2015-01-10 15:33:12
Φωτογραφία για Στην κόλαση του Norman Atlantic (το συγκλονιστικό χρονικό)
Ο Ανδρέας Ο. είναι φίλος μου εδώ και 20 χρόνια. Υπήρξε καθηγητής μου επί διετία όταν με προετοίμαζε για τις πανελλήνιες, ενώ αργότερα όταν έκανα τα πρώτα επαγγελματικά μου βήματα με εμπιστεύτηκε και έγινε πελάτης μου. Μόλις έμαθα ότι ήταν με την οικογένεια του στην κόλαση του Norman Atlantic. Παρακάτω ακολουθεί το δραματικό χρονικό του ταξιδιού και της σωτηρίας του το οποίο παραθέτω γιατί η περιγραφή του Ανδρέα είναι πραγματικά συγκλονιστική!

Επεισόδιο πρώτο: Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΚΗΤΗ

Σάββατο 27 Δεκέμβρη.

Είναι το ταξίδι που εγώ και η οικογένειά μου το περιμένουμε τόσο πολύ. Είναι η ανάσα της χρονιάς για μας. Και το κάνουμε χρόνια τώρα. Φέτος θα πηγαίναμε στη Βενετία. Η Βενετία είναι παραμυθένια και το χειμώνα πιο πολύ!

Ταξίδι απ’ την Ηγουμενίτσα, ώρα 11και 59 η αναχώρηση. Τέτοια ακρίβεια τρομάρα τους. Στον αληθινό κόσμο η αναχώρηση είναι κάπου μεταξύ 12 και 4 το πρωί.


Πλοίο το Hellenic spirit της ΑΝΕΚ. Έχω ταξιδέψει πολλές φορές μ’ αυτό. Ξέρω αρκετούς απ’ το πλήρωμα με τα μικρά τους ονόματα. Ξέρουν την Αλίνα μου και μου δείχνουν φωτογραφίες με τα δικά τους παιδιά.

Το Hellenic spirit όταν μπαίνει στο λιμάνι είναι χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φώτα παντού, ανοίγει η καρδιά σου και βιάζεσαι να επιβιβαστείς.

Είμαι τελευταίος στη σειρά των ΙΧ αυτοκινήτων και περιμένουμε το καράβι. Προσπαθώ να τακτοποιήσω τα εισιτήρια στο φάκελο και το μάτι μου πέφτει στο όνομα του πλοίου. Norman Atlantic.

Έτσι απλά. Χωρίς καμία ενημέρωση για την αλλαγή. Ούτε καν στο check in μια κουβέντα κάτι Άστο μπορεί να είναι κι΄αυτό καλό λέω στην Έλενα για να απαλύνω την απογοήτευση.

Περιμένουμε (το 11 και 59 που λέγαμε, ε καμιά σχέση)

Και έρχεται. Ένα μουντό σκοτεινό πράμα εμφανίστηκε στο λιμάνι. Ο ελιγμός που κάνουν τα πλοία είναι τέτοιος που, εμείς που περιμένουμε στη σειρά, πρώτα βλέπουμε την πλώρη του (το μπροστά για τους αμύητους) και μετά γυρίζει και ακουμπά την πόρτα της πρύμνης (δεν χρειάζεται το εξηγήσω) του στην προβλήτα .

Τούτο, λόγω της απειρίας του Ιταλού κυβερνήτη στο συγκεκριμένο λιμάνι, στάθηκε αρκετή ώρα με την πλώρη προς εμάς. Μας κοίταζε. ΕΤΣΙ ΕΝΟΙΩΣΑ.

Και μου ξεφεύγει μπροστά στο Αλινάκι μου:

ΡΕ ΕΛΕΝΑ ΤΙ ΧΑΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΌ.

Κι η Ελενα μούδιασε.

Αυτό άρχισε να γυρίζει. Άραξε. Άνοιξε την πόρτα και τα αυτοκίνητα άρχισαν να μπαίνουν. Εμείς τόση ώρα αμίλητοι. Κοιτούσαμε. Όταν ήρθε η σειρά μου να ξεκινήσω, ρώτησα: Έλενα θα μπούμε; Δεν ξέρω βρε Αντρέα, μου απαντά, εσύ τι λες;

Δεν απαντάω και προχωράω. Κοντοστέκομαι λίγο πριν ανεβούμε στο πλοίο.

Έλενα δεν νοιώθω καλά, της λέω. Ούτε και εγώ, αλλά είναι το ταξίδι που περιμένουμε ρε Αντρέα, Αλινα εσύ τι λες; Το Αλινάκι μου ήθελε πολύ να πάμε.

Μπήκα. Με βάλανε στο πρώτο υπόγειο. Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο και ο Ιταλός ναύτης μου είπε ότι θα μας ανεβάσει από κάτι εσωτερικούς διαδρόμους που πάνε αυτοί. Έβλεπα παντού φρεσκοβαμμένες λαμαρίνες, «γαζώματα» φρεσκοβαμμένα όλα φρεσκοβαμμένα. πολύ μπογιά. Η ωραία η γυναίκα, σχολίαζε τρεις μέρες μετά ο καλός μου ο Χρηστάρας, δε χρειάζεται φτιασίδια. Τη μπαμπόγρια τη φτιάν’ς μπας και την παρ κάνα κορόιδο. Ποιος ξέρει τι έκφραση είχα πάρει και γίνεται έξαλλη η Ελενα.

Αμάν ρε Αντρέα με τρομάζεις σταμάτα το πια ή πάμε να φύγουμε.

Πάμε να φύγουμε της λέω και παραδόξως συμφωνεί αμέσως.

Φτάνουμε στη Reception και τους ανακοινώνω ότι δε θέλω να ταξιδέψω και βρίσκω ως αιτία το ότι δεν με ενημερώσανε για την αλλαγή του πλοίου. Δεν πιάνει όμως. Τότε γιατί ανέβηκες, μου λέει ο Αξιωματικός. Τι να του πω; Ότι όλα μέσα μου φωνάζουν φύγε; Θα γίνω γραφικός. Δεν το αντέχω όμως και όταν μου λέει ότι θα μου δώσει δυο site να γράψω τα παράπονά μου, του απαντώ σχεδόν έξαλλος. Από που θα τα γράψω; Απ’ τον πάτο;

Του πάτησα τον κάλο και αγριεύει.

Πόσα παιδιά έχεις κύριε, με ρωτάει.

Ένα, του απαντώ, εγώ όμως έχω τρία και νομίζεις ότι θέλω να πνιγώ;

Όχι του λέω ξέρω ότι δε θέλεις να πνιγείς αλλά εσύ είσαι υποχρεωμένος να μείνεις μέσα, εμένα είναι ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΟΥ. ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ.

Ζητώ να δω το πλοίαρχο και με οδηγούν στο ύπαρχο κύριο Παύλο ……. (σήμερα άκουσα στις ειδήσεις ότι στο καράβι έκανε ότι μπορούσε για να σώσει κόσμο και τον συγχαίρω γι αυτό. Εύχομαι όση ώρα πάλευε να είχε στο μυαλό του τι στη μικρή μου κόρη και αυτό να του έδινε δύναμη)

Ο κύριος Παύλος με αντιμετώπισε με το γνωστό Ελληνικό υφάκι. Ήρθε ο περίεργος που του μυρίζει η καμπίνα και πρέπει να τον ανεχτώ τον μαλάκα.

Με άκουσε με θυμήθηκε που έχουμε ξαναταξιδέψει μαζί. Είναι γκρινιάρης ο σύζυγος λέει στην Έλενα τον θυμάμαι είχε ξαναδιαμαρτυρηθεί κάποτε. Είπε με ύφος κολητού.

Φωνές, καυγάς, κάποιος κάνει σσστ κοιμόμαστε, αγριεύω και μ’ αυτόν και είπα κάτι Γαλλικό. Κατεβαίνουμε και βγαίνουμε απ’ το πλοίο. Έρχεται και ένας νεαρούλης μουσάτος της ΑΝΕΚ να μου μιλήσει και να μου εξηγήσει ότι έχω άδικο και αυτό που ζητάω δεν μπορεί να γίνει. Μου σπάει τα νεύρα και ακούει και τι δεν ακούει. Είχε ένα υφάκι, expert της NASA και πάνω. Δεν ασχολήθηκα πολύ μαζί του. Βλέπω το αυτοκίνητο του λιμενικού και πηγαίνω προς τα κει. Ένα κοριτσάκι με στολή με ακούει, ξαφνιάζεται, μου λέει ότι αυτή δεν ξέρει τι γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση και πρέπει να καλέσει την αξιωματικό υπηρεσίας. (Τελικά το κοριτσάκι αυτό ήταν η πιο πρόθυμη και η μόνη που έδειχνε ότι κατάλαβε τι ένοιωθα. Ισως.)

Η κυρία λιμενάρχης στο τηλέφωνο με αντιμετωπίζει με το γνωστό δημοσιοϋπαλληλικό τρόπο. Παρακαλώ ο κύριος……

Τέλος πάντων αυτό που ζητάτε δεν γίνεται, αλλά μπορείτε να κάνετε μήνυση στην εταιρεία αλλά να ξέρετε ότι η μήνυση είναι ακριβή. Εδώ τα χάνω και καταλαβαίνω ότι παλεύω το ανίκητο. ΤΗ ΒΛΑΚΕΙΑ.

Δε μπαίνω και απαιτώ να μου βγάλετε το αυτοκίνητο, ουρλιάζω.

Αυτό δε γίνεται κύριος Απαντά ο κύριος Παύλος εκτός αν θες να σου ζητήσω αποζημίωση για τη ζημιά που θα πάθουν τα εμπορεύματα απ’ την καθυστέρηση. Ολοι αυτοί, μου δείχνει τα φορτηγά, θα σου ζητάνε αποζημιώσεις. Και μου σου πω τι είπε σε μένα η Λιμενάρχης. Τι σου είπε ρε μεγάλε τον ρωτάω απορημένος, αφού τώρα μίλαγα μαζί της.

Την πήρα εγώ πριν από σένα, μου απαντά, και μου είπε να σου κάνω μήνυση για παρακώληση συγκοινωνιών.

Εδώ αρχίζω και φοβάμαι ότι δεν υπάρχει τρόπος να γίνει το δικό μου.

Το τελευταίο όπλο.

Καλά φύγετε, του λέω, αλλά να δω πως θα βγάλεις τα άλλα αυτοκίνητα που τα έχω κλείσει, γιατί κλειδί εγώ δεν δίνω.

Σιγά το πρόβλημα, μου λέει, στην Αγκόνα θα το πάρει γερανός και θα το πετάξει έξω.

Μείνε στο λιμάνι.

Έχασα.

Μπήκα μέσα.

Επεισόδιο δεύτερο: Η CHRISTINE ΞΥΠΝΑΕΙ

(Για τους μικρότερους, ψάξτε για ένα film του 80 με τίτλο CHRISTINE και θα καταλάβετε)

Δυο ώρες περίπου τους πάλευα. Με είχαν χεσμένο εξ’ αρχής.

Μπαίνοντας στο πλοίο πάλι, τα φορτηγά είναι τόσο σφηνωμένα που αδυνατούμε να βρούμε τρόπο να περάσουμε. Για να φτάσω στην πόρτα, το στήθος μου σερνόταν στον τοίχο και η πλάτη μου ξεσκόνιζε ένα φορτηγό. Χάλια έγινα, λέω στην Ελενα, εγώ δεν πήρα μπουφάν μου απαντάει, το άφησα στο αυτοκίνητο.

Η καμπίνα ένα χάλι και μισό. Σαν κάτι θυρωρεία σε ταινίες του 60. Έχουμε όμως χάσει και δε μας παίρνει για τίποτε.

Θα έχει κύμα; Ρωτάει με αγωνία η Ελενα την κοπέλα που μας συνόδεψε μέχρι την καμπίνα. Τώρα να μη σας πω και ψέματα, απαντά, λίγο θα κουνήσει μέσα, αλλά μη φοβάστε είναι πολύ γερό. Αυτό φτιάχτηκε για το Βόρειο Ατλαντικό αντέχει.

Για κάποιο Ριο Αντίρριο του Βορείου Ατλαντικού, σκέφτομαι, Ηγουμενίτσα Αγκόνα ……. Θα δούμε.

Απ’ το σφίξιμο που νοιώθουμε πέφτουμε να κοιμηθούμε και οι τρεις στην ίδια κουκέτα. Αδύνατον.

Ελάτε παιδιά ο καθένας στο κρεβάτι του, λέω, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να είμαστε πτώματα αύριο. (Παραλίγο)

Εγώ κοιμάμαι κάτω η Αλίνα κάτω και η Ελενα στην πάνω κουκέτα.

Είμαστε στ’ ανοιχτά και με ξυπνάει ένας ενοχλητικός θόρυβος. Το καράβι κουνάει, λίγο, και κάτι σα μεταλλικό κουτί στην πάνω από τη δική μας καμπίνα είναι στο πάτωμα και χτυπάει μια από δω μια από κει. Χρρρρρρ ντουκ Χρρρρρρρ ντουκ, την τύχη μου μέσα. Πάει ο ύπνος. Τα καταφέρνω ξανακοιμάμαι. Κάποια στιγμή ακούω την Ελενα να μου λέει, Αντρέα φοβάμαι θα κατέβω να κοιμηθούμε μαζί. Ξανακοιμάμαι. Αντρέα κρυώνω, μου λέει κάποια στιγμή, θα σηκωθώ να βάλω και δεύτερο θερμοεσώρουχο (Σωτήριο) Η ώρα πρέπει να είναι 4 και μισή. Ξανακοιμόμαστε. Όμως απ’ τις ομιλίες έχει ξυπνήσει και η Αλίνα. Δεν περνάνε μερικά λεπτά και η Αλίνα λέει δυνατά ψιθυριστά, μπαμπά είδα φωτιά στο παράθυρο.

Κοιμήσου αγάπη μου, της απαντώ, κάποιος κεραυνός θα ήταν, τι φωτιά αποκλείεται.

Ναι ρε Αντρέα μου λέει η Έλενα, κάτι μυρίζει. Ακούω ότι ενεργοποιείται το μεγάφωνο του δωματίου και μια αγωνιώδης κοφτή πρόταση ακούγετε ΣΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ. Ανάβω το φωτάκι του κρεβατιού, βλέπω καπνό στο δωμάτιο. Κοιτάζω στο παράθυρο και βλέπω τη φωτιά που είδε η Αλίνα. Κάτω και λίγο πιο πίσω.

Την αρπάζω απ’ τους ώμους και την ταρακουνάω. Όχι τώρα, Λενιώ όχι τώρα σε παρακαλώ πρέπει να σώσουμε την Αλίνα. Σηκώνεται. Η Αλίνα είναι πίσω μας και φωνάζει μαμά μαμά. Γυρίζουμε στη καμπίνα. Λέω στην Αλίνα να ντυθεί όσο μπορεί πιο γρήγορα. Ντυνόμαστε και εμείς. Το δωμάτιο έχει γεμίσει ασφυκτικά με καπνούς. Δεν μπορώ να βρω τα παπούτσια μου ούτε η Αλίνα τα δικά της. Μένουμε με τις χαριτωμένες παντοφλίτσες του ΙΚΕΑ που είχαμε αγοράσει το πρωί. Αρπάζω ένα φάκελο που είχα πάνω στο τραπέζι γιατί είχα το τηλέφωνο μέσα. Πάνω στο φάκελο ήταν και τα γαλιά μου και τα πήρα κι’ αυτά. Βγαίνουμε πάλι στο διάδρομο τρέχοντας προς τα Deck. Ακούγονται από κάτω μας κάτι σα δυνατά χτυπήματα. Τι χτυπάει, ρωτάω. Δε χτυπάει ρε φίλε, σκάνε κάτω τα φορτηγά, δεν ακούς, μου λέει ένας που πέρναγε τρέχοντας δίπλα μας, τρέξτε έξω.

Τρέξαμε και βγήκαμε έξω. Αρκετός κόσμος. Βιασύνη αλλά όχι πανικός. 9 με 10 μποφώρ. Η φωτιά είναι τεράστια και φλόγες αναπηδούν απ’ τα πλάγια του πλοίου απ΄το κάτω γκαράζ.

Καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και ανοίγει την πόρτα. Στο διάδρομο σαστισμένες φιγούρες μέσα σε καπνό. Παιδιά τι καίγεται ρωτάει μια γυναίκα. Φωτιά φωνάζει κάποιος. Αντρέα μου καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και καταρρέει στο διάδρομο.

Η Ελενα προχωράει μπροστά η Αλίνα στη μέση και εγώ πίσω. Κολλητά. Η Αλίνα είναι απίστευτα ψύχραιμη. Στο μυαλό μου έχει κολλήσει η σκέψη, ακολούθα τις οδηγίες και μη πανικοβληθείς.

ΠΛΗΡΩΜΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΕΙ. ΟΔΗΓΙΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ.

Ψάχνουμε για σωσίβια. Βλέπω ότι τα παίρνουν από ένα μεγάλο άσπρο κουτί. Τρέχουμε εκεί. Είναι κάποιος μέσα και χωρίς να τον ρωτήσω μου δίνει ένα. Άλλο ένα και ένα παιδικό του λέω. Σκύβει ψάχνει και βρίσκει το παιδικό. Είσαι πλήρωμα τον ρωτάω, τι κάνουμε τώρα; Επιβάτης είμαι μου απαντάει πηδώντας απ’ το κουτί.

Πώς τα βάζουμε τα σωσίβια; Εδώ βλέπω κάποιον που ήταν πλήρωμα. Ο πρώτος που είδα. Πως το δένουμε, του λέω, δέσε της κόρης μου και της γυναίκας μου σε παρακαλώ. Μας τα έδεσε. Τώρα τι κάνουμε; Απ΄ το μυαλό μου, η ιδέα της εγκατάλειψης του πλοίου, ακόμη δεν είναι αποδεκτή. Η λαμαρίνα είναι πολύ ζεστή και ξαφνικά βλέπω δίπλα μου μια μικρή κόκκινη κουκίδα, καταλαβαίνω τι είναι, ανοίγω το βήμα σπρώχνοντας την Αλίνα. Η παντόφλες κολλάνε στο πάτωμα και σε κάθε βήμα νοιώθω ότι θα μου φύγουν. Η μικρή κόκκινη κουκίδα σε δευτερόλεπτα έγινε ασπροκόκκινος κύκλος και άνοιξε. Η λαμαρίνα έλειωνε. Έλειωνε παντού.

Τότε η Ελενα μεταμορφώνεται. Τόση ώρα άκουγα κάτι μουρμουρητά, κρίμα, γιατί ρε γαμώτο, ως εδώ ήταν, το Αλινάκι μου τι φταίει …. και ξαφνικά γίνεται θηρίο. The eye of tiger το ξέρετε; Πάμε φύγουμε μου λέει. Όχι ρε Έλενα της λέω, γιατί ξέρω πόσοι χάνονται τη στιγμή που προσπαθούν να μπουν στη βάρκα. Πάμε να φύγουμε Αντρέα μου ουρλιάζει αγριεμένη. Έχει δει τη σωσίβια λέμβο και πάει προς τα κεί. Όμως εγώ δεν έχω δει πλήρωμα εκεί και ξέρω ότι δεν έχει κάγκελα και είναι το χάος μετά. Πηδάει το πρώτο κάγκελο και κατευθύνεται στη λέμβο. Λενιώ πρόσεχε το κενό πρόσεχε, ουρλιάζω. Στη λέμβο γίνεται χαμός. Τη έχουν σηκώσει την έχουν βάλει σε θέση πτώσης και αιωρείται. Κόσμος είναι ήδη μέσα, κόσμος προσπαθεί να μπει μέσα. Καταφέρνει να μπει μέσα. Έχουμε περάσει και εμείς το κάγκελο και κρατάω κόντρα στα βήματά μου για να μη με σπρώξουν και πέσουμε στο κενό. Μόλις η Έλενα μπήκε στη λέμβο γυρνάει και φωνάζει, Αντρέα την Αλίνα δώς μου την Αλίνα.. Διστάζω γιατί πρέπει να τη σηκώσω πάνω απ΄το κενό. Ξέρω ότι δεν μπορώ να την κρατήσω πολύ ώρα έτσι, αν δεν την αρπάξει αμέσως. Και η Έλενα δεν φτάνει να έρθει πιο κοντά. Δεν το κάνω. Δεν τη δίνω. Ουρλιάζει, την κόρη μου την κόρη μου. Το αποφασίζω, τη σηκώνω και την κρατάω στο κενό. Τότε γυρίζει ένας γεροδεμένος άντρας την αρπάζει και την τραβάει μέσα. Όλα είναι πιο εύκολα τώρα. Η Λέμβος ταλαντώνεται και πέφτει. Όμως ένα μέτρο πιο κάτω μπλοκάρει, μένει κρεμασμένη και αιωρείται. Αυτό ήταν. Αρκεί να πιαστώ απ’ το σίδερο πού σημάδευα και να περάσουν τα πόδια μου μέσα. Όρμησα. Το έπιασα το σίδερο (αλλά κουτούλησα και σπάσαν τα γυαλιά μου) πέρασα μέσα. Είμαστε όλοι μαζί. Σωθήκαμε!

Τα δύσκολα πέρασαν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

Επεισόδιο τρίτο: ΚΑΡΑΒΙ ΕΝΑ.

ΑΠ’ ΤΟ ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ, ΣΤΟ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΦΥΛΑ ΜΑΣ!

Είμαι μέσα. Πετάω τα σπασμένα γυαλιά μου. Όσοι φοράνε γυαλιά καταλαβαίνουν την απελπισία μου. Θα το ζήσω με την τύφλα μου..

Η βάρκα μέσα είναι ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΕΙΑ. Η κατασκευή της είναι τέτοια, με τα διαδρομάκια και τα καθίσματα, που όλοι μπλοκαρίστηκαν στον πρώτο διάδρομο. Σφήνωσαν οι κνήμες και οι φτέρνες και κανένας δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Και έφραξε η πρόσβαση στο εσωτερικό της. Η ανορθόδοξη είσοδός μου στη λέμβο με έσωσε απ’ το μπλοκάρισμα. Η Έλενα όμως ούρλιαζε, τα πόδια μου τα πόδια μου, και δίπλα το Αλινάκι μου ούρλιαζε, σάντουιτς ανάμεσα στην Έλενα και ένα τεράστιο άνδρα που προσπαθούσε ο δόλιος να σωθεί, αλλά και να μη τις λειώσει. Τράβηξα κοντά μου την Αλίνα. Ένοιωσα σα να την ξεκόλλησα. Κοιτώντας χαμηλά στα πόδια της για να βεβαιωθώ ότι είναι εντάξει, είδα το Ράφι (Ραφαήλ) ένα μικρό αγοράκι τεσσάρων ετών, πεσμένο σ’ αυτόν τον καταραμένο διάδρομο και να τον πατούν. Ήταν τυχερός γιατί το τεράστιο σωσίβιό του τον προστάτευσε. Τον άρπαξα και αυτόν και τον πέταξα στα καθίσματα. Καμιά σκέψη, χωρίς λόγια, μια κίνηση μόνο. Και τον ξέχασα.

Τον ξαναείδα αργότερα στην αγκαλιά της Αλεξάνδρας μαζί με τον αδελφό του.

Η Έλενα, γυάλιζε το μάτι της είπαμε, σπρώχνει τον άνδρα με δύναμη απεγκλωβίζεται και καταφέρνουν και οι δυο να κάνουν το επόμενο βήμα στον επόμενο διάδρομο. Ο ένας πάνω απ’ τον άλλο με κάθε τρόπο καταφέρνουμε να απλωθούμε σ’ όλη τη λέμβο. (η δημοσιογράφος, αργότερα, με ρώτησε: πείτε μου τι γινόταν μέσα στη βάρκα, ουρλιάζανε κλαίγανε..) Απόλυτη σιγή. Κάποια βογγητά πόνου, παιδικά ονόματα, Νίκο, Κορίννα, Ράφι, Αλίνα, Ρόμι και η απάντηση που επιβεβαίωνε ότι είναι καλά.

Η βάρκα όμως είναι κολλημένη. Οι καπνοί έχουν πνίξει τα πάντα. Μέσα στη βάρκα είναι πολύ δύσκολο να αναπνεύσεις. Αυτό που αναπνέω μου προκαλεί έναν απίστευτο σπασμό στο στομάχι και ξερνάω. Ξερνάω ασταμάτητα. Ξερνάνε κι’ άλλοι, ξερνάνε όλοι. Συνέχεια. Γιατί δεν πέφτουμε, φωνάζει κάποιος. Ακούω Ιταλικά που είναι μάλλον εντολές κάποιου απ’ το πλήρωμα προς κάποιον άλλο. Έχουμε τουλάχιστον δυο ναυτικούς σκέφτομαι, ενώ είμαι γονατισμένος στα τέσσερα και ξερνάω για χιλιοστή φορά. Ξέρω ότι αυτό που μου συμβαίνει δεν είναι ναυτία και ανησυχώ πολύ. Αν έχω δηλητηριαστεί ποιος θα τις φροντίσει. Και συνεχίζω να ξερνάω. Μπαμπά είσαι καλά, φωνάζει έντρομη η Αλίνα μόλις με είδε να γονατίζω. Μου φώναζε συνέχεια και εγώ να μη μπορώ να σηκώσω ούτε το δαχτυλάκι μου απ’ το ξέρασμα. Μόνο το μυαλό μου και το στομάχι μου υπερλειτουργούσαν και όχι μ’ αυτή τη σειρά. Κάποια στιγμή κατάφερα να σηκώσω το αριστερό μου χέρι και να της κάνω τη γνωστή κίνηση με τον υψωμένο αντίχειρα. Μαμά καλά είναι, φώναξε και σταμάτησε. Ο Ιταλός συνεχίζει να φωνάζει. Κάτι για ανεμόσκαλα ακούω κάποιος ανεβαίνει ή κατεβαίνει στη βάρκα. Στις Ιταλικές φωνές προστίθενται και Ελληνικές. Είναι οδηγίες στα Ελληνικά. Λύσε το …. στρίψε το …. ναυτικοί όροι που δεν κατανοώ. Έχουμε και Έλληνα πλήρωμα σκέφτηκα. Ακόμα καλύτερα. Ήταν ο Γιώργης απ’ τους Αγίους Σαράντα (και ένας αυτός σαρανταένας). Πλήρωμα. Είχε κατέβει στη λέμβο για να τη λύσει. Και την έλυσε. Και σκάσαμε στο νερό. Νόμισα ότι σπάσανε όλα τα κόκαλά μου. Δεν γίνεται άλλο με το ξέρασμα είπα και σήκωσα το κορμί μου φωνάζοντας και ξερνώντας ταυτόχρονα. Αλίνα Έλενα. Καλά είμαι, μου απαντά η Έλενα και ξερνάει. Μπαμπά έκανα εμετό, κλαψουρίζει το Αλινάκι. Δε μπορώ να μιλήσω και της χαϊδεύω τα μαλλιά. Πάμε να φύγουμε.., πάρτε τη βάρκα από δω.., θα σκάσουμε.., θα πνιγούμε απ’ τους καπνούς… . ανοίχτε τις τέντες… Τώρα ναι ουρλιάζουν αρκετοί. Η Ελενα ανοίγει κάτι σαν παράθυρο δίπλα και πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τη βοηθάει ο Genaio. Ιταλός, πλήρωμα. Μπαίνει δυνατός αέρας, με χτυπά στο πρόσωπο και νοιώθω καλύτερα. Νοιώθω ανακούφιση γιατί φεύγουμε. Τότε, απ’ το παράθυρο που μπήκε ο αέρας, σήκωσα το κινητό μου και τράβηξα το videaki που είδατε. Η μηχανή της λέμβου ανάβει. Ξεκινάει. Ημασταν, έμαθα αργότερα, καμιά πενηνταριά πάνω κάτω. Μόλις απομακρυνόμαστε απ’ το πλοίο, καταλαβαίνω ότι τόση ώρα μας έκοβε τον αέρα με τον όγκο του. Γι’ αυτό μπορέσαμε να μετακινηθούμε να καθίσουμε, να βγάλω video….. Και άρχισε.

Τα 10 μποφώρ ήταν αλλιώς πάνω στο σιδερένιο κολαστήρι κι αλλιώς στην πλαστική λέμβο. Τόχετε δεί στο σινεμά ε; Το είχα δει και εγώ. Καμιά σχέση!!!

Δεκαπέντε μέτρα πάνω, γύρισμα η μύτη, βουτιά σχεδόν ελεύθερη πτώση. Σκάσιμο. Αντε πάλι απ’ την αρχή. Νερά από παντού. Η βροχή δυναμώνει, αστραπές, αέρας πολύ αέρας. Κύματα, που μια φορά που τόλμησα μέσα στο σκοτάδι να τα κοιτάξω κατάματα, ένοιωσα το μεγαλύτερο φόβο της ζωής μου. Κάποιοι που με ξέρετε θα ξέρετε ότι η θάλασσα ήταν ο εφιάλτης μου από παιδί. Και τον ζούσα. Δεν ξανακοίταξα. Κλείσαμε ότι άνοιγμα ήταν ανοιχτό. Το παράθυρο δεν έκλεινε και όταν ξεσκάλωσε έπιασε το χέρι του Genaio και παραλίγο να του το κόψει. Πιαστήκαμε σφιχτά ο ένας με τον άλλο. Σιωπή. Μόνο ο Genaio βόγκαγε ματωμένος και οι Ιταλοί και ο Γιώργης κάτι λέγαν. Στα ναυτικά.

Και τότε αρχίζει το ξέρασμα 2.

Αυτή τη φορά από ναυτία. Και τι να βγάλεις; Πόνος ατελείωτος. Κάποια στιγμή ο σπασμός του εμετού έμεινε πάνω από ένα λεπτό και νόμισα ότι θα πάθω ασφυξία. Ξερνούσαμε ο ένας πάνω στο άλλο και δεν λέγαμε τίποτα. Καθόμουνα στο μεσαίο διάζωμα θέσεων είχα την Αλίνα δεξιά μου και μετά η Έλενα. Σφιχτά. Απέναντί μου ήταν η Ράνια.Ξυπόλυτη. Κράταγε σφικτά την κορούλα της την Κορίννα. Δίπλα της ο Σπύρος ο άνδρας της κρατούσε το γιό τους το Νικόλα. Ο Σπύρος ήταν ακίνητος με κλειστά τα μάτια, σα να μην ελέγχει το κεφάλι του που κρέμονταν απ’ τον λαιμό του. Είχα πάθει υποκαλιαιμία, μου εξήγησε μετά (ο Σπύρος και Ράνια είναι γιατροί) και προκαλεί μυϊκή απόλυτη αδυναμία. Καλέ μου Σπύρο μόνο η λέξη μου έλλειπε το υπόλοιπο το ήξερα.

Ο Ιταλός έψαχνε κάτι σε κάτι μπαούλα. Ήταν νερό, σε σακουλάκια. Εφτασε ένα στα χέρια μου αλλά στάθηκε αδύνατο να το ανοίξω. Είδα ένα μισοάδειο στο πάτωμα και ήπια. Άρχισα να στυλώνομαι. Η Έλενα δεν ξέρω αν ήπιε η Αλίνα δεν ήθελε.

Αρχισε να ξημερώνει. Μάλλον ο Ιταλός είδε ένα καράβι και πήγαινε σφαίρα κατά πάνω του. Έτσι ήτανε. Το είδα και εγώ. Η Έλενα σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.

Φωνές, ουρλιαχτά, βοήθεια Help, aiuto, Η Αλίνα σηκώθηκε κι αυτή και φώναζε κι αυτή στα ελληνικά στα αγγλικά στα ιταλικά. Ότι άκουγε προσπαθούσε να το φωνάξει. Και πλευρίζουμε το πλοίο. Φόρα είχαμε, κύμα είχε, ο Ιταλός τρελάθηκε, και το κάρφωσε το βαρκάκι στα πλευρά του πλοίου. Άκουσε και τι δεν άκουσε απ’ το Γιώργη το δικό μας.

Ένα container ήταν το πλοίο, με λίγο φορτίο άρα με μικρό βύθισμα. Ουρανοξύστης μου φάνηκε στο ύψος. Χάος. Αλλά σωθήκαμε. Σωθήκαμε;

Η μηχανή με το τράκο έσβησε και ποτέ δεν ξαναλειτούργησε. Η βάρκα ακυβέρνητη. Πετάνε σχοινιά. Ο Γιώργης δίνει μάχη να τα δέσει. Το ίδιο και ο άλλος Ιταλός ο Francesco και κάποιοι επιβάτες. Μάχη. Γιατί δεν έχουμε μηχανή και πώς να σταθείς δίπλα στο πλοίο.

Τότε κατέρριψα το ρεκόρ φόβου που είχα από λίγες ώρες πριν.

Το κύμα μας σήκωσε στο Θεό και μας έσκασε πάνω στο σιδερένιο τοίχο. Τιναχτήκαμε απ’ τις θέσεις μας. Έχασα την Αλίνα. Τα πόδια μου τσακίστηκαν στο διάζωμα των καθισμάτων. Η Έλενα χτύπησε το κεφάλι της σε ένα σίδερο γιατί έπεσε με ορμή κάποιος πάνω της. Και πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι έγινε, πάλι δεκαπέντε μέτρα πάνω, κι άλλο σκάσιμο στον τοίχο.

Σε κάθε χτύπημα το βαρκάκι να σπάει, να ανοίγει και να μπάζει νερά.

Εδώ αναλαμβάνει η Ράνια. Μιλάει Αγγλικά και Ιταλικά. Αρκετές φορές μετέφρασε αυτά που μας έλεγε ο Ιταλός. Τώρα όμως ανέλαβε για τα καλά. Όρθια, ξυπόλητη, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δικούς μας Ιταλούς, στο Γιώργη και στο πλήρωμα του πλοίου που καταλαβαίνουν (;) Αγγλικά. Νάσαι καλά κοριτσάρα μου!!! Οι γυναίκες έχουν αναλάβει!

Το πλοίο αφήνει μια ανεμόσκαλα. Όσοι μπορούν να σταθούν βοηθάνε. Πιάνουνε την ανεμόσκαλα, τη χάνουμε, σκάμε πάνω στο πλοίο. Αυτό να γίνεται συνέχεια. Οι κάβοι σπάνε κάτι χτυπάει το Γιώργο και του ανοίγει το κεφάλι. Όλη την ώρα είναι με το μισό κορμί έξω απ’ τη βάρκα δίνει οδηγίες, τραβάει σχοινιά, αφήνει σχοινιά. Κάποια στιγμή το πλοίο παίρνει τέτοια θέση που κόβει τον καιρό. Η ανεμόσκαλα μένει για κάποια δευτερόλεπτα στα χέρια μας και φεύγει ο πρώτος. EΙΝΑΙ Ο ΙΤΑΛΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΤΗ ΒΑΡΚΑ. Γι’ αυτό βιαζόταν.

Δεύτερος φεύγει ένας Έλληνας. Αργότερα έμαθα ότι ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΛΗΡΩΜΑ. Όχι ο Γιώργης, αυτός είναι εδώ και ματώνει!!! Τον ξέρουμε ποιος είναι. Θα περιμένω να δω τι θα πει και μετά θα πράξουμε. Γιατί όσο ανεπίτρεπτο κι’ αν είναι να σε εγκαταλείπουν αυτοί που μπορούν, στο βάθος καταλαβαίνω την ανάγκη να σωθεί και να δει τα παιδιά του. ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ.

Οι εκπαιδευμένοι λάκισαν. Ήρθε η ώρα να φύγει κάποιος από εμάς.

Το σφυροκόπημα συνεχίζεται. Σκάμε πάνω στο πλοίο. Τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μένουμε εκεί, πρέπει να πιάσεις την ανεμόσκαλα και να ανέβεις τουλάχιστον πέντε σκαλοπάτια. Αν αργήσεις, σε βρίσκει η βάρκα και σε λειώνει πάνω στο πλοίο. Κάποιος αποφασίζει να το κάνει. Δεν μπορεί. Άργησε. Βρέθηκε ανάμεσα. Δεν τον ξαναείδαμε.

Προσπαθεί ένας ακόμη. Τα καταφέρνει! Νομίζω και ένας τρίτος. Χάνεται ο τέταρτος.

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ. Η Αλίνα μου με σφίγγει.

Εγώ έχω παγώσει! Εδώ νοιώθω τον υπέρτατο φόβο όταν συνειδητοποιώ ότι αυτό που φαινόταν σωτηρία, το πλοίο, μπορεί να είναι ο τάφος μας. ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑ. ΟΥΤΕ ΜΟΝΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑΤΟ ΚΑΝΩ. ΑΝ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΕΘΑΝΑΜΕ.

Ηταν η πρώτη απ’ τις δυο φορές που σκέφτηκα το θάνατο. Απ’ την πρώτη στιγμή κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι θα τα καταφέρουμε. Ηταν η πρώτη φορά που έχασα επαφή μαζί του.

Το πλοίο ξαναγύρισε, ο καιρός μας ξανάπιασε στο μέγιστο, τα χτυπήματα στο πλοίο διέλυαν πλέον εμφανώς τη βάρκα. Ο Γιώργος βγάζει ένα σουγιά και κόβει τα σχοινιά που μας δένανε στο πλοίο. Φεύγουμε μακριά απ’ αυτό που νομίσαμε ότι θα μας σώσει. Και ενώ τόση ώρα δεν έβρεχε, μόνο φυσούσε, ξεσπά μπόρα.

Επεισόδιο τέταρτο: TΩΡΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΦΟΒΑΜΑΙ!

Πάει το πλοίο. Σε μερικά λεπτά το χάσαμε. Τώρα ξέρουμε. Δεν είναι το δύσκολο να βρεις το πλοίο. Το δύσκολο είναι να ανέβεις σε πλοίο από ακυβέρνητη βάρκα.

Τώρα έχουμε εμπειρία. Η βροχή λιγοστεύει και σχεδόν δεν τη νοιώθουμε. Έκανε κάτι τέτοια ο καιρός. Σαν να έπαιζε κάποιος φλιπεράκι. Κάπου κάπου μας ηρεμούσε για λίγα λεπτά, φτερούγιζε η καρδία μας και ξαφνικά πατούσε το κουμπάκι κι άρχιζε το σφυροκόπημα.

Μια τέτοια ανάπαυλα είναι και τώρα. Δεν μιλάμε πολύ. Λίγα λόγια. Είσαι καλά.., σ’ αγαπώ.., μη φοβάσαι.., κρυώνεις… Κρυώνω πολύ μου λέει η Αλίνα. Αντρέα έχω παγώσει λέει η Έλενα δεν αντέχω άλλο! Τις τρίβω με μανία. Στην πλάτη στα χέρια όπου και όπως μπορώ. Η Αλίνα μου φοράει τα παντοφλάκια της, εγώ φοράω το παντοφλάκι μου. Με δυο παντόφλες μπήκα στη βάρκα, σε κάποιο τράκο έχασα τη μία. Η Ράνια απέναντι αρχίζει να τουρτουρίζει. Βάλε τις πατούσες σου ανάμεσα στα πόδια μου, της λέω. Φορούσα κοτλέ παντελόνι. Σφίγγω με δύναμη τις πατούσες της ανάμεσα στις κνήμες μου και αμέσως καταλαβαίνω τη διαφορά θερμοκρασίας.

Ήταν ξύλο τα πόδια της. Έσφιγγε την Κορρίνα ρωτούσε το Σπύρο και τον Νικόλα πως είναι. Όλοι αγκαλιασμένοι. Δεν κοιτούσα αλλού. Μόνο τους ανθρώπους που είχα γύρω μου. Η Ελενα κρύωνε πολύ. Την τύλιξα με ένα δεύτερο σωσίβιο και κάλυψα μερικά σημεία του κορμιού της. Ηταν το πρώτο ταξίδι που δεν πήρα βαρύ ζεστό μπουφάν. Ελενα της είχα πει, φέτος θα πάρω ένα ελαφρύ υφασμάτινο μπουφάν και άλλο ένα αμάνικο με πούπουλα. Αν θα έχει κρύο θα τα φοράω και τα δυο αν δεν θάχει θα φοράω το ένα. Μόνο που τώρα φόραγα το ελαφρύ κι μια θερμοφανέλα.

Να βγάλω το σακάκι; Δεν θ’ αντέξω. Ναι έκανα τέτοιες σκέψεις! Μετρούσα τι ρούχα φόραγαν τα κορίτσια μου. Η Αλίνα μου ήταν μάλλον εντάξει. Κάτι παράξενο.

Τα παντοφλάκια μούσκεμα κι όμως κρατούσαν θερμότητα. Το ήξερα, γιατί η διαφορά θερμοκρασίας στα δυο πέλματά μου ήταν σημαντικά διαφορετική. Την Ελενα την έσωζε το δεύτερο θερμοεσώρουχο και η αδιάβροχη επένδυση του πουλόβερ που φορούσε. Κρύωσε μόλις κάθισε. Ήξερα ότι όταν θα ξαναγρίευε θα ξεχνούσε το κρύο. Η προσευχές της Ράνιας ακούγονται πια δυνατά. Με ανακουφίζουν.

Ανάπαυλα τέλος. Βροχή ξαφνική και δυνατός αέρας. Μπουρίνι. Κι’ άλλο πλοίο φαίνεται. Μας είδε; Φωνές, κραυγές, η σκηνή ξαναστήνεται.

Ο Francesco και ο Γιώργος παλεύουν με τα σχοινιά. Η Ράνια πάλι ο ενδιάμεσος κρίκος. Η Ελενα φωνάζει για βοήθεια το ίδιο και η Αλίνα. Φωνάζουν κι’ άλλοι. Εγώ κρατάω την Αλίνα. Και αρχίζει το σφυροκόπημα. Τώρα όμως ξέρουμε. Τώρα το βαρκάκι είναι ήδη σπασμένο και ξέρουμε τι θα ακολουθήσει. Κάθε φορά που κατευθυνόμαστε με ορμή πάνω στο πλοίο κάποιος φωνάζει δυνατά Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ ΚΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΣΚΟΡΠΑ. Και τσακιζόμαστε. Και ξαναπιάνουμε τη σκάλα. Τώρα ο πρώτος που φεύγει ξέρει και τα καταφέρνει. Ο δεύτερος, ένας Ιερέας ,όχι όμως Έλληνας, Βούλγαρος μάλλον είπαν, αποφασίζει να ανέβει. Είναι εύσωμος. Πολύ. Έχουμε βρει συντονισμό. Ο Γιώργος παρακολουθεί το κύμα. Άμα έρχεται μεγάλο, φωνάζει όχι όχι και αφηνόμαστε. Και τσακιζόμαστε.

Όταν έρχεται μικρό φωνάζει, τώρα τώρα, ο Francesco και δυο ακόμη, πιάνουν την ανεμόσκαλα και πρέπει να φύγεις γρήγορα. Κάθε φορά που προσπαθεί κάποιος είμαστε όλοι βουβοί. Ο Ιερέας πιάνει την ανεμόσκαλα, ο Γιώργης του λέει τώρα, ο Ιερέας διστάζει, φύγε, του φωνάζουν, φύγε, ο Ιερέας ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι και μένει εκεί. Η βάρκα μας σηκώνεται απ’ το επόμενο μεγάλο κύμα και σκάει πάνω στο πλοίο. Στην ανεμόσκαλα δεν είναι κανείς. Κι όμως η διαδικασία συνεχίζεται. Χωρίς λεπτό χαμένο (Αυτό ήταν ήταν σοκαριστικό για όλους. Το ότι δε νοιώθαμε τίποτα. Ο επόμενος). Η επόμενη ήταν μια κυρία. Η πρώτη γυναίκα που θα προσπαθούσε. Δυο προσπάθειες έκανε. Στην πρώτη δεν μπορούσε γιατί την εμπόδιζε το σωσίβιο. Στη δεύτερη τη βλέπω να το βγάζει. Πιάνω το κεφαλάκι της Αλίνας και το χαμηλώνω. Κλείνω και εγώ τα μάτια. Μπράβο μπράβο, ανέβα, της φωνάζουν. Σπάει ο πίσω κάβος και ο Γιώργης ορμάει να κόψει και τον μπροστά. Η βάρκα απομακρύνεται αλλά ο μπροστινός κάβος δεν κόβεται με το σουγιά. Η γυναίκα φαίνεται μπροστά μας πάνω στην ανεμόσκαλα. Δεύτερο, τρίτο, τέταρτο σκαλί και γλιστράει. Χάνεται στη θάλασσα κάτω απ’ το πλοίο. Κάποιος πετάει ένα σωσίβιο προς το σημείο που χάθηκε. Εμείς είμαστε δεμένοι με τον κάβο και ο Γιώργης ουρλιάζει προς το πλήρωμα για να μας ελευθερώσουν αυτοί από πάνω. TΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΏΣΕΙ ΟΛΟΥΣ. ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΗ ΠΡΥΜΝΗ. ΚΟΨΤΟ, ΑΣΤΟ ΟΥΡΛΙΑΖΑΜΕ ΟΛΟΙ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ. Tο κόβουν και ελευθερωνόμαστε.

Η φορά μας όμως είναι προς την πρύμνη. Αδέλφια μας σκότωσε, μας σκότωσε λέει ο Γιώργος. Ο Francesco πάγωσε και κοιτούσε. Αδέλφια αυτό ήταν, μας σκότωσε λέει άλλη μια φορά ο Γιώργος. ΜΠΑΜΠΑ ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ φωνάζει η Αλίνα. Και παγώνουμε όλοι. Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου και φωνάζω μ’ όση δύναμη έχω. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΑΛΙΝΑ ΜΟΥ. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ. To έλεγα στην Αλίνα, αλλά έκανε καλό σ’ όλους μου είπαν μετά. Και τότε σήκωσα πάλι το κεφάλι.

Από πάνω μας ήταν η πρύμνη του πλοίου. Ψηλά και συνέχιζε να ανεβαίνει με το κύμα. Μπροστά μας η προπέλα. Και η πρύμνη θα πέσει. Και πέφτει. Η δεύτερη φορά που ο θάνατος πλημμύρισε τα πάντα μέσα μου. Απόλυτος τρόμος.

ΕΝΑ ΑΠΟΝΕΡΟ, ΕΙΠΑΝ, ΑΠ’ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΠΛΟΙΟ. ΕΝΑ ΚΥΜΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΕΚΕΙ. ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ.

Κάτι μας έσπρωξε την τελευταία στιγμή. Και το θηρίο σκάει πίσω μας και μας εκσφενδονίζει είκοσι μέτρα μακριά του. Δεν σας θέλω είπε. Σωθήκαμε; Ο Γιώργης αλαφιασμένος τρέχει να μαζέψει τον κάβο που σέρνεται πίσω μας και σε λίγο θα περάσει απ’ την προπέλα. αν το αρπάξει χαθήκαμε. Ο Αι Γιώργης μας όμως ήταν γρήγορος. Με πήρε η κόρη μου στο τηλέφωνο, μου έλεγε αργότερα, και μου λέει, γιατί μπαμπά έφυγες απ’ το πλοίο, τα κανάλια λένε ότι το πλήρωμα παράτησε τον κόσμο. Να μου δώσεις Γιώργο μου την κόρη σου, να της πω εγώ τι έκανε ο μπαμπάς της, του απάντησα και του φίλησα το σπασμένο κεφάλι.

Πάλι μόνοι, με τα κύματα και τη βροχή. Ο καιρός είναι λίγο καλύτερος. Δεν έχει εκείνη τη μανία. Όλοι σιωπηροί. Παίρνουμε πάλι τις γνωστές θέσεις μας. Είμαστε καταπονημένοι αλλά εγώ νοιώθω ότι αφού βγήκαμε απ’ αυτό, δεν γίνεται να χαθούμε. Το σκάφος αυτό δε βουλιάζει με τίποτα τους είπα. Ας τα κλείσουμε όλα και να περιμένουμε. Δε βουλιάζει με τίποτα. Χωρίς ρωγμές όμως.

Μείναμε για λίγο σιωπηροί. Τότε είδα την Αλεξάνδρα. Άκουγα άλλη μια γυναικεία φωνή εκτός της Ράνιας και της Έλενας. Μια σταθερή σχεδόν αυστηρή φωνή. Μετέφραζε και αυτή Ιταλικά Αγγλικά. Αλλά τώρα την είδα. Το κινητό της έπιανε και άρχισε να καλεί. Άκουγα που επικοινωνούσε με κάποιους στις ανάπαυλες που λέγαμε. Μόνο το δικό της τηλέφωνο είχε σήμα. Και της Ράνιας που και που. Ήταν Ιταλική η σύνδεση, έμαθα αργότερα. Η Αλεξάνδρα μετέδιδε σιγουριά. Κάθε φορά που έλεγε κάτι, ένοιωθες καλά. Ένα απ΄τα χαρίσματά της.

Άρχισε πάλι η αναμονή. Για τρίτο καράβι; Κανείς πλέον δεν το λαχταρούσε και τόσο πολύ νομίζω. Έχει γεμίσει αίματα το αριστερό μπατζάκι του παντελονιού μου. Κοιτάζω τα πόδια της Ράνιας, είναι εντάξει. Άρα δικό μου είναι. Ανασηκώνω το μπατζάκι και βλέπω αίμα. Αρκετό αίμα. Ψηλά στο καλάμι, κάτω απ’ το γόνατο πονάω λίγο. Σπασμένο δεν είναι τίποτα. Το ξεχνάω.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και να το τρίτο πλοίο.

Σφίξιμο στην καρδία.

Μας είδε και έρχεται για εμάς.

Επεισόδιο πέμπτο και τελευταίο: ABY JEANNETTE

ΟΙ ΣΩΤΗΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ «ΣΩΤΗΡΕΣ»

Το προαίσθημα είναι καλό στη θέα του πλοίου. Είναι τεράστιο 324 μέτρα αλλά χαμηλό. Είναι φορτωμένο και έχει μεγάλο βύθισμα. Εδώ μπορεί και να τα καταφέρω, σκέφτομαι. Όλα αρχίζουν να φαίνονται καλύτερα. Μέχρι και τη δεύτερη παντόφλα μου, πήρε το μάτι μου, σφηνωμένη στον πρώτο (που αλλού) διάδρομο. Όλα αρχίζουν να πηγαίνουν καλύτερα. Δεν βρέχει καθόλου, φυσάει αρκετά, όχι τρομακτικά άλλα έχει μεγάλο και βουβό κύμα.

Ο Γιώργος λέει, αυτός είναι γάτα, για το καπετάνιο του πλοίου, αυτός μάλλον θα μας σώσει. Τον βλέπουμε να κάνει μανούβρες για να μας πλησιάσει έτσι ώστε να μας κόβει τον καιρό. Έξυπνος άνθρωπος. Το επιβεβαίωσα στο υπερθετικό αργότερα.

Η Αλεξάνδρα μας ενημερώνει ότι έχουν ενημερωθεί στην Αθήνα και μάλιστα όταν της λέω να ειδοποιήσουν οι δικοί της τις αρχές, μου απαντά ότι ποιο ψηλά απ’ αυτόν που ενημέρωσε η ίδια, δεν υπάρχει. Είμαι απόλυτα ήρεμος ότι τελειώνουμε. Πλευρίσαμε.

Το κύμα μας ανεβοκατεβάζει και στο ανέβασμα είμαι στο ύψος του καταστρώματος και βλέπω τους ναύτες. Είμαι σίγουρος ότι εδώ θα την ανέβω την ανεμόσκαλα.

Απ’ το πλοίο μας γνέφουν και φωνάζουν. Είναι Φιλιππινέζοι. Μας πετάνε τους κάβους. Ο καπετάνιος στρίβει το πλοίο όπως αυτός θέλει. Κεντούσε, έλεγε αργότερα ο Γιώργος. Στο πρώτο πλεύρισμα μας πετάνε αμέσως μπουκάλια με νερό.

Προσπαθούν με όλο τους το είναι. Λύνεται ένα κάβος και ξαναζούμε ένα απίστευτο στραπατσάρισμα πάνω στο πλοίο. Απ’ τα πιο δυνατά. Για πρώτη φορά φεύγει ένα κομμάτι απ’ τη βάρκα μας. Δεύτερο χτύπημα. Το ίδιο δυνατό. Η βάρκα ανοίγει εμφανώς. Ο Χρήστος, έλεγε μετά, έβλεπε τους ναύτες να κλαίνε που μας χάνουν. Είμαι σίγουρος ότι έτσι ήταν. Δεν είναι εύκολο ούτε τώρα σκέφτηκα.

Η ανεμόσκαλα έπεσε. Τη πιάσαμε. Κάποιος έκανε την πρώτη προσπάθεια. Δεν πέτυχε. Ευτυχώς έπεσε μέσα στη βάρκα. Και η δεύτερη προσπάθεια δεν πέτυχε. Δεν χάνουμε όμως κανέναν. Κάποιος φωνάζει να λύσουμε τους κάβους να φύγουμε γιατί θα σπάσει η βάρκα. Η Ράνια ουρλιάζει να μην το κάνουμε. Εγώ δεν είμαι σίγουρος, πάω να συμφωνήσω με το λύσιμο αλλά βλέπω τα ανοίγματα στη λέμβο και φωνάζω να μην φύγουμε. Η σκάλα αποσύρεται. Μα που πήγαν, αναρωτιέται κάποιος βρίζοντας, τι κάνουν κι αυτοί; Σε λίγα λεπτά όμως πέφτει ένα χοντρό δίχτυ δεμένο με σχοινά. Κάτι σαν αυτοσχέδιο καλάθι. Έξυπνοι άνθρωποι. Θέλανε να μας σώσουν.

Το μόνο που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να κρατηθούμε γερά απ’ τα σχοινιά. Θα μας τραβούσαν επάνω.

Έναν έναν. Νομίζω ότι αρχικά ανέβηκαν δυο άντρες. Ήταν σαφές ότι όλοι μπορούσαμε να το κάνουμε. Μια γυναικεία φωνή, όχι απ’ τις γνωστές, με ξενική προφορά, ακούστηκε να λέει, οι μάνες με τα παιδιά πρώτα. Ήταν σα διαταγή. Γυρίζω στο Λενιώ μου και της λέω, Έλενα εσύ και η Αλίνα τώρα. Αντρέα θα τα καταφέρω; Πιο σίγουρα από μένα, της απαντώ. Είμαι σίγουρος ότι και στην ανεμόσκαλα η Ελενα θα τα κατάφερνε μαζί με την Αλίνα. Και η Ράνια και η Αλεξάνδρα. Όλες είχαν γίνει λέαινες.

Η Έλενα πλησίασε στους άντρες που είχαν τον έλεγχο του διχτυού. Δεν ήταν εύκολο. Ήθελε κι’ αυτό ταχύτητα και συγχρονισμό με το κύμα. Κάποιος την εμπόδισε και μπαίνει να της πάρει τη θέση. Η Ελενα αγριεύει αλλά την σταματάω. Δεν είναι ώρα για τέτοια. Έρχεται η σειρά της. Μπαίνει η Αλίνα στο δίχτυ και την ακολουθεί. Αλινάκι πιάσε με γερά και μη μ’ αφήσεις ότι κι αν γίνει. Αλίνα δε φοβάσαι τίποτα της φωνάζω, σε ένα δευτερόλεπτο θα είσαι επάνω. Και φεύγουν. Σφίχτηκε η ψυχή μου, αλλά ήμουν βέβαιος. Μέτρησα πόντο πόντο το ανέβασμα. Τα κατάφεραν. Και ξαφνικά ήμουν άλλος. Σηκώθηκα και φώναξα στη Ράνια. Εσύ τώρα, μη το σκέφτεσαι. Ανέβηκε. Μαζί της δεν κινδυνεύει κανείς. Ανέβηκε κι Αλεξάνδρα με τα αγόρια της. Αυτή με το μικρούλι Ράφι και ο μπαμπάς με τον Ρομέο. Περπάτησα μέσα στη βάρκα, είδα όλα τα πρόσωπα, κατάλαβα ότι υπήρχαν δυο Francesco τόση ώρα. Ήταν και ένας μικρός στην ηλικία, πλήρωμα κι’ αυτός. Ήταν τρομοκρατημένος. Ο μεγάλος εξουθενωμένος. Ο Γιώργης ακούραστος. Έμαθα ότι τον έβαλαν με το ζόρι, προτελευταίος, να ανέβει. Κάθισα δίπλα σ’ ένα παλληκάρι που έδειχνε να πονάει πολύ. Ο Γιώργος. Οδηγός φορτηγού. Φορτηγατζής. Τον χάιδεψα στο πρόσωπο και τον ρώτησα που πονάει. Μου δείχνει τις γυμνές πατούσες του. Έγκαυμα στα δάχτυλα και στις φτέρνες. Βαθιά πληγή. Απ’ το κολαστήρι του Norman Atlantic. Θυμάμαι και εγώ το πόδι μου. Το παντοφλάκι που του φόρεσα έγινε κόκκινο. Ένα άσπρο ένα κόκκινο. Κάτι δεν πήγαινε καλά και ζήτησα να πάρω σειρά για πάνω. Αμέσως μου την παραχωρήσαν. Το μάτι μου πήρε την τσάντα της Ελενας. Να την πάρω; Κι αν χαθώ για μια τσάντα. Κάπου στην Αλβανία βρέθηκε, άκουσα σήμερα στις Ιταλικές ειδήσεις. Πιάστηκα σφιχτά. Αρχισαν να με ανεβάζουν. Το κινητό μου χτύπησε για πρώτη φορά. Έφτασα επάνω. Με αρπάξαν απ’ τα χέρια κι απ’ το μπουφάν και με τραβήξαν στο κατάστρωμα. Όταν σηκώθηκα όρθιος μέτρησα επτά άτομα. Με τα σχοινιά στα χέρια. Οι δυο είχαν πέσει κάτω. Ο ψηλότερός τους ήταν μέχρι τον λαιμό μου. Και χαμογελούσαν όλοι. Βλέποντας το πόδι μου γεμάτο αίματα ένας μικρόσωμος Φιλιππινέζος με το ξυρισμένο κεφάλι, ο Recio, προσπαθεί να με πάρει αγκαλιά. Τον καθησυχάζω ότι είμαι εντάξει. Όση ώρα περπατούσαμε του φιλούσα τα χέρια και την γυαλιστερή του καράφλα. Περπατάμε για εκατό μέτρα σε ψιλόβροχο με αέρα και μπαίνουμε σε κλειστό ασφαλή χώρο. Επιτέλους τέλος! Τέλος;

Με οδηγεί στο ιατρείο του πλοίου. Δίπλα στην είσοδο ήταν. Δυο βήματα. Ξαναχτυπά το κινητό μου. Επικοινωνώ με τους δικούς μας. Σε 42 δευτερόλεπτα οι αγαπημένοι μας γύρισαν απ’ την κόλαση στον παράδεισο και δεν ξαναέχω σήμα.

Ένα δωματιάκι μ’ ένα κρεβάτι και πάνω στο κρεβάτι κουλουριασμένοι άνθρωποι. Η Έλενα έκλαιγε, η Αλεξάνδρα ψύχραιμη αγκάλιαζε την Έλενα, η Ράνια που δεν έκλαιγε παρά μόνο αργότερα αν μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποιον αγαπημένο της, ο Σπύρος δίπλα της ήταν γιατρός πια, δεν ήταν διασωθείς. Τα παιδιά όλα στο κρεβάτι κουλουριασμένα και τα πέντε. Στο κρεβάτι κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του την Αλίνα μου, ένας γελαστός ευτυχισμένος άνθρωπος. Νάτος ο μπαμπάς αγάπη μου, της λέει. Δεν τον έχω ξαναδεί. Δεν ήταν στη βάρ InfoGnomon
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ