2016-01-10 11:37:10
ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΒΑΘΜΟΛΟΓΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΕ ΕΟΠΥΥ, ΠΕΔΥ ΚΑΙ ΕΣΥ
Της Ελένης Πετροπούλου
Άρση της μονιμότητας και αξιολόγηση των γιατρών του ΕΣΥ, εισοδηματικά κριτήρια στην αποζημίωση φαρμάκων, επιβολή ειδικών φόρων κατανάλωσης καπνού, ποτών, τροφών με ζάχαρη και αλάτι για τη χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας, «ψηφίζουν» μεταξύ άλλων εκπρόσωποι του πολιτικού χώρου (ορισμένοι από τους οποίους έχουν διατελέσει υπουργοί Υγείας), θεσμικών φορέων, της ακαδημαϊκής κοινότητας, της φαρμακοβιομηχανίας και συλλόγων ασθενών.
Ένας στους δύο βαθμολογεί με «κάτω από τη βάση» την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας σε ΕΟΠΥΥ, ΠΕΔΥ και ΕΣΥ και θεωρούν «μονόδρομο» τον εξορθολογισμό των δαπανών για ένα βιώσιμο σύστημα υγείας.
«Αγκάθια» για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι η κακή πρόσβαση στις υπηρεσίες (ποσοστό 46%), η κακή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων (ποσοστό 70%) και η μέτρια ποιότητα των υπηρεσιών υγείας (ποσοστό 49%). Λίγο καλύτερες... επιδόσεις εμφανίζουν τα δημόσια νοσοκομεία: για μέτρια πρόσβαση στις υπηρεσίες κάνει λόγο το 43%, για κακή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων το 63% και για μέτρα ποιότητας των υπηρεσιών υγείας το 44%.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την έρευνα «Τι συμβαίνει με την υγεία στην Ελλάδα σήμερα; Μια προσέγγιση της πολιτικής για την υγεία, από όλους για όλους». Της Ομάδα Σκέψης «Πολιτική Υγείας», του Συλλόγου Αποφοίτων του LSE, και παρουσιάστηκε στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη διοίκηση, τα οικονομικά και τις πολιτικές υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (Δεκέμβριος 2015).
Όπως περιέγραψαν τα Μέλη της Ομάδας Σκέψης «Πολιτική Υγείας», Λαμπρινή Παπαγεωργίου και Θάνος Μπαλασόπουλος, οι οποίοι παρουσίασαν τα αποτελέσματα της έρευνας, η διαδικασία βασίστηκε στη διεξαγωγή μελέτης μέσω ερωτηματολογίου κλειστού τύπου, που καταγράφει τις απόψεις των βασικών εμπλεκόμενων και εταίρων στον τομέα της υγείας.
Το δείγμα απαρτίζεται από εκπροσώπους του πολιτικού χώρου, ορισμένοι από τους οποίους έχουν διατελέσει υπουργοί Υγείας, από εκπροσώπους θεσμικών φορέων, από διακεκριμένους εκπροσώπους της ελληνικής και διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας, από ανώτερα στελέχη της πολυεθνικής και εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, από διοικήσεις νοσοκομείων, από εκπροσώπους της ιατρικής κοινότητας και συλλόγων ασθενών.
Τα αποτελέσματα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς διαφαίνονται ισχυρές συγκλίσεις απόψεων μεταξύ των εταίρων όσον αφορά σε πολιτικές που αδυνατούσαν να εφαρμοστούν μέχρι σήμερα στη χώρα μας. Κάποιες από αυτές έχουν να κάνουν με την πολυπόθητη σύμπραξη δημοσίων και ιδιωτικών νοσοκομείων σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών, την εισαγωγή ενός συστήματος αξιολόγησης των γιατρών για το κλινικό τους έργο, βάσει του οποίου θα υπάρχουν επιβραβεύσεις ή κυρώσεις, και την αναγκαιότητα για σταθερότητα στις διοικητικές θέσεις των νοσοκομείων.
Πιο αναλυτικά, ποσοστό 57% των συμμετεχόντων θεωρούν ότι ο αριθμός των δημόσιων νοσοκομείων είναι «πολύ υψηλός» ή «υψηλός» έναντι 33% που θεωρεί ότι είναι «ικανοποιητικός» και 7% «πολύ χαμηλός» ή «χαμηλός».
Αντίστοιχα, «πολύ υψηλός» ή «υψηλός» είναι ο αριθμός των γιατρών για το 61% του δείγματος, «μέτριος» για το 22%, «πολύ χαμηλός» ή «χαμηλός» για το 16%.
Στον αντίποδα, ο αριθμός των νοσηλευτών με το 83% να τον θεωρεί «πολύ χαμηλό» ή «χαμηλό», έναντι 5% που τον θεωρεί «πολύ υψηλό» ή «υψηλό» και 10% «ικανοποιητικό».
Συμπράξεις, αξιολόγηση γιατρών
«Ναι» στις συμπράξεις δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων λέει το 74% των συμμετεχόντων (συμφωνώ απόλυτα ή συμφωνώ πολύ) με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στους εκπροσώπους του πολιτικού χώρου (100%), στους διοικητές και τη φαρμακευτική βιομηχανία (81%), στην ακαδημαϊκή κοινότητα (78%) και τα χαμηλότερα μεταξύ των συλλόγων ασθενών (56%). Υπέρ της εισαγωγής συστήματος αξιολόγησης των γιατρών για το κλινικό τους έργο, τάσσεται η συντριπτική πλειονότητα του δείγματος και συγκεκριμένα το 93% και για την οικονομική επιβάρυνση που προκαλούν στο σύστημα υγείας το 77%. Μάλιστα σημαντικό ποσοστό (68%) συμφωνούν με την άρση της μονιμότητας των γιατρών του ΕΣΥ.
Πόροι, χρηματοδότηση
Ποσοστό 82% θεωρεί ότι οι διαθέσιμοι δημόσιοι πόροι για την υγεία επαρκούν «λίγο ή καθόλου»για τη βιωσιμότητα του ΕΣΥ και ποσοστό 94% θεωρεί ότι οι διαθέσιμοι πόροι δεν κατανέμονται ορθά.
Σχετικά με τους τρόπους αύξησης χρηματοδότησης του ΕΣΥ, ποσοστό 71% προτείνει ιδιωτικά κονδύλια από συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού φορέα, ποσοστό 69% ειδικό φόρο κατανάλωσης καπνού, ποσοστό 66% φόρο κατανάλωσης ποτών και ποσοστό 40% ειδικό φόρο κατανάλωσης τροφών με ζάχαρη και αλάτι.
Επίσης, ποσοστό 52% συμφωνεί «πολύ» ή «απόλυτα» με τη διαμόρφωση των ποσοστών συμμετοχής των ασφαλισμένων στην αγορά των φαρμάκων βάσει εισοδηματικών κριτηρίων έναντι 41% «λίγο» ή «καθόλου». Τέλος, ποσοστό 70% συμφωνεί «πολύ» ή «απόλυτα» με την ύπαρξη επιλογής για ιδιωτική ασφάλιση έναντι της υποχρεωτικής δημόσιας ασφάλισης.
Γενόσημα ζητούν επτά στους δέκα
Σχεδόν επτά στους δέκα ερωτώμενους συμφωνούν ότι πρέπει να αυξηθεί η διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά και η συντριπτική πλειονότητα (ποσοστό 92%) θεωρεί ότι η τιμολόγηση καινοτόμων φαρμάκων πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από το κράτος και η τιμή τους να μην είναι ελεύθερη κρατικής παρέμβασης.
Στο ερώτημα: «ποιο ποσό αποζημίωσης θεωρείται ότι είναι αποδεκτό για μια καινοτόμα ετήσια φαρμακευτική αγωγή για σοβαρή ασθένεια που προσφέρει τρεις επιπλέον μήνες ζωής», σχεδόν ένας στους δύο συμμετέχοντες (ποσοστό 48%) απήντησαν ότι η «η ζωή δεν έχει τίμημα». Το ποσοστό αυτό φθάνει στο 89% όταν οι συμμετέχοντες ανήκουν σε συλλόγους ασθενών, στο 67% όταν οι συμμετέχοντες είναι πολιτικοί και στο 64% όταν είναι σε κυβερνητικούς-ρυθμιστικούς οργανισμούς.
Μικρό όφελος
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι ένα ποσοστό 17% (στο σύνολο των ερωτώμενων) δήλωσε ότι το κλινικό όφελος είναι πολύ μικρό για να αποζημιωθεί από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ποσοστό 23% ανέφερε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το ποσό αποζημίωσης θα πρέπει να κυμαίνεται από 30.000- 50.000 ευρώ έναντι ποσοστό 8% που είναι θετικό αν το ποσό αποζημίωσης κυμαίνεται από 50.000 - 70.000 και ποσοστό 4% από 70.000 έως 90.000.
Ποσοστό 83% συμφωνεί «λίγο ή καθόλου» με την άποψη ότι μόνο οικονομικοί λόγοι επαρκούν ώστε ένα καινοτόμο φάρμακο να μην αποζημιωθεί από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. «Πολύ ή απόλυτα» συμφωνεί μόλις το 7% των συμμετεχόντων.
Κριτήρια για την αποζημίωση ενός καινοτόμου φαρμάκου από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης είναι η κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια για το 85%, η οικονομική αποδοτικότητα για το 68%, η ύπαρξη ή μη εναλλακτικών θεραπευτικών επιλογών για το 61% και το κοινωνικό όφελος για το 56%.
medispin
Της Ελένης Πετροπούλου
Άρση της μονιμότητας και αξιολόγηση των γιατρών του ΕΣΥ, εισοδηματικά κριτήρια στην αποζημίωση φαρμάκων, επιβολή ειδικών φόρων κατανάλωσης καπνού, ποτών, τροφών με ζάχαρη και αλάτι για τη χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας, «ψηφίζουν» μεταξύ άλλων εκπρόσωποι του πολιτικού χώρου (ορισμένοι από τους οποίους έχουν διατελέσει υπουργοί Υγείας), θεσμικών φορέων, της ακαδημαϊκής κοινότητας, της φαρμακοβιομηχανίας και συλλόγων ασθενών.
Ένας στους δύο βαθμολογεί με «κάτω από τη βάση» την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας σε ΕΟΠΥΥ, ΠΕΔΥ και ΕΣΥ και θεωρούν «μονόδρομο» τον εξορθολογισμό των δαπανών για ένα βιώσιμο σύστημα υγείας.
«Αγκάθια» για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι η κακή πρόσβαση στις υπηρεσίες (ποσοστό 46%), η κακή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων (ποσοστό 70%) και η μέτρια ποιότητα των υπηρεσιών υγείας (ποσοστό 49%). Λίγο καλύτερες... επιδόσεις εμφανίζουν τα δημόσια νοσοκομεία: για μέτρια πρόσβαση στις υπηρεσίες κάνει λόγο το 43%, για κακή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων το 63% και για μέτρα ποιότητας των υπηρεσιών υγείας το 44%.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την έρευνα «Τι συμβαίνει με την υγεία στην Ελλάδα σήμερα; Μια προσέγγιση της πολιτικής για την υγεία, από όλους για όλους». Της Ομάδα Σκέψης «Πολιτική Υγείας», του Συλλόγου Αποφοίτων του LSE, και παρουσιάστηκε στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη διοίκηση, τα οικονομικά και τις πολιτικές υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (Δεκέμβριος 2015).
Όπως περιέγραψαν τα Μέλη της Ομάδας Σκέψης «Πολιτική Υγείας», Λαμπρινή Παπαγεωργίου και Θάνος Μπαλασόπουλος, οι οποίοι παρουσίασαν τα αποτελέσματα της έρευνας, η διαδικασία βασίστηκε στη διεξαγωγή μελέτης μέσω ερωτηματολογίου κλειστού τύπου, που καταγράφει τις απόψεις των βασικών εμπλεκόμενων και εταίρων στον τομέα της υγείας.
Το δείγμα απαρτίζεται από εκπροσώπους του πολιτικού χώρου, ορισμένοι από τους οποίους έχουν διατελέσει υπουργοί Υγείας, από εκπροσώπους θεσμικών φορέων, από διακεκριμένους εκπροσώπους της ελληνικής και διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας, από ανώτερα στελέχη της πολυεθνικής και εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, από διοικήσεις νοσοκομείων, από εκπροσώπους της ιατρικής κοινότητας και συλλόγων ασθενών.
Τα αποτελέσματα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς διαφαίνονται ισχυρές συγκλίσεις απόψεων μεταξύ των εταίρων όσον αφορά σε πολιτικές που αδυνατούσαν να εφαρμοστούν μέχρι σήμερα στη χώρα μας. Κάποιες από αυτές έχουν να κάνουν με την πολυπόθητη σύμπραξη δημοσίων και ιδιωτικών νοσοκομείων σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών, την εισαγωγή ενός συστήματος αξιολόγησης των γιατρών για το κλινικό τους έργο, βάσει του οποίου θα υπάρχουν επιβραβεύσεις ή κυρώσεις, και την αναγκαιότητα για σταθερότητα στις διοικητικές θέσεις των νοσοκομείων.
Πιο αναλυτικά, ποσοστό 57% των συμμετεχόντων θεωρούν ότι ο αριθμός των δημόσιων νοσοκομείων είναι «πολύ υψηλός» ή «υψηλός» έναντι 33% που θεωρεί ότι είναι «ικανοποιητικός» και 7% «πολύ χαμηλός» ή «χαμηλός».
Αντίστοιχα, «πολύ υψηλός» ή «υψηλός» είναι ο αριθμός των γιατρών για το 61% του δείγματος, «μέτριος» για το 22%, «πολύ χαμηλός» ή «χαμηλός» για το 16%.
Στον αντίποδα, ο αριθμός των νοσηλευτών με το 83% να τον θεωρεί «πολύ χαμηλό» ή «χαμηλό», έναντι 5% που τον θεωρεί «πολύ υψηλό» ή «υψηλό» και 10% «ικανοποιητικό».
Συμπράξεις, αξιολόγηση γιατρών
«Ναι» στις συμπράξεις δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων λέει το 74% των συμμετεχόντων (συμφωνώ απόλυτα ή συμφωνώ πολύ) με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στους εκπροσώπους του πολιτικού χώρου (100%), στους διοικητές και τη φαρμακευτική βιομηχανία (81%), στην ακαδημαϊκή κοινότητα (78%) και τα χαμηλότερα μεταξύ των συλλόγων ασθενών (56%). Υπέρ της εισαγωγής συστήματος αξιολόγησης των γιατρών για το κλινικό τους έργο, τάσσεται η συντριπτική πλειονότητα του δείγματος και συγκεκριμένα το 93% και για την οικονομική επιβάρυνση που προκαλούν στο σύστημα υγείας το 77%. Μάλιστα σημαντικό ποσοστό (68%) συμφωνούν με την άρση της μονιμότητας των γιατρών του ΕΣΥ.
Πόροι, χρηματοδότηση
Ποσοστό 82% θεωρεί ότι οι διαθέσιμοι δημόσιοι πόροι για την υγεία επαρκούν «λίγο ή καθόλου»για τη βιωσιμότητα του ΕΣΥ και ποσοστό 94% θεωρεί ότι οι διαθέσιμοι πόροι δεν κατανέμονται ορθά.
Σχετικά με τους τρόπους αύξησης χρηματοδότησης του ΕΣΥ, ποσοστό 71% προτείνει ιδιωτικά κονδύλια από συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού φορέα, ποσοστό 69% ειδικό φόρο κατανάλωσης καπνού, ποσοστό 66% φόρο κατανάλωσης ποτών και ποσοστό 40% ειδικό φόρο κατανάλωσης τροφών με ζάχαρη και αλάτι.
Επίσης, ποσοστό 52% συμφωνεί «πολύ» ή «απόλυτα» με τη διαμόρφωση των ποσοστών συμμετοχής των ασφαλισμένων στην αγορά των φαρμάκων βάσει εισοδηματικών κριτηρίων έναντι 41% «λίγο» ή «καθόλου». Τέλος, ποσοστό 70% συμφωνεί «πολύ» ή «απόλυτα» με την ύπαρξη επιλογής για ιδιωτική ασφάλιση έναντι της υποχρεωτικής δημόσιας ασφάλισης.
Γενόσημα ζητούν επτά στους δέκα
Σχεδόν επτά στους δέκα ερωτώμενους συμφωνούν ότι πρέπει να αυξηθεί η διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά και η συντριπτική πλειονότητα (ποσοστό 92%) θεωρεί ότι η τιμολόγηση καινοτόμων φαρμάκων πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από το κράτος και η τιμή τους να μην είναι ελεύθερη κρατικής παρέμβασης.
Στο ερώτημα: «ποιο ποσό αποζημίωσης θεωρείται ότι είναι αποδεκτό για μια καινοτόμα ετήσια φαρμακευτική αγωγή για σοβαρή ασθένεια που προσφέρει τρεις επιπλέον μήνες ζωής», σχεδόν ένας στους δύο συμμετέχοντες (ποσοστό 48%) απήντησαν ότι η «η ζωή δεν έχει τίμημα». Το ποσοστό αυτό φθάνει στο 89% όταν οι συμμετέχοντες ανήκουν σε συλλόγους ασθενών, στο 67% όταν οι συμμετέχοντες είναι πολιτικοί και στο 64% όταν είναι σε κυβερνητικούς-ρυθμιστικούς οργανισμούς.
Μικρό όφελος
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι ένα ποσοστό 17% (στο σύνολο των ερωτώμενων) δήλωσε ότι το κλινικό όφελος είναι πολύ μικρό για να αποζημιωθεί από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ποσοστό 23% ανέφερε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το ποσό αποζημίωσης θα πρέπει να κυμαίνεται από 30.000- 50.000 ευρώ έναντι ποσοστό 8% που είναι θετικό αν το ποσό αποζημίωσης κυμαίνεται από 50.000 - 70.000 και ποσοστό 4% από 70.000 έως 90.000.
Ποσοστό 83% συμφωνεί «λίγο ή καθόλου» με την άποψη ότι μόνο οικονομικοί λόγοι επαρκούν ώστε ένα καινοτόμο φάρμακο να μην αποζημιωθεί από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. «Πολύ ή απόλυτα» συμφωνεί μόλις το 7% των συμμετεχόντων.
Κριτήρια για την αποζημίωση ενός καινοτόμου φαρμάκου από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης είναι η κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια για το 85%, η οικονομική αποδοτικότητα για το 68%, η ύπαρξη ή μη εναλλακτικών θεραπευτικών επιλογών για το 61% και το κοινωνικό όφελος για το 56%.
medispin
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Η ΜΕΤΑΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ VD
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κύπρος: Αποζημιώσεις ύψους €1 δισ. αν κερδίσει η ΠΑΣΥΔΥ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ