2014-12-22 11:54:49
Του Χρήστου Ιακώβου
Ο σοβαρότερος κίνδυνος, για τις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας, θα προέλθει από την καλλιέργεια εξωπραγματικών προσδοκιών και την μετέπειτα διάψευσή τους, αν οι συνομιλίες, από κάποιο σημείο και μετά, δεν θα καταλήγουν σε αυτό που ήδη θεωρεί δεδομένο η Τουρκία, δηλαδή στην πλήρη ένταξη. Άρα, είναι άκρως επιβεβλημένη η εκπόνηση μιας στρατηγικής εξόδου από το επερχόμενο αδιέξοδο και η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών σχέσεως ΕΕ – Τουρκίας.
Η εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων είναι επιτακτική πλέον ανάγκη για την ΕΕ, για τους εξής λόγους: πρώτος, διότι η ένταξη της Τουρκίας θα έχει βαρύτατες και μη αναστρέψιμες συνέπειες για την Ένωση (ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη εκείνο το οποίο παλαιότερα εξέφρασε ο τ. Πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ Ντ΄Εσταίν, ότι δηλ. το ζήτημα δεν είναι πλέον η Τουρκία αλλά η Ευρώπη) και δεύτερος διότι η απόρριψη της τουρκικής ένταξης, σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, από ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη, θα προκαλέσει επιπλοκές πιο κρίσιμες από τις τριβές που θα ανεφύοντο, εάν εγκαίρως και με τρόπο κατηγορηματικό οι ευρωπαίοι εταίροι διεμήνυαν στην Άγκυρα ότι δεν πρόκειται να ενταχθεί ως πλήρες μέλος στην ΕΕ, καταθέτοντας ταυτοχρόνως μία ολοκληρωμένη αντιπρόταση.
Δύο θα ήταν οι εναλλακτικές αντιπροτάσεις προς την Τουρκία: α) σχέση ενισχυμένης συνεργασίας («προνομιακή σχέση») και β) διευρυμένη εταιρική σύνδεση. Πιο συγκεκριμένα, η προνομιακή σχέση σημαίνει ενισχυμένη οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας εκτός των κοινοτικών οργάνων και αποκλειομένων των τομέων των σχετικών με την ασφάλεια και την οικονομική συνοχή της ΕΕ. Ιδιαιτέρως και με έμφαση αποκλείεται κάθε πρόσβαση της Τουρκίας στους τομείς: της Συνθήκης του Σέγκεν (ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων κλπ), της πολιτικής συνοχής, των διαρθρωτικών ταμείων και γεωργικών επιδοτήσεων και τέλος της ΟΝΕ.
Η διευρυμένη εταιρική σύνδεση, όπως πρότεινε παλαιότερα το Γερμανικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, προβλέπει την ενσωμάτωση της Τουρκίας στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο (με ειδικές ρήτρες περί περιορισμού στην ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων) αλλά και την σταδιακή ενσωμάτωσή της στις κοινοτικές πολιτικές καθώς και στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Σε αυτή τη μορφή σχέσης, προβλέπεται ιδιαιτέρως η ενσωμάτωση της Τουρκίας στην πολιτική συνοχής και την διαρθρωτική πολιτική της ΕΕ, στις πολιτικές δομές και το θεσμικό εποικοδόμημα της ΕΕ (τακτική συμμετοχή Τουρκίας στις συνεδριάσεις των οργάνων, χωρίς δικαίωμα ψήφου).
Αμφότερες οι προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις απαντούν κατά τρόπο ορθολογικό στο ερώτημα ως προς το ποια είναι η ενδεδειγμένη μορφή της μελλοντικής σχέσης της ΕΕ με την Τουρκία, αλλά αποτρέπουν την πρόκληση αρνητικών επιπτώσεων στο εν εξελίξει οικοδόμημα της ΕΕ, τις οποίες θα επιφέρει η ενδεχόμενη ένταξη του Τουρκίας ως πλήρους μέλους στην Ένωση.
Είναι όμως φανερό ότι η δεύτερη εναλλακτική πρόταση (διευρυμένη εταιρική σύνδεση) έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Αυτό έγκειται στο ότι έχει ημερομηνία λήξης. Μακροπρόθεσμα δεν θα είναι πολιτικά δυνατόν για την ΕΕ να συνεχίζει να αποκλείει το συνδεδεμένο μέλος από τα δικαιώματα του πλήρους μέλους, και συνεπώς, κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί να αποδεχθεί την πλήρη ένταξη – οπότε, όμως, το πρόβλημα (του οποίου η επίλυση ήταν το ζητούμενο) τελικά θα τεθεί εκ νέου.
Αντιθέτως, ο ρητός καθορισμός μιας προνομιακής σχέσης κρίνεται προτιμότερος – αποτελώντας μάλιστα ένα καλό παράδειγμα και για μία σειρά άλλων κρατών που επίσης ζητούν στενότερες σχέσεις με την Ευρώπη, και των οποίων μάλιστα η απόρριψη θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη μετά το τουρκικό προηγούμενο, των οποίων όμως η πλήρης ένταξη θα επέφερε εξίσου σοβαρές και ανεπιθύμητες επιπτώσεις στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική συνοχή της Ε.Ε.
Σε περίπτωση ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, οι επιπτώσεις θα είναι έντονες και μη αναστρέψιμες για την συνοχή, την φυσιογνωμία και το μέλλον της Ευρώπης. Το όραμα της πολιτικής Ευρώπης θα πληγεί ανεπανόρθωτα. Η διεύρυνση προς τον ισλαμικό κόσμο, απαρχή μόνον της οποίας θα αποτελέσει τυχόν ένταξη της Τουρκίας, θα οδηγήσει, εν τέλει, σε μία ευρω-ισλαμική ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, στόχο τον οποίο σταθερά επιδιώκουν οι ΗΠΑ και η Βρετανία ή σε ένα ΟΗΕ σε σμίκρυνση. Επιπλέον, το όραμα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού πόλου διεθνούς ισχύος, με συνοχή και ολοκλήρωση θα καταστεί δύσκολο να υλοποιηθεί ακόμη και σε βάθος χρόνου. «Ένωση», δηλαδή κοινότητα πολιτικής βούλησης, στρατηγικής φιλοδοξίας και αποτελεσματικής πρακτικής δράσης, αποκλείεται με την ΕΕ από το Αμπερντήν μέχρι το Ντιγιαρμπακίρ.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
mignatiou.com
Ο σοβαρότερος κίνδυνος, για τις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας, θα προέλθει από την καλλιέργεια εξωπραγματικών προσδοκιών και την μετέπειτα διάψευσή τους, αν οι συνομιλίες, από κάποιο σημείο και μετά, δεν θα καταλήγουν σε αυτό που ήδη θεωρεί δεδομένο η Τουρκία, δηλαδή στην πλήρη ένταξη. Άρα, είναι άκρως επιβεβλημένη η εκπόνηση μιας στρατηγικής εξόδου από το επερχόμενο αδιέξοδο και η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών σχέσεως ΕΕ – Τουρκίας.
Η εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων είναι επιτακτική πλέον ανάγκη για την ΕΕ, για τους εξής λόγους: πρώτος, διότι η ένταξη της Τουρκίας θα έχει βαρύτατες και μη αναστρέψιμες συνέπειες για την Ένωση (ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη εκείνο το οποίο παλαιότερα εξέφρασε ο τ. Πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ Ντ΄Εσταίν, ότι δηλ. το ζήτημα δεν είναι πλέον η Τουρκία αλλά η Ευρώπη) και δεύτερος διότι η απόρριψη της τουρκικής ένταξης, σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, από ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη, θα προκαλέσει επιπλοκές πιο κρίσιμες από τις τριβές που θα ανεφύοντο, εάν εγκαίρως και με τρόπο κατηγορηματικό οι ευρωπαίοι εταίροι διεμήνυαν στην Άγκυρα ότι δεν πρόκειται να ενταχθεί ως πλήρες μέλος στην ΕΕ, καταθέτοντας ταυτοχρόνως μία ολοκληρωμένη αντιπρόταση.
Δύο θα ήταν οι εναλλακτικές αντιπροτάσεις προς την Τουρκία: α) σχέση ενισχυμένης συνεργασίας («προνομιακή σχέση») και β) διευρυμένη εταιρική σύνδεση. Πιο συγκεκριμένα, η προνομιακή σχέση σημαίνει ενισχυμένη οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας εκτός των κοινοτικών οργάνων και αποκλειομένων των τομέων των σχετικών με την ασφάλεια και την οικονομική συνοχή της ΕΕ. Ιδιαιτέρως και με έμφαση αποκλείεται κάθε πρόσβαση της Τουρκίας στους τομείς: της Συνθήκης του Σέγκεν (ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων κλπ), της πολιτικής συνοχής, των διαρθρωτικών ταμείων και γεωργικών επιδοτήσεων και τέλος της ΟΝΕ.
Η διευρυμένη εταιρική σύνδεση, όπως πρότεινε παλαιότερα το Γερμανικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, προβλέπει την ενσωμάτωση της Τουρκίας στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο (με ειδικές ρήτρες περί περιορισμού στην ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων) αλλά και την σταδιακή ενσωμάτωσή της στις κοινοτικές πολιτικές καθώς και στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Σε αυτή τη μορφή σχέσης, προβλέπεται ιδιαιτέρως η ενσωμάτωση της Τουρκίας στην πολιτική συνοχής και την διαρθρωτική πολιτική της ΕΕ, στις πολιτικές δομές και το θεσμικό εποικοδόμημα της ΕΕ (τακτική συμμετοχή Τουρκίας στις συνεδριάσεις των οργάνων, χωρίς δικαίωμα ψήφου).
Αμφότερες οι προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις απαντούν κατά τρόπο ορθολογικό στο ερώτημα ως προς το ποια είναι η ενδεδειγμένη μορφή της μελλοντικής σχέσης της ΕΕ με την Τουρκία, αλλά αποτρέπουν την πρόκληση αρνητικών επιπτώσεων στο εν εξελίξει οικοδόμημα της ΕΕ, τις οποίες θα επιφέρει η ενδεχόμενη ένταξη του Τουρκίας ως πλήρους μέλους στην Ένωση.
Είναι όμως φανερό ότι η δεύτερη εναλλακτική πρόταση (διευρυμένη εταιρική σύνδεση) έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Αυτό έγκειται στο ότι έχει ημερομηνία λήξης. Μακροπρόθεσμα δεν θα είναι πολιτικά δυνατόν για την ΕΕ να συνεχίζει να αποκλείει το συνδεδεμένο μέλος από τα δικαιώματα του πλήρους μέλους, και συνεπώς, κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί να αποδεχθεί την πλήρη ένταξη – οπότε, όμως, το πρόβλημα (του οποίου η επίλυση ήταν το ζητούμενο) τελικά θα τεθεί εκ νέου.
Αντιθέτως, ο ρητός καθορισμός μιας προνομιακής σχέσης κρίνεται προτιμότερος – αποτελώντας μάλιστα ένα καλό παράδειγμα και για μία σειρά άλλων κρατών που επίσης ζητούν στενότερες σχέσεις με την Ευρώπη, και των οποίων μάλιστα η απόρριψη θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη μετά το τουρκικό προηγούμενο, των οποίων όμως η πλήρης ένταξη θα επέφερε εξίσου σοβαρές και ανεπιθύμητες επιπτώσεις στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική συνοχή της Ε.Ε.
Σε περίπτωση ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, οι επιπτώσεις θα είναι έντονες και μη αναστρέψιμες για την συνοχή, την φυσιογνωμία και το μέλλον της Ευρώπης. Το όραμα της πολιτικής Ευρώπης θα πληγεί ανεπανόρθωτα. Η διεύρυνση προς τον ισλαμικό κόσμο, απαρχή μόνον της οποίας θα αποτελέσει τυχόν ένταξη της Τουρκίας, θα οδηγήσει, εν τέλει, σε μία ευρω-ισλαμική ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, στόχο τον οποίο σταθερά επιδιώκουν οι ΗΠΑ και η Βρετανία ή σε ένα ΟΗΕ σε σμίκρυνση. Επιπλέον, το όραμα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού πόλου διεθνούς ισχύος, με συνοχή και ολοκλήρωση θα καταστεί δύσκολο να υλοποιηθεί ακόμη και σε βάθος χρόνου. «Ένωση», δηλαδή κοινότητα πολιτικής βούλησης, στρατηγικής φιλοδοξίας και αποτελεσματικής πρακτικής δράσης, αποκλείεται με την ΕΕ από το Αμπερντήν μέχρι το Ντιγιαρμπακίρ.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
mignatiou.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού οι μακροχρόνια άνεργοι
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μειώνονται οι επιλογές για τον στόπερ στον Παναθηναϊκό
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ