2015-12-03 06:23:06
Η κοινωνική ψυχολόγος Herrad Schenk αναλύει τις επιπτώσεις που μπιορεί να έχει ένα... διαζύγιο στην ανατροφή του παιδιού. Στο κείμενο που ακολουθεί βλέπουμε τα λάθη που κυρίως η μητέρα κάνει μετά το χωρισμό. Τι συμβαίνει με τον ερχομό ενός νέου συντρόφου στη ζωή της;
Στην πρώτη φάση του άγχους της μητρότητας, πολλές γυναίκες θεωρούν ότι δέχονται ελάχιστη βοήθεια από τους άνδρες τους. Όταν γίνονται μητέρες, έχουν συχνά την αίσθηση ότι κουβαλάνε ολομόναχες το βάρος της αλλαγής που φέρνει η γέννηση ενός παιδιού. Αν εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, το πληρώνουν ακριβά μετά από κάποια χρόνια. Αν συνεχίσουν να εργάζονται, υποχρεώνονται να παίξουν διπλό ή τριπλό ρόλο.
Στις απαιτήσεις του επαγγέλματός τους προστίθενται οι αρμοδιότητες του νοικοκυριού και κυρίως τα νέα καθήκοντα του μητρικού ρόλου. Εάν οι γυναίκες, στη φάση αυτή, αισθανθούν ότι ο σύντροφός τους δεν τις στηρίζει επαρκώς, ή ότι αντιδρά αρνητικά κάποιες φορές, τότε φυσικά πληγώνονται και θυμώνουν:
«Τι μου προσφέρει ένας άνδρας που αντί να με βοηθήσει με επιβαρύνει κι άλλο; Στην ανάγκη θα τα καταφέρω και μονάχη μου. Έτσι κι αλλιώς, και τώρα σχεδόν όλα μόνη μου τα κάνω!».
Όταν ο πατέρας φεύγει, το δέσιμο με τα παιδιά γίνεται εντονότερο. Το παιδί μετατρέπεται σε αντικείμενο λατρείας και παραμένει με τη μητέρα του, η οποία ελπίζει να το αναθρέψει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε εκείνο να μην την απογοητεύσει ποτέ, όπως ο πρώην σύζυγος. Ο τελευταίος πάντα επιλέγει τη φυγή. «Οι σύζυγοι έρχονται και φεύγουν. Στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ εκεί, όταν τους χρειάζεσαι. Ένα παιδί όμως! Ένα παιδί θα σταθεί πάντα στο πλευρό σου, εφόσον κι εσύ του έχεις σταθεί», λέει η ερευνήτρια Phyllis Chesler. Πίσω απ’ αυτή την υποσυνείδητη σκέψη, στην οποία παγιδεύονται πολλές γυναίκες, ελλοχεύει μια επικίνδυνη τροπή στη σχέση μητέρας- παιδιού: Το παιδί μετατρέπεται σε μια μορφή υποκατάστατου του συντρόφου, επειδή είναι περισσότερο διαθέσιμο και πιο εξαρτημένο από τη μητρική αγάπη. Το παιδί πλέον γίνεται εκείνο που θα δώσει νόημα και σταθερότητα στη ζωή της μητέρας.
Υπάρχει όμως και η συναισθηματική κακοποίηση, η οποία μακροπρόθεσμα ακρωτηριάζει ψυχικά το παιδί — κι αυτή συντελείται συχνότερα από τις μητέρες παρά από τους πατέρες.
Το φταίξιμο σίγουρα δεν βαρύνει τη μητέρα αλλά προκύπτει, αναγκαστικά σχεδόν, από τις κοινωνικές συνθήκες: Όπου υπάρχει «λιγότερος» πατέρας, υπάρχει «περισσότερη» μητέρα και να η ρίζα της συναισθηματικής κακοποίησης.
Μια μητέρα που αναλαμβάνει όλες τις αρμοδιότητες, ένας πατέρας που αποσύρεται στη γωνία της παλιάς μορφής οικογένειας και μια μητέρα που μεγαλώνει τα παιδιά της μόνη, με το «αναπληρωματικό» πατέρα στο περιθώριο της δυάδας μητέρας- παιδιού, συνθέτουν τις νέες μορφές της μητριαρχίας. Οι μητέρες φαντάζουν σαν μοναδικές υπεύθυνες και σχεδόν παντοδύναμες στο θέμα των παιδιών, κι έχουν καταλάβει το κέντρο της οικογένειας. Συγχρόνως όμως, μέσα στην παντοδυναμία τους, εμφανίζονται ανήμπορες και ανίσχυρες. Στα μάτια του περιβάλλοντος τους, αλλά και στα δικά τους, ίσως και σ’ αυτά των παιδιών τους, για ο,τιδήποτε κι αν συμβεί αυτές θα θεωρηθούν υπεύθυνες.
Πρέπει να δίνουν στο παιδί τους στοργή, τρυφερότητα και επιβεβαίωση, ενώ συγχρόνως να του επιβάλλουν την πειθαρχία και να του θέτουν όρια. Ειδικά σε ό,τι αφορά στην πειθαρχία —η οποία παλιότερα αποτελούσε καθήκον του πατέρα- το βάρος είναι μεγάλο — οι μητέρες συχνά δεν τα πολυκαταφέρνουν. Δεν μπορούν να στεναχωρούν το παιδί τους, όταν απ’ την άλλη του ζητούν να μεγαλώσει μόνο μαζί τους. Το παιδί πρέπει να τις αγαπήσει και οι απαγορεύσεις και απογοητεύσεις ίσως το απομακρύνουν από κοντά της. Το μόνο πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος που έχει κοντά του το παιδί είναι η μητέρα. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να το μαλώσει και να είναι αυστηρή μαζί του;
Καταλήγει, μάλιστα, να μην ανέχεται την αυταρχικότητα ούτε από την πλευρά του πατέρα. Τόσο του πραγματικού πατέρα, επειδή θεωρεί ότι, έχοντας απομακρυνθεί, δεν γνωρίζει καλά το παιδί, όσο και του ενδεχόμενου νέου συντρόφου της που παίζει το ρόλο του πατέρα. Το παιδί αποτελεί μια ευκαιρία για τη μητέρα. Εκείνη είναι υπεύθυνη για εκείνο, εκείνη το εκπροσωπεί, μόνο εκείνη το γνωρίζει καλά.
Εμπειρικές έρευνες υποστηρίζουν ότι οι μητέρες παραχωρούν στους νέους συντρόφους τους ένα ελάχιστο δικαίωμα συμμετοχής στην ανατροφή των παιδιών τους, κι αυτό αφού περάσουν δυο τουλάχιστον χρόνια από τη στιγμή που εκείνοι θα μετακομίσουν στο σπίτι της μητέρας. Προφανώς καταλαμβάνονται από συναισθήματα ενοχής μόλις δώσουν χώρο για κάποιον τρίτο στη ζωή τους, και πιστεύουν ότι πρέπει να μεταδώσουν στο παιδί την αίσθηση ότι η αποκλειστική σχέση μαζί του κατέχει την υψηλότερη θέση στην κλίμακα των αξιών της.
Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ζήσουν σε πολύπλοκα κοινωνικά πλέγματα σχέσεων. Σ’ αυτό πιθανόν να συντελεί και το δόγμα ότι η σχέση μητέρας-παιδιού είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Σ’ αυτή τη σχέση, το παιδί και οι ανάγκες του αποτελούν το επίκεντρο, και δεν είναι λίγες οι φορές που συχνά δεν ακολουθεί η γέννηση δεύτερου παιδιού γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Ο ενήλικας στη σχέση του με το άλλο φύλλο, αναζητά ένα σύντροφο, στον οποίο θα αφιερωθεί ολοκληρωτικά και απόλυτα. Όσοι δεν ωριμάσουν, αναζητούν διαρκώς μία τέτοιας μορφής σχέση, που θα ικανοποιήσει αυτή τους την ανάγκη. Κι αυτό οδηγεί σε πιο σύνθετες καταστάσεις, με πολλές και μεταβαλλόμενες απαιτήσεις και εξαρτήσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, οδηγούν σε αξιέξοδα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ανταπεξέρχονται καλά μόνο σε μονοπρόσωπη σχέση (με τον εαυτό τους), ή σε δυαδικές σχέσεις (με άλλο ένα πρόσωπο). Ακόμη και σχέσεις του ενός εκ των δύο συντρόφων με κάποιο τρίτο πρόσωπο μπορούν να επιβαρύνουν τόσο μια σχέση μέχρι και σε σημείο να τη διαλύσουν.
Προβάλλει άμεσα η πίεση της απόφασης: Ή αυτή ή εγώ - ή αυτός ή εγώ.
Η μεγάλη κρίση στη ζωή κάθε νέου ζευγαριού είναι η εμφάνιση και ανάμιξη κάποιου τρίτου προσώπου, είτε αυτός μπαίνει στη σχέση από την πλευρά του ενός μόνο συντρόφου, είτε είναι το νεογέννητο παιδί. Δεν είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι πολλά ζευγάρια, περνώντας από τη σχέση άνδρα-γυναίκας στη σχέση πατέρας-μητέρα-παιδί, καταλήγουν στο χωρισμό.
Ο άνδρας αποκτά παιδική συμπεριφορά κι αρχίζει να ζηλεύει, αρνείται να κατανοήσει τη στενή σχέση αγάπης που ανα πάσα στιγμή που εκείνοι θα μετακομίσουν στο σπίτι της μητέρας. Προφανώς καταλαμβάνονται από συναισθήματα ενοχής μόλις δώσουν χώρο για κάποιον τρίτο στη ζωή τους, και πιστεύουν ότι πρέπει να μεταδώσουν στο παιδί την αίσθηση ότι η αποκλειστική σχέση μαζί του κατέχει την υψηλότερη θέση στην κλίμακα των αξιών της.
Απόσπασμα από το βιβλίο Πόση μητέρα χρειάζεται ο άνθρωπος - Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Θυμάρι για την ευγενική παραχώρηση του υλικού Tromaktiko
Στην πρώτη φάση του άγχους της μητρότητας, πολλές γυναίκες θεωρούν ότι δέχονται ελάχιστη βοήθεια από τους άνδρες τους. Όταν γίνονται μητέρες, έχουν συχνά την αίσθηση ότι κουβαλάνε ολομόναχες το βάρος της αλλαγής που φέρνει η γέννηση ενός παιδιού. Αν εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, το πληρώνουν ακριβά μετά από κάποια χρόνια. Αν συνεχίσουν να εργάζονται, υποχρεώνονται να παίξουν διπλό ή τριπλό ρόλο.
Στις απαιτήσεις του επαγγέλματός τους προστίθενται οι αρμοδιότητες του νοικοκυριού και κυρίως τα νέα καθήκοντα του μητρικού ρόλου. Εάν οι γυναίκες, στη φάση αυτή, αισθανθούν ότι ο σύντροφός τους δεν τις στηρίζει επαρκώς, ή ότι αντιδρά αρνητικά κάποιες φορές, τότε φυσικά πληγώνονται και θυμώνουν:
«Τι μου προσφέρει ένας άνδρας που αντί να με βοηθήσει με επιβαρύνει κι άλλο; Στην ανάγκη θα τα καταφέρω και μονάχη μου. Έτσι κι αλλιώς, και τώρα σχεδόν όλα μόνη μου τα κάνω!».
Όταν ο πατέρας φεύγει, το δέσιμο με τα παιδιά γίνεται εντονότερο. Το παιδί μετατρέπεται σε αντικείμενο λατρείας και παραμένει με τη μητέρα του, η οποία ελπίζει να το αναθρέψει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε εκείνο να μην την απογοητεύσει ποτέ, όπως ο πρώην σύζυγος. Ο τελευταίος πάντα επιλέγει τη φυγή. «Οι σύζυγοι έρχονται και φεύγουν. Στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ εκεί, όταν τους χρειάζεσαι. Ένα παιδί όμως! Ένα παιδί θα σταθεί πάντα στο πλευρό σου, εφόσον κι εσύ του έχεις σταθεί», λέει η ερευνήτρια Phyllis Chesler. Πίσω απ’ αυτή την υποσυνείδητη σκέψη, στην οποία παγιδεύονται πολλές γυναίκες, ελλοχεύει μια επικίνδυνη τροπή στη σχέση μητέρας- παιδιού: Το παιδί μετατρέπεται σε μια μορφή υποκατάστατου του συντρόφου, επειδή είναι περισσότερο διαθέσιμο και πιο εξαρτημένο από τη μητρική αγάπη. Το παιδί πλέον γίνεται εκείνο που θα δώσει νόημα και σταθερότητα στη ζωή της μητέρας.
Υπάρχει όμως και η συναισθηματική κακοποίηση, η οποία μακροπρόθεσμα ακρωτηριάζει ψυχικά το παιδί — κι αυτή συντελείται συχνότερα από τις μητέρες παρά από τους πατέρες.
Το φταίξιμο σίγουρα δεν βαρύνει τη μητέρα αλλά προκύπτει, αναγκαστικά σχεδόν, από τις κοινωνικές συνθήκες: Όπου υπάρχει «λιγότερος» πατέρας, υπάρχει «περισσότερη» μητέρα και να η ρίζα της συναισθηματικής κακοποίησης.
Μια μητέρα που αναλαμβάνει όλες τις αρμοδιότητες, ένας πατέρας που αποσύρεται στη γωνία της παλιάς μορφής οικογένειας και μια μητέρα που μεγαλώνει τα παιδιά της μόνη, με το «αναπληρωματικό» πατέρα στο περιθώριο της δυάδας μητέρας- παιδιού, συνθέτουν τις νέες μορφές της μητριαρχίας. Οι μητέρες φαντάζουν σαν μοναδικές υπεύθυνες και σχεδόν παντοδύναμες στο θέμα των παιδιών, κι έχουν καταλάβει το κέντρο της οικογένειας. Συγχρόνως όμως, μέσα στην παντοδυναμία τους, εμφανίζονται ανήμπορες και ανίσχυρες. Στα μάτια του περιβάλλοντος τους, αλλά και στα δικά τους, ίσως και σ’ αυτά των παιδιών τους, για ο,τιδήποτε κι αν συμβεί αυτές θα θεωρηθούν υπεύθυνες.
Πρέπει να δίνουν στο παιδί τους στοργή, τρυφερότητα και επιβεβαίωση, ενώ συγχρόνως να του επιβάλλουν την πειθαρχία και να του θέτουν όρια. Ειδικά σε ό,τι αφορά στην πειθαρχία —η οποία παλιότερα αποτελούσε καθήκον του πατέρα- το βάρος είναι μεγάλο — οι μητέρες συχνά δεν τα πολυκαταφέρνουν. Δεν μπορούν να στεναχωρούν το παιδί τους, όταν απ’ την άλλη του ζητούν να μεγαλώσει μόνο μαζί τους. Το παιδί πρέπει να τις αγαπήσει και οι απαγορεύσεις και απογοητεύσεις ίσως το απομακρύνουν από κοντά της. Το μόνο πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος που έχει κοντά του το παιδί είναι η μητέρα. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να το μαλώσει και να είναι αυστηρή μαζί του;
Καταλήγει, μάλιστα, να μην ανέχεται την αυταρχικότητα ούτε από την πλευρά του πατέρα. Τόσο του πραγματικού πατέρα, επειδή θεωρεί ότι, έχοντας απομακρυνθεί, δεν γνωρίζει καλά το παιδί, όσο και του ενδεχόμενου νέου συντρόφου της που παίζει το ρόλο του πατέρα. Το παιδί αποτελεί μια ευκαιρία για τη μητέρα. Εκείνη είναι υπεύθυνη για εκείνο, εκείνη το εκπροσωπεί, μόνο εκείνη το γνωρίζει καλά.
Εμπειρικές έρευνες υποστηρίζουν ότι οι μητέρες παραχωρούν στους νέους συντρόφους τους ένα ελάχιστο δικαίωμα συμμετοχής στην ανατροφή των παιδιών τους, κι αυτό αφού περάσουν δυο τουλάχιστον χρόνια από τη στιγμή που εκείνοι θα μετακομίσουν στο σπίτι της μητέρας. Προφανώς καταλαμβάνονται από συναισθήματα ενοχής μόλις δώσουν χώρο για κάποιον τρίτο στη ζωή τους, και πιστεύουν ότι πρέπει να μεταδώσουν στο παιδί την αίσθηση ότι η αποκλειστική σχέση μαζί του κατέχει την υψηλότερη θέση στην κλίμακα των αξιών της.
Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ζήσουν σε πολύπλοκα κοινωνικά πλέγματα σχέσεων. Σ’ αυτό πιθανόν να συντελεί και το δόγμα ότι η σχέση μητέρας-παιδιού είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Σ’ αυτή τη σχέση, το παιδί και οι ανάγκες του αποτελούν το επίκεντρο, και δεν είναι λίγες οι φορές που συχνά δεν ακολουθεί η γέννηση δεύτερου παιδιού γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Ο ενήλικας στη σχέση του με το άλλο φύλλο, αναζητά ένα σύντροφο, στον οποίο θα αφιερωθεί ολοκληρωτικά και απόλυτα. Όσοι δεν ωριμάσουν, αναζητούν διαρκώς μία τέτοιας μορφής σχέση, που θα ικανοποιήσει αυτή τους την ανάγκη. Κι αυτό οδηγεί σε πιο σύνθετες καταστάσεις, με πολλές και μεταβαλλόμενες απαιτήσεις και εξαρτήσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, οδηγούν σε αξιέξοδα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ανταπεξέρχονται καλά μόνο σε μονοπρόσωπη σχέση (με τον εαυτό τους), ή σε δυαδικές σχέσεις (με άλλο ένα πρόσωπο). Ακόμη και σχέσεις του ενός εκ των δύο συντρόφων με κάποιο τρίτο πρόσωπο μπορούν να επιβαρύνουν τόσο μια σχέση μέχρι και σε σημείο να τη διαλύσουν.
Προβάλλει άμεσα η πίεση της απόφασης: Ή αυτή ή εγώ - ή αυτός ή εγώ.
Η μεγάλη κρίση στη ζωή κάθε νέου ζευγαριού είναι η εμφάνιση και ανάμιξη κάποιου τρίτου προσώπου, είτε αυτός μπαίνει στη σχέση από την πλευρά του ενός μόνο συντρόφου, είτε είναι το νεογέννητο παιδί. Δεν είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι πολλά ζευγάρια, περνώντας από τη σχέση άνδρα-γυναίκας στη σχέση πατέρας-μητέρα-παιδί, καταλήγουν στο χωρισμό.
Ο άνδρας αποκτά παιδική συμπεριφορά κι αρχίζει να ζηλεύει, αρνείται να κατανοήσει τη στενή σχέση αγάπης που ανα πάσα στιγμή που εκείνοι θα μετακομίσουν στο σπίτι της μητέρας. Προφανώς καταλαμβάνονται από συναισθήματα ενοχής μόλις δώσουν χώρο για κάποιον τρίτο στη ζωή τους, και πιστεύουν ότι πρέπει να μεταδώσουν στο παιδί την αίσθηση ότι η αποκλειστική σχέση μαζί του κατέχει την υψηλότερη θέση στην κλίμακα των αξιών της.
Απόσπασμα από το βιβλίο Πόση μητέρα χρειάζεται ο άνθρωπος - Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Θυμάρι για την ευγενική παραχώρηση του υλικού Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τι γεύση έχει το πιο ακριβό κρέας στον κόσμο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ