2016-06-01 08:18:14
Το χωριό-μια σταλιά Αστέρι στα ανατολικά του Ρεθύμνου, ήταν ο πρώτος τόπος που μαρτύρησε και θρήνησε με την επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής την 1 Ιουνίου 1941. Οι ναζί αλεξιπτωτιστές, χρησιμοποιώντας τα άγρια ένστικτά τους στα αντίποινα, σκόρπισαν τον θάνατο στις ομαδικές εκτελέσεις και δυο μέρες αργότερα, στις 3 του μηνός, προχώρησαν στο ολοκαύτωμα. Από την πρώτη στιγμή έγινε φανερό ότι χρησιμοποιώντας και την πιο ακραία μορφή των δολοφονικών τους προθέσεων, επεδίωκαν να δαμάσουν τη γενναία κρητική ψυχή και να υποτάξουν την αντίσταση των Κρητικών Παιδί 14 χρόνων, τότε, ο Δημήτρης Αντωνογιωργάκης απορρόφησε τις αιμάτινες εικόνες και τις ώρες της φρίκης και μένουν ατόφιες και σήμερα, 75 χρόνια μετά, στο λογισμό του τέτοιες μέρες. «Παίρνουνε, λοιπόν, αυτούς που σκάφτανε το λάκκο», εξιστορεί, «έρχονται στο καφενείο του Ζαχαράκη που ‘χανε και τα’ άλλους, παίρνουνε κι αυτούς και τσοι πάνε και τα’ εκτελούνε. Ακούμε ΄μεις τσοι πυροβολισμούς από ‘κει που καθόμαστε και σε λιγάκι φεύγει πάλι ούλο το χωριό προς τα πάνω…»
Όταν μετά από μέρες γυρίζει με την οικογένειά του στο Αστέρι, στα μάτια του απλώνεται το μαύρο παντού: «Το χωριό ήτανε ολόμαυρο, ούλα ήτανε στα μαύρα, οι άντρες, οι γυναίκες ακόμη και τα παιδιά. Τώρα είμαι 90 χρονών και γυρίζω σ’ αυτές τσι μαύρες εποχές συχνά. Δε μ-πρόκειται να τσι ξεχάσω και δεν τσι ξέχασα σ’ όλα μου τα χρόνια…»
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ-ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Όταν πια η αντιστασιακή ορμή των κατοίκων εξολόθρευε τους επίλεκτους του Χίτλερ στην κρητική γη, επικράτησε η άποψη των εισβολέων να προειδοποιήσουν με τη ρίψη προκηρύξεων: «Κρητικοί, μη σκοτώνετε τσοι Γερμανούς στρατιώτες, μη τσοι τυραννάτε διότι θα κάνομε αντίποινα…». Πέμπτη 29 Μαΐου, η οικογένεια Αντωνογιωργάκη και άλλες οικογένειες από το Αστέρι έχουν εγκατασταθεί, φοβούμενες τα χειρότερα, στην κοντινή Αμνάτο «λίγο πιο κάτω από το Κόκκινο Μετόχι». Εκεί τις βρίσκει και η λήξη των πολεμικών επεισοδίων με την επικράτηση των δυνάμεων του Άξονα. «Οι γέροι και περισσότερο ένας Κεραμιανάκης, ένας από το Χαμαλεύρι που είχενε πρόβατα εδώ πέρα και τα πήρανε και τα λαλούσανε και βγαίνανε απάνω, νύχτα τώρα, δέκα, έντεκα, δώδεκα μεσάνυχτα, και τα πηγαίνανε προς την Αμνάτο», εξιστορεί ο Αντωνογιωργάκης. «Ακούνε το βρούχος οι γέροι, κουβεντιάζανε και πάνε στο δρόμο…
»Ξημερώνοντας Παρασκευή, βλέπω στη μ-πλατεία του χωριού χωριανούς και δικούς μας και λέω να πάω να δω ίντα γίνεται. Άκουσα και κουβεντιάζανε. Λέγανε: «Έπεσενε η Κρήτη, ο πόλεμος ετελειώσενε, να δούμε τι θα γίνει». Μια στιγμή βγαίνει κάποιος, Αμνατσανός βέβαια, και λέει: «Παιδιά, ήρθανε οι Γερμανοί κάτω στο δρόμο κι εσταματήσενε μια διπλή μοτοσυκλέτα με δυο Γερμανούς κι ένα διερμηνέα». Διερμηνέας ήτανε ένας Χαμαράκης απού τη μ-Πηγή, όχι προδότης, που ήξερενε τα γερμανικά, του λέγανε οι Γερμανοί και μας έλεγενε: «Παιδιά, ο πόλεμος ετελείωσενε, αναλάβανε τη γ-Κρήτη οι Γερμανοί, οι Γερμανοί είναι καλός λαός, δε σας ε-πειράζουνε, να κατεβείτε τώρα στα σπίτια σας να κάτσετε, να κάνετε τσι δουλειές σας». Τα είπανε και φεύγουνε…
»Λένε οι δικοί μας: «Να φύγομενε». Αλλά ορισμένοι εμείνανε όξω απ’ το Αστέρι κι άλλοι εμπήκανε στο χωριό, στα σπίτια ν-των-ε. Εμείς είχαμε φυτέψει μποστάνι στο περβόλι κι επήγαμε και μείναμε. Καρπούζες, αξέχαστα, το ‘χαμε βάλει εκείνηνά τη χρονιά, είχαμε ξεπατώσει τσι κιτρές το ’37 ή το ’38. Μένουν τ’ άλλα παιδιά στο χωριό, στο σπίτι με τη μάνα μας και ξημερώνει ημέρα Σάββατο. Δουλεύαμε εκειά με το μ-πατέρα μου και το απόγευμα μου λέει: «Άμε στο χωριό να δεις τι κάνουν η μητέρα με τ’ αδέρφια σου». Φεύγω, λοιπόν, έρχομαι στο χωριό και πέρασα από το καφενείο του χωριού μας, που το ‘κανε ένας Ζαχαράκης, γαμπρός του Τσίχλη. Πάω, βρίχνω τη μάνα μου στο σπίτι. Λέει: «Καλά, παιδί μου, επαέ κάθομέστανε, ησυχία είναι…
ΚΥΡΙΑΚΗ ΓΕΜΑΤΗ…ΘΑΝΑΤΟ
»Ξημερώνει Κυριακή! Το πρωί μου λέει πάλι: «Άμε στο χωριό να δεις ίντα γίνεται». Φεύγω και κατέβαινα και βλέπω τσ’ ανθρώπους που σκάβανε πάνω-πάνω στου Μπογιατζή και δυο, τρεις, τέσσερις Γερμανούς, δε θυμούμαι, με τα ταχυβόλα στον ώμο και τσ’ ανθρώπους κι εσκάφτανε. Δε μου μιλήσανε καθόλου! Επέρασα από ‘κει, εκατέβηκα στο χωριό, είχανε τσοι γέρους και τσ’ άλλους χωριανούς ακουμπισμένους στο ν-τοίχο του καφενείου κι άλλοι Γερμανοί τσοι βλέπανε. Δε μου μιλήσανε, έρχομαι στο σπίτι, βλέπω τη μάνα μου και μου λέει: «Επιάσανε, παιδί μου, τσοι χωριανούς, πού τσοι πήγανε, ίντα θα τσοι κάμουνε, δε γ-ξέρω». Φεύγω και πάω και το λέω του πατέρα μου. Εφύγαμε! Δε μπήκαμε στο χωριό, πήγαμε πλιο πάνω πεντακόσια μέτρα, στο Δριμύ…
»Καθίζομε ‘κει πέρα και δεν επέρασενε μισή ώρα και φτάνει ο Κωστής ο Δευτεραίος, που κι αυτός έσκαφτενε το λάκκο. Του το ΄πε αυτός! Λέει: «Εγώ θα φύγω». Των είχανε πει, λέει, οι Γερμανοί πως ‘θελα βάλουνε κανόνι. «Πού τώρα», έλεγενε αυτός, ¨στον ελαιώνα μέσα ‘θελα βάλουνε κανόνι;» Ο Κώστας ήτανε Μικρασιάτης κι αυτός κι είχενε τραβήξει πολλά κι αυτός! «Εγώ θα φύγω», των ε-λέει. Βγάνει τα παπούτσια ν-του. Του λένε: «Γιάντα τα βγάνεις». Λέει: «Γιατί μπαίνουνε χώματα». Βγάνει και το σακάκι ν-του. Λένε τώρα οι άλλοι που γλιτώσανε, ότι ο Ζαχαράκης ο Κωστής ο συγχωρεμένος, εφόριενε ένα δακτυλίδι και προσηλωθήκανε οι Γερμανοί στο δακτυλίδι, ίσως θέλανε άρον-άρον να του το πάρουνε. Φεύγει γλακηστός ο Δευτεραίος και δε μπορώ να πω αν του έπαιξαν και δεν τον ευρήκαν οι σφαίρες, ή δεν του παίξανε καθόλου. Δε γ-ξέρω!
»Έρχεται, λοιπόν, εκεί που ήμασταν με το μ-πατέρα μου και μας ε-λέει: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει, έφυγα εγώ». Κάθισε με το μ-πατέρα μου κι εκουβεντιάζανε, άκουγα εγώ, και του ‘λεγε: «Γιώργη, εμένα είναι η γνώμη μου πως θα τσοι σκοτώσουνε, γι αυτό αποφάσισα να φύγω. Τώρα, αν μετανιώσουνε και δεν τσοι σκοτώσουνε, δε γ-ξέρω!» Ρωτώ και σήμερα: Το φεύγα του Δευτεραίου ήτανε η αιτία κι αποφασίσανε να τσοι πάνε στον Τσίχλικα να τσοι σκοτώσουνε; Κανείς δε γ-ξέρει! Παίρνουνε λοιπόν αυτούς που σκάφτανε το λάκκο, έρχονται στο καφενείο του Ζαχαράκη που ‘χανε τα’ άλλους, παίρνουνε κι αυτούς και τσοι πάνε και τσ’ εκτελούνε. Ακούμε ‘μεις τσοι πυροβολισμούς από ‘κει που καθόμαστε και σε λιγάκι φεύγει πάλι ούλο το χωριό προς τα πάνω…»
Θύματα της μαύρης μέρας στον «Τσίχλικα» ήταν οι Κων. Σταύρου Διαλιεκτός 63 χρονών, Κων. Μάρκου Ζαχαράκης 48, Γιάννης Μιχ. Καρδαμίτσης 49, Μαν. Νικ. Κισσανδράκης 46, Γιώργος Εμμ. Πολιουδάκης 54, Γιώργος Παν. Πολιουδάκης 43, Θανάσης, Γιώργος και Παντελής Πυργαρούσης 27,36,44 χρόνων αντίστοιχα, Μιχ. Νικ. Φραγκιαδάκης 68, Μανώλης Αρ. Φραγκιουδάκης 53 και Κώστας Ιωάνν. Τσιχλάκης 69
Πηγή Tromaktiko
Όταν μετά από μέρες γυρίζει με την οικογένειά του στο Αστέρι, στα μάτια του απλώνεται το μαύρο παντού: «Το χωριό ήτανε ολόμαυρο, ούλα ήτανε στα μαύρα, οι άντρες, οι γυναίκες ακόμη και τα παιδιά. Τώρα είμαι 90 χρονών και γυρίζω σ’ αυτές τσι μαύρες εποχές συχνά. Δε μ-πρόκειται να τσι ξεχάσω και δεν τσι ξέχασα σ’ όλα μου τα χρόνια…»
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ-ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Όταν πια η αντιστασιακή ορμή των κατοίκων εξολόθρευε τους επίλεκτους του Χίτλερ στην κρητική γη, επικράτησε η άποψη των εισβολέων να προειδοποιήσουν με τη ρίψη προκηρύξεων: «Κρητικοί, μη σκοτώνετε τσοι Γερμανούς στρατιώτες, μη τσοι τυραννάτε διότι θα κάνομε αντίποινα…». Πέμπτη 29 Μαΐου, η οικογένεια Αντωνογιωργάκη και άλλες οικογένειες από το Αστέρι έχουν εγκατασταθεί, φοβούμενες τα χειρότερα, στην κοντινή Αμνάτο «λίγο πιο κάτω από το Κόκκινο Μετόχι». Εκεί τις βρίσκει και η λήξη των πολεμικών επεισοδίων με την επικράτηση των δυνάμεων του Άξονα. «Οι γέροι και περισσότερο ένας Κεραμιανάκης, ένας από το Χαμαλεύρι που είχενε πρόβατα εδώ πέρα και τα πήρανε και τα λαλούσανε και βγαίνανε απάνω, νύχτα τώρα, δέκα, έντεκα, δώδεκα μεσάνυχτα, και τα πηγαίνανε προς την Αμνάτο», εξιστορεί ο Αντωνογιωργάκης. «Ακούνε το βρούχος οι γέροι, κουβεντιάζανε και πάνε στο δρόμο…
»Ξημερώνοντας Παρασκευή, βλέπω στη μ-πλατεία του χωριού χωριανούς και δικούς μας και λέω να πάω να δω ίντα γίνεται. Άκουσα και κουβεντιάζανε. Λέγανε: «Έπεσενε η Κρήτη, ο πόλεμος ετελειώσενε, να δούμε τι θα γίνει». Μια στιγμή βγαίνει κάποιος, Αμνατσανός βέβαια, και λέει: «Παιδιά, ήρθανε οι Γερμανοί κάτω στο δρόμο κι εσταματήσενε μια διπλή μοτοσυκλέτα με δυο Γερμανούς κι ένα διερμηνέα». Διερμηνέας ήτανε ένας Χαμαράκης απού τη μ-Πηγή, όχι προδότης, που ήξερενε τα γερμανικά, του λέγανε οι Γερμανοί και μας έλεγενε: «Παιδιά, ο πόλεμος ετελείωσενε, αναλάβανε τη γ-Κρήτη οι Γερμανοί, οι Γερμανοί είναι καλός λαός, δε σας ε-πειράζουνε, να κατεβείτε τώρα στα σπίτια σας να κάτσετε, να κάνετε τσι δουλειές σας». Τα είπανε και φεύγουνε…
»Λένε οι δικοί μας: «Να φύγομενε». Αλλά ορισμένοι εμείνανε όξω απ’ το Αστέρι κι άλλοι εμπήκανε στο χωριό, στα σπίτια ν-των-ε. Εμείς είχαμε φυτέψει μποστάνι στο περβόλι κι επήγαμε και μείναμε. Καρπούζες, αξέχαστα, το ‘χαμε βάλει εκείνηνά τη χρονιά, είχαμε ξεπατώσει τσι κιτρές το ’37 ή το ’38. Μένουν τ’ άλλα παιδιά στο χωριό, στο σπίτι με τη μάνα μας και ξημερώνει ημέρα Σάββατο. Δουλεύαμε εκειά με το μ-πατέρα μου και το απόγευμα μου λέει: «Άμε στο χωριό να δεις τι κάνουν η μητέρα με τ’ αδέρφια σου». Φεύγω, λοιπόν, έρχομαι στο χωριό και πέρασα από το καφενείο του χωριού μας, που το ‘κανε ένας Ζαχαράκης, γαμπρός του Τσίχλη. Πάω, βρίχνω τη μάνα μου στο σπίτι. Λέει: «Καλά, παιδί μου, επαέ κάθομέστανε, ησυχία είναι…
ΚΥΡΙΑΚΗ ΓΕΜΑΤΗ…ΘΑΝΑΤΟ
»Ξημερώνει Κυριακή! Το πρωί μου λέει πάλι: «Άμε στο χωριό να δεις ίντα γίνεται». Φεύγω και κατέβαινα και βλέπω τσ’ ανθρώπους που σκάβανε πάνω-πάνω στου Μπογιατζή και δυο, τρεις, τέσσερις Γερμανούς, δε θυμούμαι, με τα ταχυβόλα στον ώμο και τσ’ ανθρώπους κι εσκάφτανε. Δε μου μιλήσανε καθόλου! Επέρασα από ‘κει, εκατέβηκα στο χωριό, είχανε τσοι γέρους και τσ’ άλλους χωριανούς ακουμπισμένους στο ν-τοίχο του καφενείου κι άλλοι Γερμανοί τσοι βλέπανε. Δε μου μιλήσανε, έρχομαι στο σπίτι, βλέπω τη μάνα μου και μου λέει: «Επιάσανε, παιδί μου, τσοι χωριανούς, πού τσοι πήγανε, ίντα θα τσοι κάμουνε, δε γ-ξέρω». Φεύγω και πάω και το λέω του πατέρα μου. Εφύγαμε! Δε μπήκαμε στο χωριό, πήγαμε πλιο πάνω πεντακόσια μέτρα, στο Δριμύ…
»Καθίζομε ‘κει πέρα και δεν επέρασενε μισή ώρα και φτάνει ο Κωστής ο Δευτεραίος, που κι αυτός έσκαφτενε το λάκκο. Του το ΄πε αυτός! Λέει: «Εγώ θα φύγω». Των είχανε πει, λέει, οι Γερμανοί πως ‘θελα βάλουνε κανόνι. «Πού τώρα», έλεγενε αυτός, ¨στον ελαιώνα μέσα ‘θελα βάλουνε κανόνι;» Ο Κώστας ήτανε Μικρασιάτης κι αυτός κι είχενε τραβήξει πολλά κι αυτός! «Εγώ θα φύγω», των ε-λέει. Βγάνει τα παπούτσια ν-του. Του λένε: «Γιάντα τα βγάνεις». Λέει: «Γιατί μπαίνουνε χώματα». Βγάνει και το σακάκι ν-του. Λένε τώρα οι άλλοι που γλιτώσανε, ότι ο Ζαχαράκης ο Κωστής ο συγχωρεμένος, εφόριενε ένα δακτυλίδι και προσηλωθήκανε οι Γερμανοί στο δακτυλίδι, ίσως θέλανε άρον-άρον να του το πάρουνε. Φεύγει γλακηστός ο Δευτεραίος και δε μπορώ να πω αν του έπαιξαν και δεν τον ευρήκαν οι σφαίρες, ή δεν του παίξανε καθόλου. Δε γ-ξέρω!
»Έρχεται, λοιπόν, εκεί που ήμασταν με το μ-πατέρα μου και μας ε-λέει: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει, έφυγα εγώ». Κάθισε με το μ-πατέρα μου κι εκουβεντιάζανε, άκουγα εγώ, και του ‘λεγε: «Γιώργη, εμένα είναι η γνώμη μου πως θα τσοι σκοτώσουνε, γι αυτό αποφάσισα να φύγω. Τώρα, αν μετανιώσουνε και δεν τσοι σκοτώσουνε, δε γ-ξέρω!» Ρωτώ και σήμερα: Το φεύγα του Δευτεραίου ήτανε η αιτία κι αποφασίσανε να τσοι πάνε στον Τσίχλικα να τσοι σκοτώσουνε; Κανείς δε γ-ξέρει! Παίρνουνε λοιπόν αυτούς που σκάφτανε το λάκκο, έρχονται στο καφενείο του Ζαχαράκη που ‘χανε τα’ άλλους, παίρνουνε κι αυτούς και τσοι πάνε και τσ’ εκτελούνε. Ακούμε ‘μεις τσοι πυροβολισμούς από ‘κει που καθόμαστε και σε λιγάκι φεύγει πάλι ούλο το χωριό προς τα πάνω…»
Θύματα της μαύρης μέρας στον «Τσίχλικα» ήταν οι Κων. Σταύρου Διαλιεκτός 63 χρονών, Κων. Μάρκου Ζαχαράκης 48, Γιάννης Μιχ. Καρδαμίτσης 49, Μαν. Νικ. Κισσανδράκης 46, Γιώργος Εμμ. Πολιουδάκης 54, Γιώργος Παν. Πολιουδάκης 43, Θανάσης, Γιώργος και Παντελής Πυργαρούσης 27,36,44 χρόνων αντίστοιχα, Μιχ. Νικ. Φραγκιαδάκης 68, Μανώλης Αρ. Φραγκιουδάκης 53 και Κώστας Ιωάνν. Τσιχλάκης 69
Πηγή Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Γιατί το ISIS θέλει να ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙ τις δορυφορικές τηλεοράσεις;
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το ιερό νερό του Γάγγη και... ταχυδρομικώς!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ