότι η Κίνα και η Ρωσία εξακολουθούν να είναι υποχρεωμένες να αντισταθούν στην επιρροή της και να συμβάλουν στην δημιουργία μιας νέας διεθνούς τάξης.
Τρίτον, οι δύο χώρες έχουν υποστηρίξει ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση τού 2008, καταδεικνύει ότι το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο τής Δύσης είναι στα πρόθυρα της αποτυχίας και κατώτερο από τα δικά τους μοντέλα. (Το τελευταίο μισό αυτού του επιχειρήματος έχει αντηχήσει περισσότερο στην Κίνα από όσο στην Ρωσία). Οι ηγέτες τόσο στο Πεκίνο όσο και στην Μόσχα έχουν αρνηθεί να επιτρέψουν στην κοινωνία των πολιτών να απειλήσει την κυριαρχία τους, πατάσσοντάς την πιο αδίστακτα το 2014 από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά την έναρξη τής δεκαετίας τού 1990.
Τέταρτον, ο Πούτιν και ο Σι έχουν τονίσει την σημασία των σινο-ρωσικών διμερών σχέσεων απέναντι στις εξωτερικές απειλές. Αυτό είναι απόρροια της έμφασης αμφότερων των κυβερνήσεων στην σημασία τού κομμουνισμού, είτε ως την σημερινή κυρίαρχη ιδεολογία (στην Κίνα) είτε ως θετική ιστορική κληρονομιά (στην Ρωσία). Αυτό έχει αφήσει και τις δύο χώρες με λίγους φυσικούς ιδεολογικούς συμμάχους εκτός από μεταξύ τους, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό θα αλλάξει στο εγγύς μέλλον.
Πέμπτον, η Ρωσία και η Κίνα έχουν κάνει μια επιτυχημένη προσπάθεια να παραμείνουν στην ίδια πλευρά σε διεθνείς διενέξεις. Αντί να συγκρούονται ανοιχτά για περιφερειακά ζητήματα, όπως οι εδαφικές και ενεργειακές πολιτικές τού Βιετνάμ, η Κίνα και η Ρωσία έχουν αποθαρρύνει την δημόσια συζήτηση επί των διαφορών τους, ελαχιστοποιώντας έτσι την πίεση της κοινής γνώμης σε κάθε χώρα για να αντισταθεί η μια στην άλλη. Ταυτόχρονα, κάθε χώρα έχει διαλαλήσει την απειλή των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους σε κάθε διαφορά που προκύπτει είτε με την μια είτε με την άλλη χώρα. Αυτή η εκστρατεία ήταν τόσο αποτελεσματική που μερικές φορές ήταν δύσκολο φέτος να γίνει διάκριση μεταξύ των κινεζικών και των ρωσικών γραφών για την κρίση στην Ουκρανία ή τις διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ.
Έκτον, υπάρχουν επίσημες εκστρατείες σε εξέλιξη και στις δύο χώρες για την προώθηση της εθνικής ταυτότητας. Ο Πούτιν και ο Σι έχουν χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, εφαρμόζοντας αμφότεροι αυστηρή λογοκρισία και έντονη, από πάνω προς τα κάτω επιχειρηματολογία, για να κινητοποιήσουν τις αντίστοιχες χώρες τους με βάση μια οξεία πολιτική αφήγηση που δικαιολογεί την εγχώρια καταστολή και την ξένη καταπίεση. Οι επικλήσεις αυτές ήταν αποτελεσματικές επειδή αντλούσαν από ιστορικές αδικίες και χρησιμοποίησαν οικεία σοβινιστική ρητορική. Το αποτέλεσμα και στις δύο χώρες ήταν η πιο σημαντική άνοδος του εθνικισμού από την εποχή τής κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου.
Η ρητορική τής Κίνας για την υποστήριξη των δράσεων του Πούτιν στην Ουκρανία και η ρητορική τής Ρωσίας που επικυρώνει τις σκέψεις τού Σι σχετικά με την Ανατολική Ασία, δεν είναι συμπτωματικές. Μάλλον, είναι ένα χαρακτηριστικό τής νέας, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο γεωπολιτικής τάξης. Όσο οι τρέχουσες πολιτικές ελίτ στην Κίνα και την Ρωσία διατηρούνται στην εξουσία, δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε μια σημαντική στροφή στην εθνική ταυτότητα οποιασδήποτε από τις δύο χώρες είτε στην σινο-ρωσική σχέση. Οι χώρες που ελπίζουν να δημιουργήσουν ένα χάσμα μεταξύ των δύο, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας υπό τον πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε - είναι βέβαιο ότι θα απογοητευτούν. Δεν είναι τυχαίο, με άλλα λόγια, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν να κερδίσουν την υποστήριξη της Κίνας εναντίον τού ρωσικού επεκτατισμού στην Ουκρανία. Είτε το θέμα είναι η Βόρεια Κορέα, το Ιράν, ή κάποια άλλη πρόκληση για την Δύση, θα πρέπει κανείς να είναι προετοιμασμένος για περισσότερες σινο-ρωσικές ανταγωνιστικές ενέργειες, όχι λιγότερες.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"Συμπαράσταση στους εργαζόμενους της ΕΡΤ"
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πώς ωφελεί την υγεία μας το μήλο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ