2017-07-06 16:06:34
Του Πιέρ Ζαν Λουϊζαρ από το Άρδην τ. 101-102 με αφιέρωμα Το Ισλάμ, η Ευρώπη και οι Έλληνες
Επί αιώνες, οι σιίτες του αραβικού κόσμου κυριαρχούνταν από τους σουνίτες. Στο Ιράκ, η αμερικανική εισβολή του 2003 τους επέτρεψε να πάρουν την εκδίκησή τους. Ωστόσο, προκάλεσε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ μουσουλμάνων (φίτνα) που, μέσα σε λίγα χρόνια, πυρπόλησε το σύνολο του αραβικού κόσμου.
Για να κατανοήσουμε τους θρησκευτικούς πολέμους που αιματοκυλούν σήμερα τον αραβικό κόσμο μέχρι και το Πακιστάν, είναι ανάγκη να διερευνήσουμε τη μακραίωνη αντίθεση μεταξύ σιιτών και σουνιτών (Βλέπε και το άρθρο του Μωχαμάντ Μοεζί που προηγείται). Στον αραβικό κόσμο και ιδιαίτερα στο Ιράκ και τον Κόλπο, η πλειοψηφία των σιιτών είναι στην πραγματικότητα πρώην σουνίτες. Ένα κίνημα αλλαξοπιστίας που επιταχύνθηκε τους τελευταίους αιώνες και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Για ποιο λόγο όμως οι σουνίτες επέλεξαν τον σιιτισμό; Πρόκειται για μια επιλογή που βρίσκεται στις απαρχές των σημερινών αντιθέσεων, μια και τα θρησκευτικά δόγματα ήρθαν να επικυρώσουν ταυτότητες που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκαν από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις της σύγχρονης εποχής.
Η περίπτωση του Ιράκ, μήτρα των συγκρούσεων
Η πλειοψηφία των σιιτών του Ιράκ είναι παλιοί σουνίτες, μέλη των αραβικών φυλών που κατάγονται από την αραβική χερσόνησο και είναι πρώην νομάδες. Όταν εγκαταστάθηκαν στη Μεσοποταμία, το περιβάλλον τους, εξαιτίας της αφθονίας των υδάτινων πόρων και των βοσκοτόπων, άλλαξε άρδην. Μεταβλήθηκαν σε αγρότες ή ψαράδες και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις εύφορες πεδιάδες όπου ο νομαδισμός δεν ήταν πλέον αναγκαίος. Εν τούτοις, η μόνιμη εγκατάσταση σηματοδότησε μια ανεπανόρθωτη κοινωνική υποβάθμιση στον κώδικα των αξιών των βεδουίνων, μια και οι μόνιμα εγκατεστημένοι μεταβλήθηκαν σε υποτελείς των φυλών που παρέμειναν νομαδικές. Οι τελευταίες περιφρονούσαν και υποτιμούσαν την αγροτική εργασία και ακόμα περισσότερο το ψάρεμα και δεν μπορούσαν να φανταστούν άλλο τρόπο ζωής από τη χρήση των όπλων.
Έτσι, οι σιίτες του Ιράκ κατέλαβαν μαζικά τις κατώτερες κλίμακες της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της οθωμανικής εξουσίας, προπύργιου του σουνιτισμού απέναντι στην σιιτική Περσία, επιδείνωσε περισσότερο την κατάστασή τους. Παρ’ ότι Άραβες στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι σιίτες του Ιράκ παρουσιάζονταν σαν μια ιρανική Πέμπτη Φάλαγγα στο εσωτερικό της οθωμανικής επικράτειας. Αποκλείονταν ολοκληρωτικά από την πολιτική εξουσία και ελάχιστοι μπορούσαν να ακολουθήσουν στρατιωτική σταδιοδρομία. Επιπλέον, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Υψηλή Πύλη εγκαινίασε μία διαδικασία ιδιωτικοποίησης της γης προς όφελος μιας τάξης γαιοκτημόνων που έσπρωχνε την ύπαιθρο προς την κατεύθυνση ενός φεουδαλισμού ανάλογου προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ενώ παραδοσιακά η γη ήταν συλλογική ιδιοκτησία της φυλής, αποσπάστηκε από εκατομμύρια αγροτών που μεταβλήθηκαν σε ακτήμονες αγρότες. Αυτή η υποδούλωση έπεισε οριστικά πολλές φυλές να μεταπηδήσουν στον σιιτισμό. Πράγματι, ο τελευταίος ανταποκρινόταν στις βαθύτατες προσδοκίες των μελών των φυλών που είχαν μεταβληθεί σε δουλοπαροίκους. Ένα θρησκευτικό δόγμα που απέρριπτε την αδικία και θεωρούσε θρησκευτικό καθήκον την εξέγερση ενάντια στην ανισότητα βρισκόταν σε πλήρη αντιστοιχία με το αίσθημα της ταπείνωσης και της αλλοτρίωσης αυτών των αγροτών.
Η μύηση στον σιιτισμό διευκολύνθηκε και από την ανάδυση, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μιας σιιτικής θρησκευτικής ηγεσίας που επενέβαινε όλο και περισσότερο στο πολιτικό πεδίο: αγώνας ενάντια στον δεσποτισμό των μουσουλμάνων ηγεμόνων και άρνηση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Το σιιτικό Ισλάμ μεταβλήθηκε σε μια αληθινή πολεμική μηχανή που ερχόταν σε ρήξη με τον παραδοσιακό χιλιόχρονο ησυχασμό αυτών των ηγεσιών. Έτσι, το 1914, οι ανώτεροι Αγιατολλάχ των σιιτών υπήρξαν παραδόξως εκείνοι που απάντησαν θετικά στην έκκληση του χαλίφη- σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης για ιερό πόλεμο ενάντια στη βρετανική εισβολή.
Το 1920, ενώ η πλειοψηφία των σουνιτικών αραβικών ηγεσιών αποδεχόταν τη βρετανική κατοχή και το νέο ιρακινό κράτος υπό βρετανική κηδεμονία, η σιιτική ιερή πόλη της Κάρμπαλα μεταβλήθηκε στην πρωτεύουσα του πιο σημαντικού ένοπλου κινήματος που γνώρισε η Μ. Ανατολή ενάντια στην ευρωπαϊκή κατοχή. Νικημένοι από τον βρετανικό στρατό, οι θρησκευτικοί ηγέτες των σιιτών αναδιπλώθηκαν στις ιερές πόλεις και εγκαινίασαν μια περίοδο απομόνωσης που διήρκεσε πολλές δεκαετίες. Το νέο ιρακινό κράτος που αντικατέστησε την οθωμανική εξουσία επέβαλε στη σιιτική πλειοψηφία μία εξουσία σουνιτικού χαρακτήρα που σημάδεψε το ιρακινό κράτος μέχρι τη κατάρρευσή του, το 2003, μετά την αμερικανική επέμβαση. Στο μεταξύ, η ανάδυση μιας αληθινής φεουδαρχίας κάτω από την τυραννική ηγεσία των σεΐχηδων, μεγάλων γαιοκτημόνων, προκάλεσε μία αγροτική έξοδο που εκκένωσε κυριολεκτικά την ύπαιθρο.
Δραπετεύοντας από την εξαθλίωση και τη βία των σεΐχηδων, εκατομμύρια σιιτών αγροτών συνέρρευσαν στις μεγάλες πόλεις όπου δημιούργησαν τεράστιες παραγκουπόλεις. Η συνοικία του Σαντρ-σίτι, στη Βαγδάτη, είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση. Με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, το ¼ του πληθυσμού της πρωτεύουσας, αποτελεί ακόμα και σήμερα το επίκεντρο της πιο μεγάλης εξαθλίωσης. Αυτή η εργατική τάξη, κυριολεκτικά στερημένη από τα πάντα, πλειοψηφικά σιιτική, μεταβλήθηκε στον στόχο των νέων πολιτικών κομμάτων. Ανάμεσά τους, το Κομμουνιστικό Κόμμα κατόρθωσε να επιτύχει μία αληθινή όσμωση με αυτή τη μάζα των απόκληρων, σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλοί υποστήριξαν πως ο κομμουνισμός υπήρξε μία σύγχρονη εκδοχή του σιιτισμού. Πολυάριθμοι σιίτες υπήρξαν επίσης μέλη του κόμματος Μπάαθ, κοσμικού, σοσιαλιστικού και παναραβικού.
Αλλά το πρώτο μπααθικό πραξικόπημα, το 1963, ενάντια στο καθεστώς του στρατηγού Κάσεμ επέτρεψε να επανεμφανιστούν μίση και αντιθέσεις που θεωρούνταν ξεπερασμένες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που υποστήριζε τον Κάσεμ, υπήρξε ο βασικός στόχος του Μπάαθ. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων ενάντια στις συνοικίες της Βαγδάτης, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών, οι μπααθιστές δεν έκρυβαν το θρησκευτικό τους μίσος.[«Min al-yawm, la shîî wa la shyûî wa la Sharâgwa»: «Από σήμερα και μετά δεν θα υπάρχουν ούτε σιίτες, ούτε κουμουνιστές, ούτε ανατολίτες (σιίτες που κατάγονταν από τις επαρχίες του Τίγρη»)]. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο, η παρουσία των σιιτών στο εσωτερικό του Μπάαθ κατέρρευσε μέσα σε μερικές εβδομάδες και το Μπάαθ μεταβλήθηκε σε ένα σουνιτικό κόμμα. Όσο για το Κομμουνιστικό κόμμα, η εποχή της δόξας του είχε περάσει: πέρα από την άγρια καταπίεση, βρέθηκε μπροστά σε έναν καινούργιο παράγοντα, έναν νεαρό αγωνιστικό κλήρο που, με αφετηρία τη δεκαετία του 1950, είχε εγκαινιάσει την ανακατάκτηση της σιιτικής κοινότητας ενάντια στις κομμουνιστικές ιδέες.
Η εκδίκηση των σιιτών
Στο σύνολο του αραβικού κόσμου οι σιίτες υπήρξαν κοινότητες κυριαρχούμενες πολιτικά και κοινωνικά, τόσο κατά τη διάρκεια των οθωμανικών αιώνων όσο και κάτω από το βρετανικό (Ιράκ) και γαλλικό προτεκτοράτο (Λίβανος, Συρία). Στον Λίβανο, οι Μετουαλί, λέξη που έγινε υποτιμητική και αφορούσε τους σιίτες του Ν. Λιβάνου, ζούσαν κάτω από τον ζυγό οικογενειών μεγάλων γαιοκτημόνων. Έχοντας αποκλειστεί από τη συμμαχία μεταξύ μαρωνιτών, δρούζων και σουνιτών, που συγκρότησε τον Λίβανο το 1920, υπήρξαν οι τελευταίοι από τις λιβανέζικες κοινότητες που εισήλθαν σ’ ένα κίνημα απελευθέρωσης εσωτερικό και εξωτερικό: αφού υπήρξαν επί μακρόν οι ξεχασμένοι της ιστορίας, άρχισαν να εκδηλώνονται στη δεκαετία του 1970 με το Κίνημα των αποκλήρων του Μούσα αλ-Σάντρ, προκάτοχο της Αμάλ και εν συνεχεία της Χεσμπολάχ. Οι Αλαουίτες της Συρίας, που οι σουνίτες αποκαλούσαν περιφρονητικά Νουσαυρί, είχαν και αυτοί μια ανάλογη διαδρομή. Απομονωμένοι στα βουνά τους και περιθωριοποιημένοι, λειτουργούσαν παραδοσιακά ως υπηρετικό προσωπικό για τη σουνιτική και τη χριστιανική αστική τάξη των μεγάλων πόλεων της Δαμασκού, του Χαλεπίου, της Χομς, της Χάμα.
Αλλά, με αφετηρία τη δεκαετία του 1950, εγκαινιάστηκε ένα πλατύ κίνημα πολιτικής και κοινωνικής απελευθέρωσης που περιέλαβε όλες τις δωδεκα-ιμαμικές κοινότητες του αραβικού κόσμου. Ο κύριος παράγων αυτού του κινήματος υπήρξε ένας νεανικός σιιτικός κλήρος, ανοικτός στον κόσμο και αποφασισμένος να απαντήσει στην πρόκληση των προοδευτικών ιδεών. Η Νατζάφ υπήρξε το λίκνο αυτής της ισλαμικής αναγέννησης. Ο νεαρός Μωχαμάντ Μπακέρ αλ-Σάντρ, ανέλαβε να απορρίψει, μία προς μία, τις κομμουνιστικές ιδέες, βασισμένος στη φικ, το ισλαμικό δίκαιο. Πολύ γρήγορα πραγματοποιήθηκε η αντίστροφη κίνηση από εκείνη της δεκαετίας του 1930, με την επιστροφή στο θρησκευτικό «μαντρί» εκείνων που είχαν εγκαταλείψει μαζικά τον σιιτισμό για τα κοσμικά κόμματα (Κομμουνιστικό και Μπάαθ). Μετά από τέσσερις δεκαετίες απομόνωσης, η επιστροφή του σιιτικού θρησκευτικού κινήματος, εμψυχωμένου από την ισλαμική επανάσταση του Ιράν (1979), οδήγησε στο Ιράκ σε μια κατάσταση υποδόριου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους σιίτες κληρικούς και το μπααθικό καθεστώς. Αυτός ο ιρακινός εμφύλιος πόλεμος πνίγηκε μέσα στους σχεδόν διαρκείς εξωτερικούς πολέμους. Μετά τον πόλεμο με τη νεαρή ισλαμική δημοκρατία του Ιράν (1980) και τον πόλεμο του Κουβέιτ 1991, η αμερικανική εισβολή του 2003 έδωσε τη χαρακτηριστική βολή σε ένα σουνιτικό αραβικό κράτος που έπνεε τα λοίσθια.
Προσπαθώντας να ανασυστήσουν ταχύτατα έναν νέο κρατικό μηχανισμό, οι Αμερικανοί δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να μεταβάλουν τους αποκλεισμένους του παλιού συστήματος, σιίτες και Κούρδους, στους βασικούς ευνοηθέντες από ένα σύστημα παραπλήσιο με το λιβανέζικο, που με τη σειρά του προκάλεσε νέους αποκλεισμούς: οι παλιοί σουνίτες κυρίαρχοι δεν μπορούσαν να ελπίζουν, στο πλαίσιο των νέων θεσμών, τίποτε άλλο παρά τη μεταβολή τους σε μια περιθωριοποιημένη κοινότητα χωρίς εξουσία και πόρους. Και το 2006 η καταστροφή του μαυσωλείου του σιίτη Ιμάμη Αλ Ασκάρι, στη Σαμάρα, πυροδότησε έναν θρησκευτικό πόλεμο χωρίς έλεος. Αυτή η αντιπαράθεση, που κόστισε πάνω από 800.000 νεκρούς μέσα σε μερικά χρόνια, έπεισε ένα μεγάλο αριθμό σιιτών και σουνιτών ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Για πρώτη φορά, στην ιστορία του Ιράκ, οι πληθυσμοί εγκαινίασαν μαζικές μετακινήσεις σε ζώνες θρησκευτικά ομογενοποιημένες. Η Βαγδάτη, που υπήρξε πάντοτε μια πόλη πολυθρησκευτική, όπου σιίτες και σουνίτες βρίσκονταν σε ισορροπία και οι κεντρικές συνοικίες κατοικούνταν από ένα μικτό πληθυσμό, μεταβλήθηκε σε μια πόλη κατοικούμενη κατά 80% από σιίτες, και από την οποία οι σουνίτες είχαν εκδιωχθεί από τις κάθε είδους σιιτικές πολιτοφυλακές. Μετά το 2012, ένα κίνημα σουνιτικής αμφισβήτησης αναπτύχθηκε, μιμούμενο την αραβική άνοιξη. Η απάντηση της κυβέρνησης Νουρί Αλ Μαλίκι, σιιτικής στην πλειοψηφία της, υπήρξε συντριπτική. Κανονιοβολισμοί και βομβαρδισμοί ενάντια σε ειρηνικές διαδηλώσεις και καθιστικές διαμαρτυρίες ολοκλήρωσαν την απελπισία εκείνων που μεταξύ των σουνιτών Αράβων συνέχισαν να ελπίζουν. Είχε ανοίξει ο δρόμος για το Ισλαμικό Κράτος που κατέλαβε τη Μοσούλη το 2014 χωρίς να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό.
Προς μία γενίκευση των συγκρούσεων;
Η αποτυχία της αναδόμησης ενός ιρακινού κράτους υπό αμερικανική επιτροπεία κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα που είχε και η αραβική άνοιξη στη Συρία: σε μια ακραία θρησκευτική πόλωση. Αυτή η διαπίστωση αποδεικνύει πως, πέρα από τα καθεστώτα, τίθεται το ζήτημα των ίδιων των κρατών. Αυτά τα κράτη υπήρξαν μία διαδοχή αυταρχικών καθεστώτων, διότι απεδείχθησαν ανίκανα να προσφέρουν μια κοινή πολιτειακή ταυτότητα στους κατοίκους τους, μέσα από τη διαφορετικότητά τους και να αναδείξουν πάνω σε μία πολιτισμένη βάση τη σιιτική απελευθέρωση. Το ισλαμικό κράτος ανθεί εκεί όπου το κράτος καταρρέει.
Η αραβική Μ. Ανατολή βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μία φίτνα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του Ισλάμ. Η έκταση του φαινομένου ξεπερνάει όλες τις αντιπαραθέσεις των πρώτων χαλιφών. Κατ’ αρχάς εξαιτίας της γενίκευσης της σύγκρουσης, η οποία περιλαμβάνει πλέον όλες τις σιιτικές κοινότητες (ακόμα και τους Ζαϊδίτες της Υεμένης που δεν ταυτίζονται εξάλλου με τους δωδεκαϊμαμιστές), καθώς και ετερόδοξες κοινότητες (όπως οι αλαουίτες της Συρίας), που δεν έχουν άλλη διέξοδο από το σιιτικό στρατόπεδο. Εν συνεχεία, εξαιτίας της εμπλοκής των γειτονικών κρατών που συγκρούονται μεταξύ τους μέσω των αραβικών κοινοτήτων. Από τη μια πλευρά το Ιράν, με τη βοήθεια της λιβανικής Χεσμπολάχ, από την άλλη η Σαουδική Αραβία, τα εμιράτα του Κόλπου και η Τουρκία. Επιπλέον, η σύγκρουση διεθνοποιήθηκε με την είσοδο της Ρωσίας στη σκηνή ως συμμάχου του σιιτικού στρατοπέδου. Μια επιλογή που μοιάζει αυτοκτονική γιατί εμφανίζεται ως μία ορθόδοξη σταυροφορία ενάντια στο σουνιτικό Ισλάμ. Και όμως, το 15% του ρωσικού πληθυσμού αποτελείται από σουνίτες. Ήδη, το ισλαμικό κράτος και το μέτωπο Αλ Νούσρα, στη Συρία, κήρυξαν την τζιχάντ ενάντια στη Ρωσία. Όσο για τη συμμαχία εναντίον του ISIS, που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ και στην οποία συμμετέχει η Γαλλία, περιορίζεται σε αεροπορικά πλήγματα που μόνα τους δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση. Οι σιιτικές θρησκευτικές ηγεσίες, όπως και οι σουνιτικές, μοιάζουν να έχουν εμπλακεί σε αυτόν τον τυφώνα. Ο Αγιατολάχ Σιστάνι κάλεσε σε ιερό πόλεμο ενάντια στο ισλαμικό κράτος, τον Ιούνιο του 2014, και ο αυτοανακηρυγμένος χαλίφης του ισλαμικού κράτους, Αμπού Μπάκρ αλ-Μπαγντάντι, θεωρεί τους σιίτες αποστάτες που πρέπει να εξοντωθούν. Οι απόπειρες προσέγγισης της δεκαετίας του 1950 μεταξύ των θρησκευτικών ηγεσιών των δύο στρατοπέδων μοιάζουν τόσο απόμακρες πλέον.
Μετάφραση Γ.Κ.
* Πιέρ Ζαν Λουϊζαρ, διευθυντής Ερευνών στο CNRS Eθνικό Kέντρο Eπιστημονικών Eρευνών της Γαλλίας, ιστορικός του σύγχρονου Ισλάμ. Ανάμεσα στα βιβλία του, το πρόσφατο, Le Piège Daech. L’ Εtat islamique ou le retour de l’ histoire, (La Découverte, Παρίσι 2015).
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/204817
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Επί αιώνες, οι σιίτες του αραβικού κόσμου κυριαρχούνταν από τους σουνίτες. Στο Ιράκ, η αμερικανική εισβολή του 2003 τους επέτρεψε να πάρουν την εκδίκησή τους. Ωστόσο, προκάλεσε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ μουσουλμάνων (φίτνα) που, μέσα σε λίγα χρόνια, πυρπόλησε το σύνολο του αραβικού κόσμου.
Για να κατανοήσουμε τους θρησκευτικούς πολέμους που αιματοκυλούν σήμερα τον αραβικό κόσμο μέχρι και το Πακιστάν, είναι ανάγκη να διερευνήσουμε τη μακραίωνη αντίθεση μεταξύ σιιτών και σουνιτών (Βλέπε και το άρθρο του Μωχαμάντ Μοεζί που προηγείται). Στον αραβικό κόσμο και ιδιαίτερα στο Ιράκ και τον Κόλπο, η πλειοψηφία των σιιτών είναι στην πραγματικότητα πρώην σουνίτες. Ένα κίνημα αλλαξοπιστίας που επιταχύνθηκε τους τελευταίους αιώνες και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Για ποιο λόγο όμως οι σουνίτες επέλεξαν τον σιιτισμό; Πρόκειται για μια επιλογή που βρίσκεται στις απαρχές των σημερινών αντιθέσεων, μια και τα θρησκευτικά δόγματα ήρθαν να επικυρώσουν ταυτότητες που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκαν από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις της σύγχρονης εποχής.
Η περίπτωση του Ιράκ, μήτρα των συγκρούσεων
Η πλειοψηφία των σιιτών του Ιράκ είναι παλιοί σουνίτες, μέλη των αραβικών φυλών που κατάγονται από την αραβική χερσόνησο και είναι πρώην νομάδες. Όταν εγκαταστάθηκαν στη Μεσοποταμία, το περιβάλλον τους, εξαιτίας της αφθονίας των υδάτινων πόρων και των βοσκοτόπων, άλλαξε άρδην. Μεταβλήθηκαν σε αγρότες ή ψαράδες και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις εύφορες πεδιάδες όπου ο νομαδισμός δεν ήταν πλέον αναγκαίος. Εν τούτοις, η μόνιμη εγκατάσταση σηματοδότησε μια ανεπανόρθωτη κοινωνική υποβάθμιση στον κώδικα των αξιών των βεδουίνων, μια και οι μόνιμα εγκατεστημένοι μεταβλήθηκαν σε υποτελείς των φυλών που παρέμειναν νομαδικές. Οι τελευταίες περιφρονούσαν και υποτιμούσαν την αγροτική εργασία και ακόμα περισσότερο το ψάρεμα και δεν μπορούσαν να φανταστούν άλλο τρόπο ζωής από τη χρήση των όπλων.
Έτσι, οι σιίτες του Ιράκ κατέλαβαν μαζικά τις κατώτερες κλίμακες της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της οθωμανικής εξουσίας, προπύργιου του σουνιτισμού απέναντι στην σιιτική Περσία, επιδείνωσε περισσότερο την κατάστασή τους. Παρ’ ότι Άραβες στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι σιίτες του Ιράκ παρουσιάζονταν σαν μια ιρανική Πέμπτη Φάλαγγα στο εσωτερικό της οθωμανικής επικράτειας. Αποκλείονταν ολοκληρωτικά από την πολιτική εξουσία και ελάχιστοι μπορούσαν να ακολουθήσουν στρατιωτική σταδιοδρομία. Επιπλέον, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Υψηλή Πύλη εγκαινίασε μία διαδικασία ιδιωτικοποίησης της γης προς όφελος μιας τάξης γαιοκτημόνων που έσπρωχνε την ύπαιθρο προς την κατεύθυνση ενός φεουδαλισμού ανάλογου προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ενώ παραδοσιακά η γη ήταν συλλογική ιδιοκτησία της φυλής, αποσπάστηκε από εκατομμύρια αγροτών που μεταβλήθηκαν σε ακτήμονες αγρότες. Αυτή η υποδούλωση έπεισε οριστικά πολλές φυλές να μεταπηδήσουν στον σιιτισμό. Πράγματι, ο τελευταίος ανταποκρινόταν στις βαθύτατες προσδοκίες των μελών των φυλών που είχαν μεταβληθεί σε δουλοπαροίκους. Ένα θρησκευτικό δόγμα που απέρριπτε την αδικία και θεωρούσε θρησκευτικό καθήκον την εξέγερση ενάντια στην ανισότητα βρισκόταν σε πλήρη αντιστοιχία με το αίσθημα της ταπείνωσης και της αλλοτρίωσης αυτών των αγροτών.
Η μύηση στον σιιτισμό διευκολύνθηκε και από την ανάδυση, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μιας σιιτικής θρησκευτικής ηγεσίας που επενέβαινε όλο και περισσότερο στο πολιτικό πεδίο: αγώνας ενάντια στον δεσποτισμό των μουσουλμάνων ηγεμόνων και άρνηση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Το σιιτικό Ισλάμ μεταβλήθηκε σε μια αληθινή πολεμική μηχανή που ερχόταν σε ρήξη με τον παραδοσιακό χιλιόχρονο ησυχασμό αυτών των ηγεσιών. Έτσι, το 1914, οι ανώτεροι Αγιατολλάχ των σιιτών υπήρξαν παραδόξως εκείνοι που απάντησαν θετικά στην έκκληση του χαλίφη- σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης για ιερό πόλεμο ενάντια στη βρετανική εισβολή.
Το 1920, ενώ η πλειοψηφία των σουνιτικών αραβικών ηγεσιών αποδεχόταν τη βρετανική κατοχή και το νέο ιρακινό κράτος υπό βρετανική κηδεμονία, η σιιτική ιερή πόλη της Κάρμπαλα μεταβλήθηκε στην πρωτεύουσα του πιο σημαντικού ένοπλου κινήματος που γνώρισε η Μ. Ανατολή ενάντια στην ευρωπαϊκή κατοχή. Νικημένοι από τον βρετανικό στρατό, οι θρησκευτικοί ηγέτες των σιιτών αναδιπλώθηκαν στις ιερές πόλεις και εγκαινίασαν μια περίοδο απομόνωσης που διήρκεσε πολλές δεκαετίες. Το νέο ιρακινό κράτος που αντικατέστησε την οθωμανική εξουσία επέβαλε στη σιιτική πλειοψηφία μία εξουσία σουνιτικού χαρακτήρα που σημάδεψε το ιρακινό κράτος μέχρι τη κατάρρευσή του, το 2003, μετά την αμερικανική επέμβαση. Στο μεταξύ, η ανάδυση μιας αληθινής φεουδαρχίας κάτω από την τυραννική ηγεσία των σεΐχηδων, μεγάλων γαιοκτημόνων, προκάλεσε μία αγροτική έξοδο που εκκένωσε κυριολεκτικά την ύπαιθρο.
Δραπετεύοντας από την εξαθλίωση και τη βία των σεΐχηδων, εκατομμύρια σιιτών αγροτών συνέρρευσαν στις μεγάλες πόλεις όπου δημιούργησαν τεράστιες παραγκουπόλεις. Η συνοικία του Σαντρ-σίτι, στη Βαγδάτη, είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση. Με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, το ¼ του πληθυσμού της πρωτεύουσας, αποτελεί ακόμα και σήμερα το επίκεντρο της πιο μεγάλης εξαθλίωσης. Αυτή η εργατική τάξη, κυριολεκτικά στερημένη από τα πάντα, πλειοψηφικά σιιτική, μεταβλήθηκε στον στόχο των νέων πολιτικών κομμάτων. Ανάμεσά τους, το Κομμουνιστικό Κόμμα κατόρθωσε να επιτύχει μία αληθινή όσμωση με αυτή τη μάζα των απόκληρων, σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλοί υποστήριξαν πως ο κομμουνισμός υπήρξε μία σύγχρονη εκδοχή του σιιτισμού. Πολυάριθμοι σιίτες υπήρξαν επίσης μέλη του κόμματος Μπάαθ, κοσμικού, σοσιαλιστικού και παναραβικού.
Αλλά το πρώτο μπααθικό πραξικόπημα, το 1963, ενάντια στο καθεστώς του στρατηγού Κάσεμ επέτρεψε να επανεμφανιστούν μίση και αντιθέσεις που θεωρούνταν ξεπερασμένες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που υποστήριζε τον Κάσεμ, υπήρξε ο βασικός στόχος του Μπάαθ. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων ενάντια στις συνοικίες της Βαγδάτης, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών, οι μπααθιστές δεν έκρυβαν το θρησκευτικό τους μίσος.[«Min al-yawm, la shîî wa la shyûî wa la Sharâgwa»: «Από σήμερα και μετά δεν θα υπάρχουν ούτε σιίτες, ούτε κουμουνιστές, ούτε ανατολίτες (σιίτες που κατάγονταν από τις επαρχίες του Τίγρη»)]. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο, η παρουσία των σιιτών στο εσωτερικό του Μπάαθ κατέρρευσε μέσα σε μερικές εβδομάδες και το Μπάαθ μεταβλήθηκε σε ένα σουνιτικό κόμμα. Όσο για το Κομμουνιστικό κόμμα, η εποχή της δόξας του είχε περάσει: πέρα από την άγρια καταπίεση, βρέθηκε μπροστά σε έναν καινούργιο παράγοντα, έναν νεαρό αγωνιστικό κλήρο που, με αφετηρία τη δεκαετία του 1950, είχε εγκαινιάσει την ανακατάκτηση της σιιτικής κοινότητας ενάντια στις κομμουνιστικές ιδέες.
Η εκδίκηση των σιιτών
Στο σύνολο του αραβικού κόσμου οι σιίτες υπήρξαν κοινότητες κυριαρχούμενες πολιτικά και κοινωνικά, τόσο κατά τη διάρκεια των οθωμανικών αιώνων όσο και κάτω από το βρετανικό (Ιράκ) και γαλλικό προτεκτοράτο (Λίβανος, Συρία). Στον Λίβανο, οι Μετουαλί, λέξη που έγινε υποτιμητική και αφορούσε τους σιίτες του Ν. Λιβάνου, ζούσαν κάτω από τον ζυγό οικογενειών μεγάλων γαιοκτημόνων. Έχοντας αποκλειστεί από τη συμμαχία μεταξύ μαρωνιτών, δρούζων και σουνιτών, που συγκρότησε τον Λίβανο το 1920, υπήρξαν οι τελευταίοι από τις λιβανέζικες κοινότητες που εισήλθαν σ’ ένα κίνημα απελευθέρωσης εσωτερικό και εξωτερικό: αφού υπήρξαν επί μακρόν οι ξεχασμένοι της ιστορίας, άρχισαν να εκδηλώνονται στη δεκαετία του 1970 με το Κίνημα των αποκλήρων του Μούσα αλ-Σάντρ, προκάτοχο της Αμάλ και εν συνεχεία της Χεσμπολάχ. Οι Αλαουίτες της Συρίας, που οι σουνίτες αποκαλούσαν περιφρονητικά Νουσαυρί, είχαν και αυτοί μια ανάλογη διαδρομή. Απομονωμένοι στα βουνά τους και περιθωριοποιημένοι, λειτουργούσαν παραδοσιακά ως υπηρετικό προσωπικό για τη σουνιτική και τη χριστιανική αστική τάξη των μεγάλων πόλεων της Δαμασκού, του Χαλεπίου, της Χομς, της Χάμα.
Αλλά, με αφετηρία τη δεκαετία του 1950, εγκαινιάστηκε ένα πλατύ κίνημα πολιτικής και κοινωνικής απελευθέρωσης που περιέλαβε όλες τις δωδεκα-ιμαμικές κοινότητες του αραβικού κόσμου. Ο κύριος παράγων αυτού του κινήματος υπήρξε ένας νεανικός σιιτικός κλήρος, ανοικτός στον κόσμο και αποφασισμένος να απαντήσει στην πρόκληση των προοδευτικών ιδεών. Η Νατζάφ υπήρξε το λίκνο αυτής της ισλαμικής αναγέννησης. Ο νεαρός Μωχαμάντ Μπακέρ αλ-Σάντρ, ανέλαβε να απορρίψει, μία προς μία, τις κομμουνιστικές ιδέες, βασισμένος στη φικ, το ισλαμικό δίκαιο. Πολύ γρήγορα πραγματοποιήθηκε η αντίστροφη κίνηση από εκείνη της δεκαετίας του 1930, με την επιστροφή στο θρησκευτικό «μαντρί» εκείνων που είχαν εγκαταλείψει μαζικά τον σιιτισμό για τα κοσμικά κόμματα (Κομμουνιστικό και Μπάαθ). Μετά από τέσσερις δεκαετίες απομόνωσης, η επιστροφή του σιιτικού θρησκευτικού κινήματος, εμψυχωμένου από την ισλαμική επανάσταση του Ιράν (1979), οδήγησε στο Ιράκ σε μια κατάσταση υποδόριου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους σιίτες κληρικούς και το μπααθικό καθεστώς. Αυτός ο ιρακινός εμφύλιος πόλεμος πνίγηκε μέσα στους σχεδόν διαρκείς εξωτερικούς πολέμους. Μετά τον πόλεμο με τη νεαρή ισλαμική δημοκρατία του Ιράν (1980) και τον πόλεμο του Κουβέιτ 1991, η αμερικανική εισβολή του 2003 έδωσε τη χαρακτηριστική βολή σε ένα σουνιτικό αραβικό κράτος που έπνεε τα λοίσθια.
Προσπαθώντας να ανασυστήσουν ταχύτατα έναν νέο κρατικό μηχανισμό, οι Αμερικανοί δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να μεταβάλουν τους αποκλεισμένους του παλιού συστήματος, σιίτες και Κούρδους, στους βασικούς ευνοηθέντες από ένα σύστημα παραπλήσιο με το λιβανέζικο, που με τη σειρά του προκάλεσε νέους αποκλεισμούς: οι παλιοί σουνίτες κυρίαρχοι δεν μπορούσαν να ελπίζουν, στο πλαίσιο των νέων θεσμών, τίποτε άλλο παρά τη μεταβολή τους σε μια περιθωριοποιημένη κοινότητα χωρίς εξουσία και πόρους. Και το 2006 η καταστροφή του μαυσωλείου του σιίτη Ιμάμη Αλ Ασκάρι, στη Σαμάρα, πυροδότησε έναν θρησκευτικό πόλεμο χωρίς έλεος. Αυτή η αντιπαράθεση, που κόστισε πάνω από 800.000 νεκρούς μέσα σε μερικά χρόνια, έπεισε ένα μεγάλο αριθμό σιιτών και σουνιτών ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Για πρώτη φορά, στην ιστορία του Ιράκ, οι πληθυσμοί εγκαινίασαν μαζικές μετακινήσεις σε ζώνες θρησκευτικά ομογενοποιημένες. Η Βαγδάτη, που υπήρξε πάντοτε μια πόλη πολυθρησκευτική, όπου σιίτες και σουνίτες βρίσκονταν σε ισορροπία και οι κεντρικές συνοικίες κατοικούνταν από ένα μικτό πληθυσμό, μεταβλήθηκε σε μια πόλη κατοικούμενη κατά 80% από σιίτες, και από την οποία οι σουνίτες είχαν εκδιωχθεί από τις κάθε είδους σιιτικές πολιτοφυλακές. Μετά το 2012, ένα κίνημα σουνιτικής αμφισβήτησης αναπτύχθηκε, μιμούμενο την αραβική άνοιξη. Η απάντηση της κυβέρνησης Νουρί Αλ Μαλίκι, σιιτικής στην πλειοψηφία της, υπήρξε συντριπτική. Κανονιοβολισμοί και βομβαρδισμοί ενάντια σε ειρηνικές διαδηλώσεις και καθιστικές διαμαρτυρίες ολοκλήρωσαν την απελπισία εκείνων που μεταξύ των σουνιτών Αράβων συνέχισαν να ελπίζουν. Είχε ανοίξει ο δρόμος για το Ισλαμικό Κράτος που κατέλαβε τη Μοσούλη το 2014 χωρίς να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό.
Προς μία γενίκευση των συγκρούσεων;
Η αποτυχία της αναδόμησης ενός ιρακινού κράτους υπό αμερικανική επιτροπεία κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα που είχε και η αραβική άνοιξη στη Συρία: σε μια ακραία θρησκευτική πόλωση. Αυτή η διαπίστωση αποδεικνύει πως, πέρα από τα καθεστώτα, τίθεται το ζήτημα των ίδιων των κρατών. Αυτά τα κράτη υπήρξαν μία διαδοχή αυταρχικών καθεστώτων, διότι απεδείχθησαν ανίκανα να προσφέρουν μια κοινή πολιτειακή ταυτότητα στους κατοίκους τους, μέσα από τη διαφορετικότητά τους και να αναδείξουν πάνω σε μία πολιτισμένη βάση τη σιιτική απελευθέρωση. Το ισλαμικό κράτος ανθεί εκεί όπου το κράτος καταρρέει.
Η αραβική Μ. Ανατολή βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μία φίτνα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του Ισλάμ. Η έκταση του φαινομένου ξεπερνάει όλες τις αντιπαραθέσεις των πρώτων χαλιφών. Κατ’ αρχάς εξαιτίας της γενίκευσης της σύγκρουσης, η οποία περιλαμβάνει πλέον όλες τις σιιτικές κοινότητες (ακόμα και τους Ζαϊδίτες της Υεμένης που δεν ταυτίζονται εξάλλου με τους δωδεκαϊμαμιστές), καθώς και ετερόδοξες κοινότητες (όπως οι αλαουίτες της Συρίας), που δεν έχουν άλλη διέξοδο από το σιιτικό στρατόπεδο. Εν συνεχεία, εξαιτίας της εμπλοκής των γειτονικών κρατών που συγκρούονται μεταξύ τους μέσω των αραβικών κοινοτήτων. Από τη μια πλευρά το Ιράν, με τη βοήθεια της λιβανικής Χεσμπολάχ, από την άλλη η Σαουδική Αραβία, τα εμιράτα του Κόλπου και η Τουρκία. Επιπλέον, η σύγκρουση διεθνοποιήθηκε με την είσοδο της Ρωσίας στη σκηνή ως συμμάχου του σιιτικού στρατοπέδου. Μια επιλογή που μοιάζει αυτοκτονική γιατί εμφανίζεται ως μία ορθόδοξη σταυροφορία ενάντια στο σουνιτικό Ισλάμ. Και όμως, το 15% του ρωσικού πληθυσμού αποτελείται από σουνίτες. Ήδη, το ισλαμικό κράτος και το μέτωπο Αλ Νούσρα, στη Συρία, κήρυξαν την τζιχάντ ενάντια στη Ρωσία. Όσο για τη συμμαχία εναντίον του ISIS, που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ και στην οποία συμμετέχει η Γαλλία, περιορίζεται σε αεροπορικά πλήγματα που μόνα τους δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση. Οι σιιτικές θρησκευτικές ηγεσίες, όπως και οι σουνιτικές, μοιάζουν να έχουν εμπλακεί σε αυτόν τον τυφώνα. Ο Αγιατολάχ Σιστάνι κάλεσε σε ιερό πόλεμο ενάντια στο ισλαμικό κράτος, τον Ιούνιο του 2014, και ο αυτοανακηρυγμένος χαλίφης του ισλαμικού κράτους, Αμπού Μπάκρ αλ-Μπαγντάντι, θεωρεί τους σιίτες αποστάτες που πρέπει να εξοντωθούν. Οι απόπειρες προσέγγισης της δεκαετίας του 1950 μεταξύ των θρησκευτικών ηγεσιών των δύο στρατοπέδων μοιάζουν τόσο απόμακρες πλέον.
Μετάφραση Γ.Κ.
* Πιέρ Ζαν Λουϊζαρ, διευθυντής Ερευνών στο CNRS Eθνικό Kέντρο Eπιστημονικών Eρευνών της Γαλλίας, ιστορικός του σύγχρονου Ισλάμ. Ανάμεσα στα βιβλία του, το πρόσφατο, Le Piège Daech. L’ Εtat islamique ou le retour de l’ histoire, (La Découverte, Παρίσι 2015).
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/204817
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Περί της λεγομένης «επιστημονικής αθεΐας»
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αγορά, Φασισμός και Δημοκρατία
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ