2016-06-20 19:59:13
Τον Απρίλη του 1950, οι Έθελ και Τζούλιους Ρόζενμπεργκ καταδικάζονται σε θάνατο, κατηγορούμενοι για κατασκοπεία ατομικής τεχνολογίας υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης.
Πρόκειται για τους πρώτους Αμερικανούς πολίτες που οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα για κατασκοπεία, παρά το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, δεν παρουσιάστηκαν ισχυρά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή τους.
O Τζούλιους Ρόζενμπεργκ γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του Έθελ Γκρίνγκλας σε εκδήλωση της Παγκόσμιας Ένωσης Ναυτικών, την Πρωτοχρονιά του 1936. Ο Τζούλιους σπούδαζε τότε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης. Μετά την αποφοίτησή του, το ζευγάρι παντρεύτηκε και μετακόμισε στο Μπρούκλιν και ο Τζούλιους άρχισε να εργάζεται στον αμερικανικό στρατό, στη μονάδα των ραντάρ. Για ένα σύντομο διάστημα, το ζευγάρι συμμετείχε ενεργά στο Κομουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ και λίγο καιρό αργότερα, τους ακολούθησαν ο αδερφός της Έθελ, Ντέιβιντ και η σύζυγός του Ρουθ. Ωστόσο, η γέννηση του παιδιού των Ρόζενμπεργκ το 1943 είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν το κόμμα.
Η σύλληψή τους
Ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας εργαζόταν ως χειριστής μηχανής στο Λος Άλαμος, του Νιου Μέξικο, όπου δοκιμάστηκε η πρώτη ατομική βόμβα, στη διάρκεια του Σχεδίου Μανχάταν. Στις 15 Ιουνίου 1950, ο Γκρίνγκλας ομολόγησε στο FBI πως είχε δώσει πληροφορίες για το σχέδιο στον Χάρι Γκολντ, έναν Σουηδό μετανάστη. Ο Γκολντ είχε ήδη ομολογήσει πως κατασκόπευε μαζί με τον ατομικό επιστήμονα Καρλ Φους, με σκοπό μα μεταφέρει πληροφορίες στους Σοβιετικούς. Ο Γκρίνγκλας υποστήριξε ακόμη πως είχε δώσει κάποια έγγραφα στην 26χρονη αδερφή του και το σύζυγό της. Την επομένη, το FBI εμφανίστηκε στο σπίτι των Ρόζενμπεργκ.
Ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ αρνήθηκε τα λεγόμενα του Γκρίνγκλας, κατηγορώντας τον ως ψεύτη. Η άρνησή του να συνεργαστεί με το FBI ερμηνεύτηκε ως απόπειρα απόκρυψης και πως επρόκειτο για έναν κατάσκοπο εξαιρετικής σημασίας. Στο πλαίσιο της έρευνας που ακολούθησε, το FBI εντόπισε τον Μαξ Έλιτσερ, ο οποίος είπε στους πράκτορες ότι το ζευγάρι τον είχε προσεγγίσει στα μέσα του 1940, προσπαθώντας να αποσπάσει εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες ο ίδιος είχε πρόσβαση λόγω της δουλειάς του, που περιλάμβανε συμβάσεις με την αεροπορία και το ναυτικό των ΗΠΑ.
Η δίκη – παρωδία
Στις 17 Αυγούστου 1950, ασκείται δίωξη κατά των Ρόζενμπεργκ για κατασκοπεία. Η δίκη ξεκίνησε στις 6 Μαρτίου. Τρίτος κατηγορούμενος ήταν ο Μόρτον Σόμπελ, τον οποίο είχε υποδείξει ο Έλιτσερ ως συνεργό των Ρόζενμπεργκ. Ο Γκρίνγκλας, η σύζυγός του, ο Γκολντ και ο Έλιτσερ κατέθεσαν στη δίκη πως οι Ρόζενμπεργκ εμπλέκονται σε ένα κύκλο κατασκοπείας, παρότι ο Έλιτσερ παραδέχτηκε πως ουδέποτε έδωσε κάποιο έγγραφο στον Τζούλιους.
Ο Σόμπελ ουδέποτε κατέθεσε, ενώ οι Ρόζενμπεργκ αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση. Όταν ο εισαγγελέας του ρώτησε για τη συμμετοχή τους στο Κομουνιστικό Κόμμα, αρνήθηκαν να απαντήσουν. Η υπόθεση εναντίον τους στηρίχτηκε σε σημαντικό βαθμό σε ένα ταξίδι του Σόμπελ στο Μεξικό και την προσπάθεια του Τζούλιους να βρει ένα διαβατήριο μετά την ομολογία του Φους. Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι.
Σε θάνατο Πλέον, ήταν η σειρά του δικαστή Ίρβινγκ Κάουφμαν να ορίσει την ποινή. Παρότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν καταδικαστεί για προδοσία, ο δικαστής ανακοινώνοντας την ποινή τους σημείωσε πως τα εγκλήματά τους ήταν «χειρότερα από δολοφονία», εξηγώντας πως «το να βάζεις στα χέρια των Ρώσων μια ατομική βόμβα έχει ήδη προκαλέσει, κατά την άποψή μου, την κομουνιστική επίθεση στην Κορέα, με αποτέλεσμα οι νεκροί να υπερβαίνουν τους 50.000 και ποιος ξέρει τι μπορεί εκατομμύρια ακόμη αθώοι άνθρωποι να πληρώσουν για την προδοσία σας». Στις 5 Απριλίου, ο Κάουφμαν καταδίκασε τους Ρόζενμπεργκ σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα και τον Σόμπελ σε 30ετή φυλάκιση.
Παγκόσμια αντίδραση
Οι Ρόζενμπεργκ άσκησαν έφεση κατά της απόφασης, πηγαίνοντας την υπόθεσή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς ωστόσο κανένα αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή τους ξεπέρασαν τα σύνορα των ΗΠΑ. Οργανώθηκαν ογκώδεις διαδηλώσεις, με αίτημα την άρση της θανατικής ποινής. Στις 18 Ιουνίου 1953, έλαβαν χώρα πορείες συμπαράστασης προς το ζευγάρι σε Παρίσι και Νέα Υόρκη. Αλλά και ο πνευματικός κόσμος είχε κινητοποιηθεί, χαρακτηρίζοντας παράλογη, παράνομη και ένδειξη αντισημιτισμού την απόφαση εκτέλεσης των Ρόζενμπεργκ.
Ο Σαν Πολ Σάρτρ κατηγόρησε τους Αμερικανούς για κυνήγι μαγισσών και εγκλήματα. Αρκετοί επιστήμονες, όπως ο Αϊνστάιν στάθηκαν αντίθετοι στην απόφαση αυτή, ο Πάμπλο Πικάσο έγραψε στην Ουμανιτέ «Οι ώρες μετράνε. Τα λεπτά μετράνε. Μην αφήσετε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας να πραγματοποιηθεί», ενώ οι Λανγκ και Μπρεχτ προέβησαν και αυτοί στις σχετικές διαμαρτυρίες. Ο Πάπας Πίος ΧΙΙ απευθύνθηκε στον Αϊζενχάουερ τον Φεβρουάριο του 1953 για την απαλλαγή του ζεύγους από τις κατηγορίες, πράγμα που ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έκανε δεκτό.
Τελικά, το βράδυ της 19ης Ιουνίου 1953, οι Ρόζενμπεργκ οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα στις φυλακές Σινγκ Σινγκ της Νέας Υόρκης.
Πηγή
Tromaktiko
Πρόκειται για τους πρώτους Αμερικανούς πολίτες που οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα για κατασκοπεία, παρά το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, δεν παρουσιάστηκαν ισχυρά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή τους.
O Τζούλιους Ρόζενμπεργκ γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του Έθελ Γκρίνγκλας σε εκδήλωση της Παγκόσμιας Ένωσης Ναυτικών, την Πρωτοχρονιά του 1936. Ο Τζούλιους σπούδαζε τότε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης. Μετά την αποφοίτησή του, το ζευγάρι παντρεύτηκε και μετακόμισε στο Μπρούκλιν και ο Τζούλιους άρχισε να εργάζεται στον αμερικανικό στρατό, στη μονάδα των ραντάρ. Για ένα σύντομο διάστημα, το ζευγάρι συμμετείχε ενεργά στο Κομουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ και λίγο καιρό αργότερα, τους ακολούθησαν ο αδερφός της Έθελ, Ντέιβιντ και η σύζυγός του Ρουθ. Ωστόσο, η γέννηση του παιδιού των Ρόζενμπεργκ το 1943 είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν το κόμμα.
Η σύλληψή τους
Ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας εργαζόταν ως χειριστής μηχανής στο Λος Άλαμος, του Νιου Μέξικο, όπου δοκιμάστηκε η πρώτη ατομική βόμβα, στη διάρκεια του Σχεδίου Μανχάταν. Στις 15 Ιουνίου 1950, ο Γκρίνγκλας ομολόγησε στο FBI πως είχε δώσει πληροφορίες για το σχέδιο στον Χάρι Γκολντ, έναν Σουηδό μετανάστη. Ο Γκολντ είχε ήδη ομολογήσει πως κατασκόπευε μαζί με τον ατομικό επιστήμονα Καρλ Φους, με σκοπό μα μεταφέρει πληροφορίες στους Σοβιετικούς. Ο Γκρίνγκλας υποστήριξε ακόμη πως είχε δώσει κάποια έγγραφα στην 26χρονη αδερφή του και το σύζυγό της. Την επομένη, το FBI εμφανίστηκε στο σπίτι των Ρόζενμπεργκ.
Ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ αρνήθηκε τα λεγόμενα του Γκρίνγκλας, κατηγορώντας τον ως ψεύτη. Η άρνησή του να συνεργαστεί με το FBI ερμηνεύτηκε ως απόπειρα απόκρυψης και πως επρόκειτο για έναν κατάσκοπο εξαιρετικής σημασίας. Στο πλαίσιο της έρευνας που ακολούθησε, το FBI εντόπισε τον Μαξ Έλιτσερ, ο οποίος είπε στους πράκτορες ότι το ζευγάρι τον είχε προσεγγίσει στα μέσα του 1940, προσπαθώντας να αποσπάσει εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες ο ίδιος είχε πρόσβαση λόγω της δουλειάς του, που περιλάμβανε συμβάσεις με την αεροπορία και το ναυτικό των ΗΠΑ.
Η δίκη – παρωδία
Στις 17 Αυγούστου 1950, ασκείται δίωξη κατά των Ρόζενμπεργκ για κατασκοπεία. Η δίκη ξεκίνησε στις 6 Μαρτίου. Τρίτος κατηγορούμενος ήταν ο Μόρτον Σόμπελ, τον οποίο είχε υποδείξει ο Έλιτσερ ως συνεργό των Ρόζενμπεργκ. Ο Γκρίνγκλας, η σύζυγός του, ο Γκολντ και ο Έλιτσερ κατέθεσαν στη δίκη πως οι Ρόζενμπεργκ εμπλέκονται σε ένα κύκλο κατασκοπείας, παρότι ο Έλιτσερ παραδέχτηκε πως ουδέποτε έδωσε κάποιο έγγραφο στον Τζούλιους.
Ο Σόμπελ ουδέποτε κατέθεσε, ενώ οι Ρόζενμπεργκ αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση. Όταν ο εισαγγελέας του ρώτησε για τη συμμετοχή τους στο Κομουνιστικό Κόμμα, αρνήθηκαν να απαντήσουν. Η υπόθεση εναντίον τους στηρίχτηκε σε σημαντικό βαθμό σε ένα ταξίδι του Σόμπελ στο Μεξικό και την προσπάθεια του Τζούλιους να βρει ένα διαβατήριο μετά την ομολογία του Φους. Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι.
Σε θάνατο Πλέον, ήταν η σειρά του δικαστή Ίρβινγκ Κάουφμαν να ορίσει την ποινή. Παρότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν καταδικαστεί για προδοσία, ο δικαστής ανακοινώνοντας την ποινή τους σημείωσε πως τα εγκλήματά τους ήταν «χειρότερα από δολοφονία», εξηγώντας πως «το να βάζεις στα χέρια των Ρώσων μια ατομική βόμβα έχει ήδη προκαλέσει, κατά την άποψή μου, την κομουνιστική επίθεση στην Κορέα, με αποτέλεσμα οι νεκροί να υπερβαίνουν τους 50.000 και ποιος ξέρει τι μπορεί εκατομμύρια ακόμη αθώοι άνθρωποι να πληρώσουν για την προδοσία σας». Στις 5 Απριλίου, ο Κάουφμαν καταδίκασε τους Ρόζενμπεργκ σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα και τον Σόμπελ σε 30ετή φυλάκιση.
Παγκόσμια αντίδραση
Οι Ρόζενμπεργκ άσκησαν έφεση κατά της απόφασης, πηγαίνοντας την υπόθεσή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς ωστόσο κανένα αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή τους ξεπέρασαν τα σύνορα των ΗΠΑ. Οργανώθηκαν ογκώδεις διαδηλώσεις, με αίτημα την άρση της θανατικής ποινής. Στις 18 Ιουνίου 1953, έλαβαν χώρα πορείες συμπαράστασης προς το ζευγάρι σε Παρίσι και Νέα Υόρκη. Αλλά και ο πνευματικός κόσμος είχε κινητοποιηθεί, χαρακτηρίζοντας παράλογη, παράνομη και ένδειξη αντισημιτισμού την απόφαση εκτέλεσης των Ρόζενμπεργκ.
Ο Σαν Πολ Σάρτρ κατηγόρησε τους Αμερικανούς για κυνήγι μαγισσών και εγκλήματα. Αρκετοί επιστήμονες, όπως ο Αϊνστάιν στάθηκαν αντίθετοι στην απόφαση αυτή, ο Πάμπλο Πικάσο έγραψε στην Ουμανιτέ «Οι ώρες μετράνε. Τα λεπτά μετράνε. Μην αφήσετε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας να πραγματοποιηθεί», ενώ οι Λανγκ και Μπρεχτ προέβησαν και αυτοί στις σχετικές διαμαρτυρίες. Ο Πάπας Πίος ΧΙΙ απευθύνθηκε στον Αϊζενχάουερ τον Φεβρουάριο του 1953 για την απαλλαγή του ζεύγους από τις κατηγορίες, πράγμα που ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έκανε δεκτό.
Τελικά, το βράδυ της 19ης Ιουνίου 1953, οι Ρόζενμπεργκ οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα στις φυλακές Σινγκ Σινγκ της Νέας Υόρκης.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Μαρινάκης στέλνει τον Βέλλιο στη Νότιγχαμ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ