2015-06-06 15:10:06
Μετά το πέρας του Α΄ Βαλκανικού πολέμου έπρεπε να καθοριστούν τα σύνορα των βαλκανικών κρατών με την Τουρκία. Στον καθορισμό των συνόρων είχε εμπλοκή και η Αυστρία, το κυριότερο μέλος της Αυστρο-Ουγγαρίας. Η πολιτική της Αυστρίας αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της Σερβίας από την Αδριατική, καθώς και τον αποκλεισμό της Ιταλίας από τα ανατολικά παράλια της Αδριατικής. Για το λόγο αυτό...
επιδίωκε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο αλβανικό κράτος υπό την προστασία της.
Από την άλλη μεριά η Ιταλία ήθελε να δημιουργηθεί ένα αλβανικό κράτος, το οποίο θα το χρησιμοποιούσε μελλοντικά ως προτεκτοράτο, αφενός μεν για να ελέγχει και από τις δύο πλευρές την Αδριατική και αφετέρου για να το έχει ως βάση οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια. Τα άλλα μεγάλα κράτη που εμπλέκονταν στις συζητήσεις των βαλκανικών κρατών ήταν η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία.
Για να επιλυθεί το βαλκανικό πρόβλημα των συνόρων, πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1912 στο Λονδίνο Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη
. Συγκεντρώθηκαν εκεί οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και οι αντιπροσωπείες των ενδιαφερομένων κρατών για να ληφθούν διάφορες αποφάσεις. Η Συνδιάσκεψη αυτή, υπό την προεδρία του Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών σερ Έντουαρντ Γκρέυ, από την πρώτη συνεδρία της στις 3/16 Δεκεμβρίου 1912 αποφάσισε την ίδρυση αλβανικού κράτους, το οποίο ουδέποτε υπήρχε στο παρελθόν. Στη συνέχεια, το πρόβλημα που ανέκυψε ήταν ο καθορισμός των συνόρων του νέου κράτους.
Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις σχετικά με τα όρια των νέων βαλκανικών κρατών μετά τον πόλεμο κράτησαν αρκετό καιρό, διότι δεν υπήρχε συμφωνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη και την Τουρκία. Η πρώτη επίσημη συνεδρίαση της Συνδιάσκεψης για τον καθορισμό των νοτίων συνόρων της Αλβανίας έγινε στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1913. Πριν όμως από αυτήν και συγκεκριμένα το μήνα Μάρτιο του ίδιου έτους η Ρουμανία με τον πρεσβευτή της στο Λονδίνο, ονόματι Μισίου, επιδίωξε να επηρεάσει τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να ενσωματωθούν στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Γράμμου. Καλύτερος φίλος και συμπαραστάτης στις απαιτήσεις της Ρουμανίας αναδείχτηκε ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης Έντουαρντ Γκρέυ, συνεπικουρούμενος και από την Ιταλία. Ευτυχώς που η Γαλλία και η Ρωσία υποστήριζαν τις θέσεις της Ελλάδας και έτσι παρέμειναν τα βλαχόφωνα χωριά στην ελληνική επικράτεια.
Με το σημερινό μας άρθρο θα φέρουμε εν συντομία στην επιφάνεια τα διπλωματικά παρασκήνια σχετικά με το παραπάνω ζήτημα, γεγονός που, αν είχε αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, η περιφέρεια Γρεβενών θα βρισκόταν σήμερα ακρωτηριασμένη με τα νότια σύνορα της Αλβανίας να φθάνουν μέχρι το Βενέτικο ή τον Αλιάκμονα ποταμό. Τα περισσότερα από αυτά που αναφέρουμε στηρίζονται σε επίσημα διπλωματικά έγγραφα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στη «Ρωμουνική Βίβλο», καθώς και στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή των Ελλήνων για το θέμα αυτό (συνεδρίαση της 20 Φεβρουαρίου 1914, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, με ομιλητή τον Δημήτριο Ράλλη, βουλευτή της αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργό).
Οι παρασκηνιακές διπλωματικές ενέργειες της Ρουμανίας, τις οποίες δεν γνώριζε η Ελλάδα, έχουν ως εξής:
Στις 9)22 Μαρτίου 1913 ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας Τάκε Μαγιορέσκο, αποκαλώντας τους Κουτσόβλαχους «Ρωμούνους», απέστειλε στον πρεσβευτή της Ρουμανίας στο Λονδίνο το παρακάτω τηλεγράφημα :
«Ζητήσατε, όπως αι πολυάριθμοι Μακεδονορωμουνικαί κοινότητες της Πίνδου μεταξύ Σαμαρίνης και Μετσόβου περιληφθώσιν εις την Αλβανίαν. Επιμείνατε επί της αρχής, όπως εις όλους τους τόπους, ένθα οι Ρωμούνοι πλειονοψηφούσιν αναγνωρισθή ως γλώσσα της διοικήσεως η Ρωμουνική, καθώς και εις τας εκκλησίας και τα Ρωμουνικά σχολεία. Η γενική αύτη αρχή πρέπει ν’ αναγραφή εις το Σύνταγμα της Αλβανίας».
Ο Ρουμάνος πρεσβευτής, ενεργώντας σύμφωνα με τις εντολές του πρωθυπουργού, ζήτησε προφορικά κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των πρεσβευτών όπως όλα τα βλαχόφωνα χωριά της οροσειράς της Πίνδου, καθώς και εκείνα του Γράμμου και της περιφέρειας Κορυτσάς, να περιληφθούν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Παράλληλα ζήτησε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εγγυηθούν την αυτονομία των βλαχόφωνων κατοίκων των χωριών που επρόκειτο να ενσωματωθούν στο νέο κράτος και την κατοχύρωση της αυτονομίας αυτών με την αναγραφή στο Σύνταγμα της Αλβανίας. Ύστερα από την ενέργεια αυτή ενημέρωσε τηλεγραφικά τον πρωθυπουργό Μαγιορέσκο στις 13)26 Μαρτίου 1913. Ενδεικτικά, μνημονεύουμε την πρώτη παράγραφο του τηλεγραφήματος: «Σήμερον εν τη συνελεύσει των πρεσβευτών εζήτησα αι χώραι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών και του όρους Γράμμου μέχρι Κορυτζάς, περιλαμβάνουσαι 36 κωμοπόλεις και κώμας Ρωμουνικάς μετά πληθυσμού πλέον των 80.000 κατοίκων, περιληφθώσιν εις την Αλβανίαν».
O Ρουμάνος πρεσβευτής δεν περιορίστηκε μόνο στην προφορική ανάπτυξη των αξιώσεων της ρουμανικής κυβέρνησης σχετικά με τα νότια σύνορα της Αλβανίας, αλλά υπέβαλε την επομένη και υπόμνημα που περιελάμβανε λεπτομερώς τις ρουμανικές βλέψεις. Το υπόμνημα αυτό, με ημερομηνία 14)27 Μαρτίου 1913, υπεβλήθη στον πρόεδρο της Συνδιάσκεψης Έντουαρντ Γκρέυ και αναφέρει τα εξής:
(α) Η ρουμανική κυβέρνηση βλέπει με ευχαρίστηση τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους και ελπίζει ότι οι εγγυήτριες Μεγάλες Δυνάμεις θα θελήσουν να συμπεριλάβουν σ’ αυτό και την εθνικότητα των πολυάριθμων Ρουμάνων (εννοεί τους Κουτσόβλαχους). Προς το σκοπό αυτό τα όρια της μέλλουσας Αλβανίας πρέπει να χαραχθούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο το κράτος αυτό να προφυλαχθεί από κάθε μελλοντικό κίνδυνο από τα γειτονικά κράτη αλλά και ο ρουμανικός πληθυσμός, ο οποίος είναι συμπαγής προς τα νοτιοανατολικά της Αλβανίας να διατηρηθεί άθικτος μέσα στα όρια του αλβανικού κράτους.
(β) Η χώρα η συμπεριλαμβανόμενη μεταξύ των πόλεων Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών και του όρους Γράμμου, κατοικείται υπό πληθυσμού κατά πλειοψηφία ρουμανικού, ο οποίος δύναται να εκτιμηθεί σε 80.000 και πλέον κατοίκων και ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε 36 κωμοπόλεις και χωριά, κυριότερα των οποίων είναι η Σαμαρίνα, η Αβδέλλα, το Περιβόλι, η Κρανιά, η Λαβανίτσα (;), το Συρράκο, η Λάιστα, η Λεσινίτσα (Βρυσοχώρι), η Μπριάζα (Δίστρατο) κ.λπ.
(γ) Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι δύο πλευρές της Πίνδου από του όρους Γράμμου μέχρι των Αγράφων κατοικούνται κατά πλειοψηφία από Ρουμάνους. Μέρος του πληθυσμού τούτου προσαρτήθηκε στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου. Οι Ρουμάνοι διαμαρτυρήθηκαν τότε κατά της προσαρτήσεως αυτής. Θα ήταν άδικο να επιτραπεί εκ νέου ο διαχωρισμός του συμπαγούς κορμού των Ρουμάνων και να προσαρτηθούν αυτοί σε άλλο πλην της Αλβανίας κράτος.
(δ) Η Ρουμανία είναι της γνώμης ότι η εθνικότητα αυτών θα διατηρηθεί καλλίτερα μέσα σε ένα ανεξάρτητο αλβανικό κράτος, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
(ε) Η Ρουμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα καλλίτερα φυσικά όρια προς Νότο της Αλβανίας θα ήταν τα όρη Ζαγορίου (Μιτσικέλι και Πάπιγκο), η πεδιάδα του Ινάχου μέχρι της συμβολής αυτού μετά του ποταμού Αράχθου και των πηγών αυτού εις το όρος Ζυγός. Εντεύθεν μέχρι Μετσόβου και ακολουθούντα τα σημερινά σύνορα της Ελλάδος μέχρι του ποταμού Βενέτικου, εκείθεν μέχρι της συμβολής τούτου μετά του ποταμού Βίστριτζα (Αλιάκμονος), ακολουθούντα το ρεύμα του ποταμού τούτου μέχρι Δάρδας, Γράμμου, Κορυτσάς και εκείθεν μέχρι Πρέσπας.
(στ) Ο πληθυσμός των χωρών αυτών είναι κατά μέγα μέρος ρουμανικός, μουσουλμανικός (μωαμεθανοί Βαλαάδες) και αλβανικός με μια μειονότητα ελληνική. Για να διασωθεί η εθνική υπόσταση των Ρουμάνων των παραπάνω μερών, οι οποίοι θα περιληφθούν στην Αλβανία, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα θελήσουν ευμενώς να αναγράψουν όχι μόνο στη διεθνή συνθήκη, η οποία θα αντικαταστήσει τη Συνθήκη του Βερολίνου, αλλά και στο Σύνταγμα της Αλβανίας την αρχή, ότι στη διοίκηση όλων των μερών που πλειοψηφούν οι Ρουμάνοι καθώς και σε όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία των Ρουμάνων η εν χρήσει γλώσσα θα είναι η Ρουμανική.
(ζ) Το νέο αλβανικό κράτος πρέπει να εγγυηθεί διοικητική, κοινοτική και κατά το δυνατόν πολιτική αυτονομία στους Ρουμάνους της Αλβανίας χωρίς να παρεμβάλλει εμπόδια στην εξουσία του Ρουμάνου θρησκευτικού αρχηγού στις περιοχές που κατοικούν οι Ρουμάνοι. Το ρουμανικό κράτος θα μπορεί, όπως και στο παρελθόν, να παρέχει επιχορηγήσεις εις τα Ρουμανικά πνευματικά ιδρύματα της Αλβανίας, άνευ ουδεμιάς παρεμποδίσεως εκ μέρους του αλβανικού κράτους.
Με το παραπάνω υπόμνημα βλέπουμε ότι η Ρουμανία επιδίωκε όπως όλα τα εδαφικά διαμερίσματα του ορεινού όγκου της Βόρειας και Νότιας Πίνδου και τα χωριά της Κορυτσάς και της Πρέσπας, στα οποία κατοικούσαν Κουτσόβλαχοι, να περιέλθουν στην Αλβανία. Επιπλέον ζητούσε αυτονομία των εν λόγω πληθυσμών και εγγυήσεις από τις Μ. Δυνάμεις.
Στην Ελλάδα η κοινή γνώμη για ιστορικούς λόγους ήθελε τα σύνορα αυτής να επεκταθούν προς Βορρά ως τον ποταμό Γενούσο ή Σκούμπη, δηλαδή να ενσωματωθεί στον κορμό της και η Βόρεια Ήπειρος. Θυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων τα ελληνικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τη Β. Ήπειρο και υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν από αυτή μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (4/17 Δεκεμβρίου 1913).
Για όσα συνέβαιναν στα διπλωματικά παρασκήνια εκ μέρους της Ρουμανίας σχετικά με τα νότια σύνορα της Αλβανίας η ελληνική διπλωματία είχε άγνοια και μόλις τον Απρίλιο του 1913 έλαβε γνώση και ζήτησε να παρακαθίσει με έναν αντιπρόσωπο στη Διάσκεψη, τον οποίο οι Μ. Δυνάμεις απέρριψαν. Τότε οι Έλληνες διπλωμάτες πλησίασαν τον Ρουμάνο πρεσβευτή, για να διαπιστώσουν αν μπορούσε να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση. Σε τηλεγράφημα που απέστειλε ο εν λόγω πρεσβευτής στον πρωθυπουργό του Μαγιορέσκο στις 2)15 Ιουνίου 1913 ανέφερε ότι οι Έλληνες διπλωμάτες τον ρώτησαν αν υπάρχει δυνατότητα να δεχθεί η Ρουμανία όπως οι Ρουμάνοι (Κουτσόβλαχοι) της Πίνδου προσαρτηθούν στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα προσφέρει τις ίδιες εγγυήσεις με αυτές που ζητούσε για την Αλβανία. Η απάντηση του Μαγιορέσκο ήταν αρνητική, λέγοντας ότι «η συγχώνευση με την Αλβανία είναι η καλύτερη εγγύηση για τους Μακεδονορουμάνους, από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτόνομη Μακεδονία» και ότι «η Ρουμανία δεν δύναται να εγκαταλείψει την άποψη αυτή».
Δυστυχώς τα πράγματα για την ελληνική πλευρά ήταν δύσκολο να βελτιωθούν και η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να δημιουργήσει την κατάλληλη φιλική ατμόσφαιρα με τη Ρουμανία, προσφερόμενη να εκπληρώσει κάθε επιθυμία αυτής στο ζήτημα των Κουτσοβλάχων. Η απώλεια της Βορείου Ηπείρου ήταν πλέον γεγονός μετά την αρνητική στάση που κράτησαν έναντι των ελληνικών συμφερόντων η Ιταλία και η Αυστρία. Η ελληνική κυβέρνηση, εκτελώντας τις εντολές των Μ. Δυνάμεων, διέταξε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Βόρειο Ήπειρο, χωρίς να κατοχυρώσει πλήρως όλες οι εγγυήσεις για τον ελληνικό πληθυσμό. Τελικά, τα βλαχοχώρια της Πίνδου παρέμειναν στην ελληνική επικράτεια, πλην όμως ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να υιοθετήσει όλες τις απαιτήσεις του Μαγιορέσκο και αυτό φαίνεται από τις επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι ανωτέρω πρωθυπουργοί, οι οποίες προσαρτήθηκαν στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913. Το αποτέλεσμα ήταν οι Κουτσόβλαχοι να αναγνωριστούν ως μειονότητα εντός του ελληνικού κράτους με το δικαίωμα να έχουν δικά τους σχολεία και εκκλησίες με δικούς τους δασκάλους και ιερείς και τα ιδρύματά τους να ελέγχονται και να υποστηρίζονται οικονομικά από τη Ρουμανία υπό την τυπική επίβλεψη του ελληνικού κράτους.
Μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε στα Βαλκάνια και νέος καθορισμός των συνόρων. Στη Διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι, που ασχολήθηκε με τα θέματα αυτά, κάποια αποκαλούμενη «Μακεδονορρουμανική Εταιρεία» (μάλλον πρόκειται για δημιούργημα της ρουμανικής προπαγάνδας για συγκεκριμένο σκοπό) προσπάθησε να επηρεάσει με την υποβολή υπομνήματος τις αποφάσεις, με σκοπό να ενσωματωθούν τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου στο αλβανικό κράτος. Οι πρώτοι που αντέδρασαν συντονισμένα και δυναμικά στην ενέργεια αυτή, στις αρχές Μαρτίου του 1919, ήταν οι βλαχόφωνοι της επαρχίας Γρεβενών, οι οποίοι, εκπροσωπώντας και τα βλάχικα χωριά της Ηπείρου, απέστειλαν το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντρω Ουίλσον, στους πρωθυπουργούς Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και στον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, έπειτα από πάνδημο συλλαλητήριο που έλαβε χώρα στην πόλη των Γρεβενών, στο οποίο μίλησαν οι δικηγόροι Γεώργιος Ποντίκας και Γεώργιος Βασιλάκης. Τα ονόματα των μελών της Επιτροπής που υπογράφουν το τηλεγράφημα φαίνονται στο τέλος του κειμένου:
«Οι κάτοικοι της Πίνδου προς τους αρχηγούς των Συμμάχων»
«Οι κάτοικοι της περιφερείας της Πίνδου, λαβόντες γνώσιν του δημοσιευθέντος εν τω Παρισινώ «Χρόνω» 13)26 Φεβρουαρίου (1919) υπομνήματος της αυτοτιτλοφορούμενης Μακεδονορρουμανικής, αγνώστου ημίν, αντιπροσωπείας δήθεν ανυπάρκτων Μακεδονορρουμάνων Πίνδου, δι’ ου ζητεί αύτη, όπως η περιοχή της Πίνδου περιληφθή εις το συμπηχθησόμενον Αλβανικόν Κράτος, συνελθόντες εις πάνδημον συλλαλητήριον, αποφασίζομεν: Μετ’ αγανακτήσεως καταγγέλλομεν την ανωτέρω επιτροπήν ότι ουδένα κάτοικον της Πίνδου εκπροσωπεί, ουδ’ εντολήν παρ’ ουδενός έλαβεν.
Οι κάτοικοι της Πίνδου, απόγονοι των Κωλέττη, Σίνα, Αβέρωφ, Τοσίτσα, Στουρνάρα, Χατζηπέτρου, Ζαλοκώστα και άλλων της Ελλάδος ενδόξων τέκνων διαμαρτυρόμεθα κατά των σκοτίων ενεργειών της λεγομένης Μακεδονορρουμανικής Εταιρείας, ξένης προς τον τόπον μας, μισθάρνου οργάνου ξένης προπαγάνδας, εργαζομένης υπέρ της Αλβανίας και επιζητούσης ν’ αμφισβητήση την Ελληνικότητά μας. Διαδηλούμεν, ότι αγωνισθέντες ανέκαθεν υπέρ της Ελληνικής Ιδέας και υπέρ της δόξης και του μεγαλείου της μητρός Ελλάδος, πολεμούντες κατά των επιδρομών των βαρβάρων και απολιτίστων Αλβανών, παρ’ ων υπέστημεν απείρους δηώσεις και καταστροφάς, επί Τουρκοκρατίας, ιδία δε συμμετασχόντες κατά τον λήξαντα Εθνικόν αγώνα υπέρ της αποκαταστάσεως της Ελληνικής φυλής δι’ απάσης της στρατευομένης ημών δυνάμεως, αντιπροσωπευούσης χιλιάδας μαχητών, μετά του λοιπού τμήματος του Ελληνικού, ούτινος αποτελέσαμεν και αποτελούμεν αναπόσπαστον τμήμα, μετ’ αποστροφής αποδοκιμάζομεν πάσαν ενέργειαν ξένων προς τον τόπον μας, προσπαθούντων να πλαστογραφήσωσιν την Ελληνικότητα της καταγωγής και των φρονημάτων μας.
Η Επιτροπή των χωρίων της Πίνδου
Γεώργιος Ποντίκας δικηγόρος, Γεώργιος Βασιλάκης δικηγόρος, Στ. Παπαποστόλου πρόεδρος της Κοινότητος Περιβολίου, Κούσιος Λαΐτσος έμπορος, Ι. Νικόλας έμπορος, Νικ. Μαλίτσας έμπορος, Δημ. Νασίκας έμπορος, Γ. Νασίκας έμπορος, Στ. Γάλικας πρόεδρος Αβδέλλης, Γ. Τσιμπουκλής πρόεδρος Αβδέλλης, Αδάμ Γάτσας πρόεδρος Σαμαρίνης, Ζήσης Βέρρος έμπορος, Σταμούλης Κυραλέος πρόεδρος Κρανιάς, Δ. Μητσιομπούνας έμπορος και Κ. Κίτσιος κτηματίας».
Πηγή Tromaktiko
επιδίωκε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο αλβανικό κράτος υπό την προστασία της.
Από την άλλη μεριά η Ιταλία ήθελε να δημιουργηθεί ένα αλβανικό κράτος, το οποίο θα το χρησιμοποιούσε μελλοντικά ως προτεκτοράτο, αφενός μεν για να ελέγχει και από τις δύο πλευρές την Αδριατική και αφετέρου για να το έχει ως βάση οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια. Τα άλλα μεγάλα κράτη που εμπλέκονταν στις συζητήσεις των βαλκανικών κρατών ήταν η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία.
Για να επιλυθεί το βαλκανικό πρόβλημα των συνόρων, πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1912 στο Λονδίνο Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη
Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις σχετικά με τα όρια των νέων βαλκανικών κρατών μετά τον πόλεμο κράτησαν αρκετό καιρό, διότι δεν υπήρχε συμφωνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη και την Τουρκία. Η πρώτη επίσημη συνεδρίαση της Συνδιάσκεψης για τον καθορισμό των νοτίων συνόρων της Αλβανίας έγινε στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1913. Πριν όμως από αυτήν και συγκεκριμένα το μήνα Μάρτιο του ίδιου έτους η Ρουμανία με τον πρεσβευτή της στο Λονδίνο, ονόματι Μισίου, επιδίωξε να επηρεάσει τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να ενσωματωθούν στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Γράμμου. Καλύτερος φίλος και συμπαραστάτης στις απαιτήσεις της Ρουμανίας αναδείχτηκε ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης Έντουαρντ Γκρέυ, συνεπικουρούμενος και από την Ιταλία. Ευτυχώς που η Γαλλία και η Ρωσία υποστήριζαν τις θέσεις της Ελλάδας και έτσι παρέμειναν τα βλαχόφωνα χωριά στην ελληνική επικράτεια.
Με το σημερινό μας άρθρο θα φέρουμε εν συντομία στην επιφάνεια τα διπλωματικά παρασκήνια σχετικά με το παραπάνω ζήτημα, γεγονός που, αν είχε αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, η περιφέρεια Γρεβενών θα βρισκόταν σήμερα ακρωτηριασμένη με τα νότια σύνορα της Αλβανίας να φθάνουν μέχρι το Βενέτικο ή τον Αλιάκμονα ποταμό. Τα περισσότερα από αυτά που αναφέρουμε στηρίζονται σε επίσημα διπλωματικά έγγραφα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στη «Ρωμουνική Βίβλο», καθώς και στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή των Ελλήνων για το θέμα αυτό (συνεδρίαση της 20 Φεβρουαρίου 1914, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, με ομιλητή τον Δημήτριο Ράλλη, βουλευτή της αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργό).
Οι παρασκηνιακές διπλωματικές ενέργειες της Ρουμανίας, τις οποίες δεν γνώριζε η Ελλάδα, έχουν ως εξής:
Στις 9)22 Μαρτίου 1913 ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας Τάκε Μαγιορέσκο, αποκαλώντας τους Κουτσόβλαχους «Ρωμούνους», απέστειλε στον πρεσβευτή της Ρουμανίας στο Λονδίνο το παρακάτω τηλεγράφημα :
«Ζητήσατε, όπως αι πολυάριθμοι Μακεδονορωμουνικαί κοινότητες της Πίνδου μεταξύ Σαμαρίνης και Μετσόβου περιληφθώσιν εις την Αλβανίαν. Επιμείνατε επί της αρχής, όπως εις όλους τους τόπους, ένθα οι Ρωμούνοι πλειονοψηφούσιν αναγνωρισθή ως γλώσσα της διοικήσεως η Ρωμουνική, καθώς και εις τας εκκλησίας και τα Ρωμουνικά σχολεία. Η γενική αύτη αρχή πρέπει ν’ αναγραφή εις το Σύνταγμα της Αλβανίας».
Ο Ρουμάνος πρεσβευτής, ενεργώντας σύμφωνα με τις εντολές του πρωθυπουργού, ζήτησε προφορικά κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των πρεσβευτών όπως όλα τα βλαχόφωνα χωριά της οροσειράς της Πίνδου, καθώς και εκείνα του Γράμμου και της περιφέρειας Κορυτσάς, να περιληφθούν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Παράλληλα ζήτησε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εγγυηθούν την αυτονομία των βλαχόφωνων κατοίκων των χωριών που επρόκειτο να ενσωματωθούν στο νέο κράτος και την κατοχύρωση της αυτονομίας αυτών με την αναγραφή στο Σύνταγμα της Αλβανίας. Ύστερα από την ενέργεια αυτή ενημέρωσε τηλεγραφικά τον πρωθυπουργό Μαγιορέσκο στις 13)26 Μαρτίου 1913. Ενδεικτικά, μνημονεύουμε την πρώτη παράγραφο του τηλεγραφήματος: «Σήμερον εν τη συνελεύσει των πρεσβευτών εζήτησα αι χώραι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών και του όρους Γράμμου μέχρι Κορυτζάς, περιλαμβάνουσαι 36 κωμοπόλεις και κώμας Ρωμουνικάς μετά πληθυσμού πλέον των 80.000 κατοίκων, περιληφθώσιν εις την Αλβανίαν».
O Ρουμάνος πρεσβευτής δεν περιορίστηκε μόνο στην προφορική ανάπτυξη των αξιώσεων της ρουμανικής κυβέρνησης σχετικά με τα νότια σύνορα της Αλβανίας, αλλά υπέβαλε την επομένη και υπόμνημα που περιελάμβανε λεπτομερώς τις ρουμανικές βλέψεις. Το υπόμνημα αυτό, με ημερομηνία 14)27 Μαρτίου 1913, υπεβλήθη στον πρόεδρο της Συνδιάσκεψης Έντουαρντ Γκρέυ και αναφέρει τα εξής:
(α) Η ρουμανική κυβέρνηση βλέπει με ευχαρίστηση τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους και ελπίζει ότι οι εγγυήτριες Μεγάλες Δυνάμεις θα θελήσουν να συμπεριλάβουν σ’ αυτό και την εθνικότητα των πολυάριθμων Ρουμάνων (εννοεί τους Κουτσόβλαχους). Προς το σκοπό αυτό τα όρια της μέλλουσας Αλβανίας πρέπει να χαραχθούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο το κράτος αυτό να προφυλαχθεί από κάθε μελλοντικό κίνδυνο από τα γειτονικά κράτη αλλά και ο ρουμανικός πληθυσμός, ο οποίος είναι συμπαγής προς τα νοτιοανατολικά της Αλβανίας να διατηρηθεί άθικτος μέσα στα όρια του αλβανικού κράτους.
(β) Η χώρα η συμπεριλαμβανόμενη μεταξύ των πόλεων Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών και του όρους Γράμμου, κατοικείται υπό πληθυσμού κατά πλειοψηφία ρουμανικού, ο οποίος δύναται να εκτιμηθεί σε 80.000 και πλέον κατοίκων και ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε 36 κωμοπόλεις και χωριά, κυριότερα των οποίων είναι η Σαμαρίνα, η Αβδέλλα, το Περιβόλι, η Κρανιά, η Λαβανίτσα (;), το Συρράκο, η Λάιστα, η Λεσινίτσα (Βρυσοχώρι), η Μπριάζα (Δίστρατο) κ.λπ.
(γ) Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι δύο πλευρές της Πίνδου από του όρους Γράμμου μέχρι των Αγράφων κατοικούνται κατά πλειοψηφία από Ρουμάνους. Μέρος του πληθυσμού τούτου προσαρτήθηκε στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου. Οι Ρουμάνοι διαμαρτυρήθηκαν τότε κατά της προσαρτήσεως αυτής. Θα ήταν άδικο να επιτραπεί εκ νέου ο διαχωρισμός του συμπαγούς κορμού των Ρουμάνων και να προσαρτηθούν αυτοί σε άλλο πλην της Αλβανίας κράτος.
(δ) Η Ρουμανία είναι της γνώμης ότι η εθνικότητα αυτών θα διατηρηθεί καλλίτερα μέσα σε ένα ανεξάρτητο αλβανικό κράτος, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
(ε) Η Ρουμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα καλλίτερα φυσικά όρια προς Νότο της Αλβανίας θα ήταν τα όρη Ζαγορίου (Μιτσικέλι και Πάπιγκο), η πεδιάδα του Ινάχου μέχρι της συμβολής αυτού μετά του ποταμού Αράχθου και των πηγών αυτού εις το όρος Ζυγός. Εντεύθεν μέχρι Μετσόβου και ακολουθούντα τα σημερινά σύνορα της Ελλάδος μέχρι του ποταμού Βενέτικου, εκείθεν μέχρι της συμβολής τούτου μετά του ποταμού Βίστριτζα (Αλιάκμονος), ακολουθούντα το ρεύμα του ποταμού τούτου μέχρι Δάρδας, Γράμμου, Κορυτσάς και εκείθεν μέχρι Πρέσπας.
(στ) Ο πληθυσμός των χωρών αυτών είναι κατά μέγα μέρος ρουμανικός, μουσουλμανικός (μωαμεθανοί Βαλαάδες) και αλβανικός με μια μειονότητα ελληνική. Για να διασωθεί η εθνική υπόσταση των Ρουμάνων των παραπάνω μερών, οι οποίοι θα περιληφθούν στην Αλβανία, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα θελήσουν ευμενώς να αναγράψουν όχι μόνο στη διεθνή συνθήκη, η οποία θα αντικαταστήσει τη Συνθήκη του Βερολίνου, αλλά και στο Σύνταγμα της Αλβανίας την αρχή, ότι στη διοίκηση όλων των μερών που πλειοψηφούν οι Ρουμάνοι καθώς και σε όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία των Ρουμάνων η εν χρήσει γλώσσα θα είναι η Ρουμανική.
(ζ) Το νέο αλβανικό κράτος πρέπει να εγγυηθεί διοικητική, κοινοτική και κατά το δυνατόν πολιτική αυτονομία στους Ρουμάνους της Αλβανίας χωρίς να παρεμβάλλει εμπόδια στην εξουσία του Ρουμάνου θρησκευτικού αρχηγού στις περιοχές που κατοικούν οι Ρουμάνοι. Το ρουμανικό κράτος θα μπορεί, όπως και στο παρελθόν, να παρέχει επιχορηγήσεις εις τα Ρουμανικά πνευματικά ιδρύματα της Αλβανίας, άνευ ουδεμιάς παρεμποδίσεως εκ μέρους του αλβανικού κράτους.
Με το παραπάνω υπόμνημα βλέπουμε ότι η Ρουμανία επιδίωκε όπως όλα τα εδαφικά διαμερίσματα του ορεινού όγκου της Βόρειας και Νότιας Πίνδου και τα χωριά της Κορυτσάς και της Πρέσπας, στα οποία κατοικούσαν Κουτσόβλαχοι, να περιέλθουν στην Αλβανία. Επιπλέον ζητούσε αυτονομία των εν λόγω πληθυσμών και εγγυήσεις από τις Μ. Δυνάμεις.
Στην Ελλάδα η κοινή γνώμη για ιστορικούς λόγους ήθελε τα σύνορα αυτής να επεκταθούν προς Βορρά ως τον ποταμό Γενούσο ή Σκούμπη, δηλαδή να ενσωματωθεί στον κορμό της και η Βόρεια Ήπειρος. Θυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων τα ελληνικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τη Β. Ήπειρο και υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν από αυτή μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (4/17 Δεκεμβρίου 1913).
Για όσα συνέβαιναν στα διπλωματικά παρασκήνια εκ μέρους της Ρουμανίας σχετικά με τα νότια σύνορα της Αλβανίας η ελληνική διπλωματία είχε άγνοια και μόλις τον Απρίλιο του 1913 έλαβε γνώση και ζήτησε να παρακαθίσει με έναν αντιπρόσωπο στη Διάσκεψη, τον οποίο οι Μ. Δυνάμεις απέρριψαν. Τότε οι Έλληνες διπλωμάτες πλησίασαν τον Ρουμάνο πρεσβευτή, για να διαπιστώσουν αν μπορούσε να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση. Σε τηλεγράφημα που απέστειλε ο εν λόγω πρεσβευτής στον πρωθυπουργό του Μαγιορέσκο στις 2)15 Ιουνίου 1913 ανέφερε ότι οι Έλληνες διπλωμάτες τον ρώτησαν αν υπάρχει δυνατότητα να δεχθεί η Ρουμανία όπως οι Ρουμάνοι (Κουτσόβλαχοι) της Πίνδου προσαρτηθούν στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα προσφέρει τις ίδιες εγγυήσεις με αυτές που ζητούσε για την Αλβανία. Η απάντηση του Μαγιορέσκο ήταν αρνητική, λέγοντας ότι «η συγχώνευση με την Αλβανία είναι η καλύτερη εγγύηση για τους Μακεδονορουμάνους, από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτόνομη Μακεδονία» και ότι «η Ρουμανία δεν δύναται να εγκαταλείψει την άποψη αυτή».
Δυστυχώς τα πράγματα για την ελληνική πλευρά ήταν δύσκολο να βελτιωθούν και η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να δημιουργήσει την κατάλληλη φιλική ατμόσφαιρα με τη Ρουμανία, προσφερόμενη να εκπληρώσει κάθε επιθυμία αυτής στο ζήτημα των Κουτσοβλάχων. Η απώλεια της Βορείου Ηπείρου ήταν πλέον γεγονός μετά την αρνητική στάση που κράτησαν έναντι των ελληνικών συμφερόντων η Ιταλία και η Αυστρία. Η ελληνική κυβέρνηση, εκτελώντας τις εντολές των Μ. Δυνάμεων, διέταξε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Βόρειο Ήπειρο, χωρίς να κατοχυρώσει πλήρως όλες οι εγγυήσεις για τον ελληνικό πληθυσμό. Τελικά, τα βλαχοχώρια της Πίνδου παρέμειναν στην ελληνική επικράτεια, πλην όμως ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να υιοθετήσει όλες τις απαιτήσεις του Μαγιορέσκο και αυτό φαίνεται από τις επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι ανωτέρω πρωθυπουργοί, οι οποίες προσαρτήθηκαν στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913. Το αποτέλεσμα ήταν οι Κουτσόβλαχοι να αναγνωριστούν ως μειονότητα εντός του ελληνικού κράτους με το δικαίωμα να έχουν δικά τους σχολεία και εκκλησίες με δικούς τους δασκάλους και ιερείς και τα ιδρύματά τους να ελέγχονται και να υποστηρίζονται οικονομικά από τη Ρουμανία υπό την τυπική επίβλεψη του ελληνικού κράτους.
Μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε στα Βαλκάνια και νέος καθορισμός των συνόρων. Στη Διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι, που ασχολήθηκε με τα θέματα αυτά, κάποια αποκαλούμενη «Μακεδονορρουμανική Εταιρεία» (μάλλον πρόκειται για δημιούργημα της ρουμανικής προπαγάνδας για συγκεκριμένο σκοπό) προσπάθησε να επηρεάσει με την υποβολή υπομνήματος τις αποφάσεις, με σκοπό να ενσωματωθούν τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου στο αλβανικό κράτος. Οι πρώτοι που αντέδρασαν συντονισμένα και δυναμικά στην ενέργεια αυτή, στις αρχές Μαρτίου του 1919, ήταν οι βλαχόφωνοι της επαρχίας Γρεβενών, οι οποίοι, εκπροσωπώντας και τα βλάχικα χωριά της Ηπείρου, απέστειλαν το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντρω Ουίλσον, στους πρωθυπουργούς Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και στον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, έπειτα από πάνδημο συλλαλητήριο που έλαβε χώρα στην πόλη των Γρεβενών, στο οποίο μίλησαν οι δικηγόροι Γεώργιος Ποντίκας και Γεώργιος Βασιλάκης. Τα ονόματα των μελών της Επιτροπής που υπογράφουν το τηλεγράφημα φαίνονται στο τέλος του κειμένου:
«Οι κάτοικοι της Πίνδου προς τους αρχηγούς των Συμμάχων»
«Οι κάτοικοι της περιφερείας της Πίνδου, λαβόντες γνώσιν του δημοσιευθέντος εν τω Παρισινώ «Χρόνω» 13)26 Φεβρουαρίου (1919) υπομνήματος της αυτοτιτλοφορούμενης Μακεδονορρουμανικής, αγνώστου ημίν, αντιπροσωπείας δήθεν ανυπάρκτων Μακεδονορρουμάνων Πίνδου, δι’ ου ζητεί αύτη, όπως η περιοχή της Πίνδου περιληφθή εις το συμπηχθησόμενον Αλβανικόν Κράτος, συνελθόντες εις πάνδημον συλλαλητήριον, αποφασίζομεν: Μετ’ αγανακτήσεως καταγγέλλομεν την ανωτέρω επιτροπήν ότι ουδένα κάτοικον της Πίνδου εκπροσωπεί, ουδ’ εντολήν παρ’ ουδενός έλαβεν.
Οι κάτοικοι της Πίνδου, απόγονοι των Κωλέττη, Σίνα, Αβέρωφ, Τοσίτσα, Στουρνάρα, Χατζηπέτρου, Ζαλοκώστα και άλλων της Ελλάδος ενδόξων τέκνων διαμαρτυρόμεθα κατά των σκοτίων ενεργειών της λεγομένης Μακεδονορρουμανικής Εταιρείας, ξένης προς τον τόπον μας, μισθάρνου οργάνου ξένης προπαγάνδας, εργαζομένης υπέρ της Αλβανίας και επιζητούσης ν’ αμφισβητήση την Ελληνικότητά μας. Διαδηλούμεν, ότι αγωνισθέντες ανέκαθεν υπέρ της Ελληνικής Ιδέας και υπέρ της δόξης και του μεγαλείου της μητρός Ελλάδος, πολεμούντες κατά των επιδρομών των βαρβάρων και απολιτίστων Αλβανών, παρ’ ων υπέστημεν απείρους δηώσεις και καταστροφάς, επί Τουρκοκρατίας, ιδία δε συμμετασχόντες κατά τον λήξαντα Εθνικόν αγώνα υπέρ της αποκαταστάσεως της Ελληνικής φυλής δι’ απάσης της στρατευομένης ημών δυνάμεως, αντιπροσωπευούσης χιλιάδας μαχητών, μετά του λοιπού τμήματος του Ελληνικού, ούτινος αποτελέσαμεν και αποτελούμεν αναπόσπαστον τμήμα, μετ’ αποστροφής αποδοκιμάζομεν πάσαν ενέργειαν ξένων προς τον τόπον μας, προσπαθούντων να πλαστογραφήσωσιν την Ελληνικότητα της καταγωγής και των φρονημάτων μας.
Η Επιτροπή των χωρίων της Πίνδου
Γεώργιος Ποντίκας δικηγόρος, Γεώργιος Βασιλάκης δικηγόρος, Στ. Παπαποστόλου πρόεδρος της Κοινότητος Περιβολίου, Κούσιος Λαΐτσος έμπορος, Ι. Νικόλας έμπορος, Νικ. Μαλίτσας έμπορος, Δημ. Νασίκας έμπορος, Γ. Νασίκας έμπορος, Στ. Γάλικας πρόεδρος Αβδέλλης, Γ. Τσιμπουκλής πρόεδρος Αβδέλλης, Αδάμ Γάτσας πρόεδρος Σαμαρίνης, Ζήσης Βέρρος έμπορος, Σταμούλης Κυραλέος πρόεδρος Κρανιάς, Δ. Μητσιομπούνας έμπορος και Κ. Κίτσιος κτηματίας».
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ