2015-06-29 23:42:23
Η απόφαση της κυβέρνησης για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου λήφθηκε αιφνιδιαστικά, το προηγούμενο βράδυ της συνεδρίασης του συμβουλίου των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης της 27ης Ιουνίου, κατά το οποίο θα συνεχίζονταν η διαπραγμάτευση, με το επιχείρημα ότι οι προτάσεις των δανειστών που κοινοποιήθηκαν προς την ελληνική πλευρά, είχαν τη μορφή τελεσιγράφου.
Από την πλευρά των πιστωτών αμφισβητείται η παρουσίαση των προτάσεών τους ως τελεσίγραφο, ενώ υποστηρίζουν (εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς βέβαια) ότι ήταν έτοιμοι να καταθέσουν μία πιο βελτιωμένη πρόταση (με τον ΦΠΑ στα ξενοδοχεία στο 13%). Τι πράγματι συνέβη δεν μπορούμε να ξέρουμε, αλλά δεν θα σταθούμε σε αυτό, εξάλλου και η υποτιθέμενη νεώτερη πρότασή τους δεν αλλάζει θεαματικά τα δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση, τελική πρόταση των δανειστών θα προέκυπτε αναμφίβολα κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου, οπότε θα μπορούσε τότε η κυβέρνηση να αποφασίσει να τη φέρει προς έγκριση στο εκλογικό σώμα, εν γνώσει των εμπλεκόμενων θεσμών, με το επιχείρημα ότι αποτελεί παρέκκλιση από το κυβερνητικό πρόγραμμά της και θα πρέπει να αποφασίσει ο λαός γι’αυτό με δημοψήφισμα, δηλαδή με τον πιο άμεσο, αλλά και τον λιγότερο επώδυνο (σε σχέση με την επιλογή των βουλευτικών εκλογών) τρόπο
. Αντί γι’ αυτό, υπήρξε αιφνιδιασμός πριν από την τυπική ή και ουσιαστική λήξη της διαπραγμάτευσης και δόθηκε στην άλλη πλευρά η δυνατότητα να κάνει λόγο για μονομερή διακοπή της διαδικασίας πριν την ολοκλήρωσή της, αλλά και για ύπαρξη υποτιθέμενης νέας βελτιωμένης πρότασης προς την Ελλάδα.
Συνακόλουθα, εφόσον δεν υπήρξε συνεννόηση με τους δανειστές για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αρνήθηκαν με ευκολία και εκείνοι την παράταση του προγράμματος στήριξης και την αύξηση του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες.
Κανείς δεν μπορεί να πεί με βεβαιότητα πως αν η απόφαση για προσφυγή σε δημοψήφισμα είχε ληφθεί χωρίς αιφνιδιασμό, θα συνέβαλλαν οι δανειστές στην ομαλή διεξαγωγή του με μικρή χρονική παράταση του προγράμματος και με αύξηση της ρευστότητας. Πιθανότατα και σε αυτή την περίπτωση η στάση τους να ήταν η ίδια, όμως η κυβέρνηση θα ήταν πιο πειστική στο επιχείρημά της ότι εμποδίζουν την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης και θα είχε ένα ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα για τις επόμενες εξελίξεις. Ενώ τώρα η απόφασή της για το δημοψήφισμα είναι αντικείμενο αμφισβήτησης όχι μόνο ως προς τη σκοπιμότητα, αλλά και ως προς τη νομιμότητάς της (αβάσιμα βέβαια), με την έννοια ότι το κείμενο που θέτει στην κρίση των πολιτών φέρεται από τους δανειστές και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως μη οριστικό ή ως ανακληθέν (ως προς το δικολαβίστικο επιχείρημα ότι δεν φέρει υπογραφή, αυτό δεν ασκεί καμία επιρροή διότι είναι βέβαιο ότι αυτό το κείμενο κοινοποιήθηκε στην κυβέρνηση και αυτό αποκαλούσαν ως γενναιόδωρο οι δανειστές).
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί την πρόταση-τελεσίγραφο των δανειστών ή ακόμη και τη φερόμενη (μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος) ως βελτιωμένη πρότασή τους, πολύ δε περισσότερο, δεν θα μπορούσε να την απορρίψει, χωρίς προσφυγή σε δημοψήφισμα. Στην πρώτη περίπτωση, θα είχε προβλήματα κατά τη ψηφοφορία για την έγκριση της συμφωνίας από τη βουλή και πιθανότατα απώλεια της δεδηλωμένης, με αποτέλεσμα την προσφυγή σε εκλογές (ακόμη και αν η συμφωνία υπερψηφίζονταν από την αντιπολίτευση), ενώ στη δεύτερη θα δέχονταν τη (βάσιμη) μομφή της αντιπολίτευσης ότι δεν έλαβε καμία εντολή στις εκλογές για ρήξη και έξοδο από την ευρωζώνη. Να μην ξεχνάμε ότι η αντιπολίτευση καλούσε διαρκώς τους τελευταίους μήνες την κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία με το επιχείρημα ότι δεν έχει τη νομιμοποίηση να προκαλέσει τη ρήξη.
Συνεπώς, με δεδομένη τη θέση της κυβέρνησης για άρνηση των τελικών προτάσεων των δανειστών, η απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος ήταν εύλογη και ήταν η λιγότερο κακή επιλογή, μόνο που λήφθηκε με λάθος τρόπο, και με υποτίμηση των άμεσων επιπτώσεών του, κυρίως ως προς τη συνέχιση της παροχής ρευστότητας από την Ε.Κ.Τ. και ως προς τη λειτουργία των τραπεζών.
Μεγαλύτερη σημασία όμως έχουν οι επιπτώσεις που θα προκύψουν από το αποτέλεσμα της 5ης Ιουλίου, οι οποίες θα είναι πιθανότατα ραγδαίες και δραματικές, με οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Αν επικρατήσει το «ναι» θα έχει αποδοκιμασθεί με τον πιο έντονο τρόπο η θέση της κυβέρνησης και η συνέχιση της παραμονής της στην εξουσία θα είναι δύσκολη, αφού θα έχει πια σαφή λαϊκή εντολή να ασκήσει μία πολιτική με την οποία διαφωνεί. Ως εκ τούτου, η προσφυγή σε εκλογές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, είναι η πιθανότερη εξέλιξη. Αν επικρατήσει το «όχι», όσο και αν η κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν θα το εκλάβει ως όχι στο ευρώ, η πιθανή συνέπεια θα είναι η οριστική διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας και η προσφυγή σε εθνικό νόμισμα. Εξάλλου οι δανειστές έχουν ήδη δηλώσει, κατά τρόπο ιταμό και προσπαθώντας προφανώς να επηρεάσουν την κρίση των ψηφοφόρων, ότι σε περίπτωση «όχι» δεν πρόκειται να συνεχισθεί η διαπραγμάτευση. Αλλά ακόμη και αν συνεχίζονταν, η επίτευξη μιας καλύτερης συμφωνίας που θα επιτρέψει την εκ νέου χρηματοδότηση της χώρας, θα ήταν δυσκολότερη.
Όπως και να ’χει, τα πιο δύσκολα είναι μπροστά μας, δυστυχώς με οποιαδήποτε εξέλιξη.
Πηγή Tromaktiko
Από την πλευρά των πιστωτών αμφισβητείται η παρουσίαση των προτάσεών τους ως τελεσίγραφο, ενώ υποστηρίζουν (εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς βέβαια) ότι ήταν έτοιμοι να καταθέσουν μία πιο βελτιωμένη πρόταση (με τον ΦΠΑ στα ξενοδοχεία στο 13%). Τι πράγματι συνέβη δεν μπορούμε να ξέρουμε, αλλά δεν θα σταθούμε σε αυτό, εξάλλου και η υποτιθέμενη νεώτερη πρότασή τους δεν αλλάζει θεαματικά τα δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση, τελική πρόταση των δανειστών θα προέκυπτε αναμφίβολα κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου, οπότε θα μπορούσε τότε η κυβέρνηση να αποφασίσει να τη φέρει προς έγκριση στο εκλογικό σώμα, εν γνώσει των εμπλεκόμενων θεσμών, με το επιχείρημα ότι αποτελεί παρέκκλιση από το κυβερνητικό πρόγραμμά της και θα πρέπει να αποφασίσει ο λαός γι’αυτό με δημοψήφισμα, δηλαδή με τον πιο άμεσο, αλλά και τον λιγότερο επώδυνο (σε σχέση με την επιλογή των βουλευτικών εκλογών) τρόπο
Συνακόλουθα, εφόσον δεν υπήρξε συνεννόηση με τους δανειστές για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αρνήθηκαν με ευκολία και εκείνοι την παράταση του προγράμματος στήριξης και την αύξηση του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες.
Κανείς δεν μπορεί να πεί με βεβαιότητα πως αν η απόφαση για προσφυγή σε δημοψήφισμα είχε ληφθεί χωρίς αιφνιδιασμό, θα συνέβαλλαν οι δανειστές στην ομαλή διεξαγωγή του με μικρή χρονική παράταση του προγράμματος και με αύξηση της ρευστότητας. Πιθανότατα και σε αυτή την περίπτωση η στάση τους να ήταν η ίδια, όμως η κυβέρνηση θα ήταν πιο πειστική στο επιχείρημά της ότι εμποδίζουν την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης και θα είχε ένα ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα για τις επόμενες εξελίξεις. Ενώ τώρα η απόφασή της για το δημοψήφισμα είναι αντικείμενο αμφισβήτησης όχι μόνο ως προς τη σκοπιμότητα, αλλά και ως προς τη νομιμότητάς της (αβάσιμα βέβαια), με την έννοια ότι το κείμενο που θέτει στην κρίση των πολιτών φέρεται από τους δανειστές και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως μη οριστικό ή ως ανακληθέν (ως προς το δικολαβίστικο επιχείρημα ότι δεν φέρει υπογραφή, αυτό δεν ασκεί καμία επιρροή διότι είναι βέβαιο ότι αυτό το κείμενο κοινοποιήθηκε στην κυβέρνηση και αυτό αποκαλούσαν ως γενναιόδωρο οι δανειστές).
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί την πρόταση-τελεσίγραφο των δανειστών ή ακόμη και τη φερόμενη (μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος) ως βελτιωμένη πρότασή τους, πολύ δε περισσότερο, δεν θα μπορούσε να την απορρίψει, χωρίς προσφυγή σε δημοψήφισμα. Στην πρώτη περίπτωση, θα είχε προβλήματα κατά τη ψηφοφορία για την έγκριση της συμφωνίας από τη βουλή και πιθανότατα απώλεια της δεδηλωμένης, με αποτέλεσμα την προσφυγή σε εκλογές (ακόμη και αν η συμφωνία υπερψηφίζονταν από την αντιπολίτευση), ενώ στη δεύτερη θα δέχονταν τη (βάσιμη) μομφή της αντιπολίτευσης ότι δεν έλαβε καμία εντολή στις εκλογές για ρήξη και έξοδο από την ευρωζώνη. Να μην ξεχνάμε ότι η αντιπολίτευση καλούσε διαρκώς τους τελευταίους μήνες την κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία με το επιχείρημα ότι δεν έχει τη νομιμοποίηση να προκαλέσει τη ρήξη.
Συνεπώς, με δεδομένη τη θέση της κυβέρνησης για άρνηση των τελικών προτάσεων των δανειστών, η απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος ήταν εύλογη και ήταν η λιγότερο κακή επιλογή, μόνο που λήφθηκε με λάθος τρόπο, και με υποτίμηση των άμεσων επιπτώσεών του, κυρίως ως προς τη συνέχιση της παροχής ρευστότητας από την Ε.Κ.Τ. και ως προς τη λειτουργία των τραπεζών.
Μεγαλύτερη σημασία όμως έχουν οι επιπτώσεις που θα προκύψουν από το αποτέλεσμα της 5ης Ιουλίου, οι οποίες θα είναι πιθανότατα ραγδαίες και δραματικές, με οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Αν επικρατήσει το «ναι» θα έχει αποδοκιμασθεί με τον πιο έντονο τρόπο η θέση της κυβέρνησης και η συνέχιση της παραμονής της στην εξουσία θα είναι δύσκολη, αφού θα έχει πια σαφή λαϊκή εντολή να ασκήσει μία πολιτική με την οποία διαφωνεί. Ως εκ τούτου, η προσφυγή σε εκλογές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, είναι η πιθανότερη εξέλιξη. Αν επικρατήσει το «όχι», όσο και αν η κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν θα το εκλάβει ως όχι στο ευρώ, η πιθανή συνέπεια θα είναι η οριστική διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας και η προσφυγή σε εθνικό νόμισμα. Εξάλλου οι δανειστές έχουν ήδη δηλώσει, κατά τρόπο ιταμό και προσπαθώντας προφανώς να επηρεάσουν την κρίση των ψηφοφόρων, ότι σε περίπτωση «όχι» δεν πρόκειται να συνεχισθεί η διαπραγμάτευση. Αλλά ακόμη και αν συνεχίζονταν, η επίτευξη μιας καλύτερης συμφωνίας που θα επιτρέψει την εκ νέου χρηματοδότηση της χώρας, θα ήταν δυσκολότερη.
Όπως και να ’χει, τα πιο δύσκολα είναι μπροστά μας, δυστυχώς με οποιαδήποτε εξέλιξη.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η μεγάλη κατρακύλα των βάσεων...
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΙΑΨΕΥΔΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΤΑ 20 ΕΥΡΩ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ