2017-07-06 18:57:03
Του Νικολάου Αθ. Μπλάνη Αντιστράτηγου Αστυνομίας ε.α.
1. Το Σύνταγμα αφιερώνει ειδική ρύθμιση (Σ 23) για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον οποιασδήποτε προσβολής τους "μέσα στα όρια του νόμου". Με την καινοτομία αυτή προβάλλει η ανάγκη συσχετισμού της συνδικαλιστικής ελευθερίας (Σ.23) με εκείνη της συστάσεως γενικά σωματείων και ενώσεων προσώπων (Σ.12). Από τη συνταγματική τουλάχιστον σκοπιά η συνδικαλιστική ελευθερία του Σ.23 αποτελεί ειδική μορφή εμφανίσεως της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι του Σ.12 που όμως κατευθύνεται σε κάποιο ειδικό σκοπό, ο οποίος είναι η διαφύλαξη και προαγωγή συλλογικών επαγγελματικών συμφερόντων.
2. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.1264/1982 οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων. Για την πραγματοποίηση των σκοπών τους δικαιούνται (παρ. 3) μεταξύ άλλων:
α. να αναφέρονται στις διοικητικές και άλλες αρχές για κάθε ζήτημα που αφορά τους σκοπούς τους, τα μέλη τους, τις εργασιακές και γενικότερα επαγγελματικές σχέσεις και τα συμφέροντα των μελών τους.
β. να καταγγέλλουν και να εγκαλούν στις διοικητικές και δικαστικές αρχές, τις παραβιάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και των κανονισμών ή οργανισμών που αφορούν τις ίδιες ή τα μέλη τους.
3. O ν.2265/1994 επέκτεινε τις διατάξεις του ν.1264/82 και στο αστυνομικό προσωπικό, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα να ιδρύονται συνδικαλιστικές οργανώσεις αστυνομικών επιβάλλοντας μόνο ορισμένους περιορισμούς ή ειδικές ρυθμίσεις που συνδέονται με την ιδιομορφία των καθηκόντων τους και την αποστολή καθώς και τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα της ΕΛ.ΑΣ.
4. Εξάλλου η ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 14 Σ.), είτε δια του γραπτού, είτε δια του προφορικού λόγου, αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και για τον αστυνομικό, ο οποίος μπορεί να ενεργεί, είτε ως «αστυνομικός- πολίτης», είτε ως «αστυνομικός-όργανο του κράτους», είτε ως «αστυνομικός-συνδικαλιστής». Η άσκηση κριτικής και μάλιστα η δριμεία κριτική εμπίπτει, επίσης, στον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι τόσο το Σύνταγμα της χώρας μας, όσο και τα Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα προστατεύουν όλες τις απόψεις, τόσο αυτές που γίνονται ευνοϊκά δεκτές, όσο και αυτές που «ενοχλούν», διότι μ’ αυτό τον τρόπο πληρούνται οι απαιτήσεις της πλουραλιστικής ανεκτικότητας και του ανοικτού πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται Δημοκρατία, υπό τους αυτονόητους όμως αναφερόμενους περιορισμούς. Ο αστυνομικός όμως πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, αξιοπρέπεια και μετριοπάθεια και ο δημόσιος λόγος του πρέπει να διενεργείται με ιδιαίτερη σύνεση, σεμνότητα και προσοχή, γιατί κρίνεται αυστηρά από την κοινή γνώμη, όχι βάσει του προσώπου του αλλά βάσει του γένους, δηλαδή της ιδιότητάς του ως αστυνομικού και έτσι μπορεί να προκαλέσει δυσμενή σχόλια σε βάρος του Σώματος. Είναι αυτονόητο, ότι η κατάσταση διαφοροποιείται επί το αυστηρότερο, όταν ο αστυνομικός εκφράζεται όχι ως πολίτης, αλλά με την ιδιότητα του οργάνου του κράτους (άρθρα 2 και 5 του π.δ.254/2004).
5. Βέβαια το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και γνώμης, το οποίο ισχύει και για τους αστυνομικούς, υπόκειται τόσο στους γενικούς περιορισμούς που υπαγορεύονται κυρίως για την ανάγκη της προστασίας της προσωπικότητας του κάθε πολίτη ή του δημοσίου συμφέροντος, όσο και σε ειδικούς περιορισμούς, οι οποίοι δικαιολογούνται από τη φύση της δημόσιας υπαλληλικής σχέσης. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται:
α. Η απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, δηλαδή η υποχρέωση πολιτικής ουδετερότητας (άρθρο 29 παρ.3 Συντ.).
β. Ο περιορισμός των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή η υπαγωγή των αξιωματικών σε δυσμενή εκλογική ρύθμιση και εκλογικά κωλύματα (άρθρο 56 παρ.1 και παρ.3 Συντ.).
γ. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου, που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις και της υπηρεσιακής εχεμύθειας που σχετίζεται με εθνικά θέματα ή τη διαρροή απορρήτων και άκρως απορρήτων εγγράφων της Υπηρεσίας, καθώς και για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων έλαβαν γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, είτε αυτές αφορούν σε υπηρεσιακά ζητήματα, είτε στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και γενικά στις ατομικές υποθέσεις των πολιτών (άρθρο 10 παρ.1 εδ. στ΄ του π.δ.120/2008 και άρθρο 2 περ. η΄ του π.δ.254/2004).
δ. Η μυστικότητα της προανάκρισης (άρθρο 241 Κ.Π.Δ.).
6. Όμως στην πράξη ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός έχει μια λογική και την υποτιθέμενη δυναμική να μην υπακούει στη νομιμότητα και στους κανόνες. Είναι μια αντίληψη «αρρωστημένη», που δυστυχώς εμφανίζεται αρκετά χρόνια τώρα. Πρόκειται για την υλοποίηση της αυτοδικίας σε συλλογική δραστηριότητα. Κάποιοι έκαναν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, μετατρέποντας τη μαχητικότητα σε αυθάδεια και αλαζονεία, εθισμένοι στις φραστικές υπερβολές και στις ακρότητες της υλικής και ψυχολογικής βίας.
7. Είδαμε στο παρελθόν συνδικαλιστές να εισβάλλουν στην αίθουσα συνεδρίασης Δ.Σ. και με τη χρήση φυσικής αλλά και λεκτικής βίας να διακόπτουν τη συνεδρίαση και τη λήψη αποφάσεων. Και την πολιτεία-κοινωνία να ανέχονται τις εν λόγω πράξεις και την παράνομη βία, αλλά και το σοβαρότερο, όταν οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων κατηγορούνται και «κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου» για υπεξαίρεση μεγάλων χρηματικών ποσών, να μην παρίσταται ο φορέας τους (εργοδοσία) ως πολιτική αγωγή, δίνοντας έτσι συγχωροχάρτι στις παράνομες δραστηριότητες και στη λεηλασία του δημοσίου χρήματος. Επίσης είδαμε συνδικαλιστές να «ξεβρακώνουν» συναδέλφους τους και να καταστρέφουν περιουσιακά στοιχεία, με τη χρήση μάλιστα «όπλων» και αυτό να θεωρείται περίπου «κανονικό» και ανεκτό. Είδαμε γενικά τη χρήση παράνομης βίας και πράξεις αυτοδικίας, όπως αυτές των πάσης φύσεως καταλήψεων, του αποκλεισμού-κλεισίματος δρόμων κ.λ.π.
8. Δυστυχώς τις εν λόγω παθογένειες δεν άργησε να μιμηθεί και ο «ένστολος» συνδικαλισμός. Ευτυχώς όμως σε μικρότερη έκταση. Με θλίψη παρατηρούμε μια «ρητορική» προς τους εκπροσώπους της διοίκησης, η οποία ξεπέρασε τα όρια της άσκησης κριτικής και καταγγελίας των ενεργειών και παραλείψεων αυτής και έλαβε τη μορφή και το χαρακτήρα της προσωπικής «προσβολής και υποτίμησης» της ιεραρχίας με εκφράσεις που συνιστούν τουλάχιστον κακόπιστη άσκηση κριτικής και εξύβριση των συγκεκριμένων προσώπων που την εκπροσωπούν (άρθ. 10 παρ.1 περ. ιδ΄ του π.δ. 120/2008, άρθ.361 επ. Π.Κ. και άρθ. 57, 914 επ. Α.Κ.). Ξεπέρασε δηλαδή τα όρια που επιβάλλουν η ιδιομορφία των καθηκόντων τους και η αποστολή, καθώς και ο εθνικός, κοινωνικός και υπερκομματικός χαρακτήρας της ΕΛ.ΑΣ. Και το λυπηρό είναι, ότι παρατηρείται μια ιδιότυπη αδράνεια, ανεκτικότητα και αλληλεγγύη σε τέτοιες συμπεριφορές, με αποτέλεσμα αυτές να πολλαπλασιάζονται και να θεωρούνται περίπου ως «φυσιολογικές».
ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ: Αυτός δεν είναι ...συνδικαλισμός!!! Είναι «αρρώστια»!!!
staratalogia
1. Το Σύνταγμα αφιερώνει ειδική ρύθμιση (Σ 23) για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον οποιασδήποτε προσβολής τους "μέσα στα όρια του νόμου". Με την καινοτομία αυτή προβάλλει η ανάγκη συσχετισμού της συνδικαλιστικής ελευθερίας (Σ.23) με εκείνη της συστάσεως γενικά σωματείων και ενώσεων προσώπων (Σ.12). Από τη συνταγματική τουλάχιστον σκοπιά η συνδικαλιστική ελευθερία του Σ.23 αποτελεί ειδική μορφή εμφανίσεως της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι του Σ.12 που όμως κατευθύνεται σε κάποιο ειδικό σκοπό, ο οποίος είναι η διαφύλαξη και προαγωγή συλλογικών επαγγελματικών συμφερόντων.
2. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.1264/1982 οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων. Για την πραγματοποίηση των σκοπών τους δικαιούνται (παρ. 3) μεταξύ άλλων:
α. να αναφέρονται στις διοικητικές και άλλες αρχές για κάθε ζήτημα που αφορά τους σκοπούς τους, τα μέλη τους, τις εργασιακές και γενικότερα επαγγελματικές σχέσεις και τα συμφέροντα των μελών τους.
β. να καταγγέλλουν και να εγκαλούν στις διοικητικές και δικαστικές αρχές, τις παραβιάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και των κανονισμών ή οργανισμών που αφορούν τις ίδιες ή τα μέλη τους.
3. O ν.2265/1994 επέκτεινε τις διατάξεις του ν.1264/82 και στο αστυνομικό προσωπικό, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα να ιδρύονται συνδικαλιστικές οργανώσεις αστυνομικών επιβάλλοντας μόνο ορισμένους περιορισμούς ή ειδικές ρυθμίσεις που συνδέονται με την ιδιομορφία των καθηκόντων τους και την αποστολή καθώς και τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα της ΕΛ.ΑΣ.
4. Εξάλλου η ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 14 Σ.), είτε δια του γραπτού, είτε δια του προφορικού λόγου, αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και για τον αστυνομικό, ο οποίος μπορεί να ενεργεί, είτε ως «αστυνομικός- πολίτης», είτε ως «αστυνομικός-όργανο του κράτους», είτε ως «αστυνομικός-συνδικαλιστής». Η άσκηση κριτικής και μάλιστα η δριμεία κριτική εμπίπτει, επίσης, στον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι τόσο το Σύνταγμα της χώρας μας, όσο και τα Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα προστατεύουν όλες τις απόψεις, τόσο αυτές που γίνονται ευνοϊκά δεκτές, όσο και αυτές που «ενοχλούν», διότι μ’ αυτό τον τρόπο πληρούνται οι απαιτήσεις της πλουραλιστικής ανεκτικότητας και του ανοικτού πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται Δημοκρατία, υπό τους αυτονόητους όμως αναφερόμενους περιορισμούς. Ο αστυνομικός όμως πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, αξιοπρέπεια και μετριοπάθεια και ο δημόσιος λόγος του πρέπει να διενεργείται με ιδιαίτερη σύνεση, σεμνότητα και προσοχή, γιατί κρίνεται αυστηρά από την κοινή γνώμη, όχι βάσει του προσώπου του αλλά βάσει του γένους, δηλαδή της ιδιότητάς του ως αστυνομικού και έτσι μπορεί να προκαλέσει δυσμενή σχόλια σε βάρος του Σώματος. Είναι αυτονόητο, ότι η κατάσταση διαφοροποιείται επί το αυστηρότερο, όταν ο αστυνομικός εκφράζεται όχι ως πολίτης, αλλά με την ιδιότητα του οργάνου του κράτους (άρθρα 2 και 5 του π.δ.254/2004).
5. Βέβαια το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και γνώμης, το οποίο ισχύει και για τους αστυνομικούς, υπόκειται τόσο στους γενικούς περιορισμούς που υπαγορεύονται κυρίως για την ανάγκη της προστασίας της προσωπικότητας του κάθε πολίτη ή του δημοσίου συμφέροντος, όσο και σε ειδικούς περιορισμούς, οι οποίοι δικαιολογούνται από τη φύση της δημόσιας υπαλληλικής σχέσης. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται:
α. Η απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, δηλαδή η υποχρέωση πολιτικής ουδετερότητας (άρθρο 29 παρ.3 Συντ.).
β. Ο περιορισμός των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή η υπαγωγή των αξιωματικών σε δυσμενή εκλογική ρύθμιση και εκλογικά κωλύματα (άρθρο 56 παρ.1 και παρ.3 Συντ.).
γ. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου, που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις και της υπηρεσιακής εχεμύθειας που σχετίζεται με εθνικά θέματα ή τη διαρροή απορρήτων και άκρως απορρήτων εγγράφων της Υπηρεσίας, καθώς και για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων έλαβαν γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, είτε αυτές αφορούν σε υπηρεσιακά ζητήματα, είτε στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και γενικά στις ατομικές υποθέσεις των πολιτών (άρθρο 10 παρ.1 εδ. στ΄ του π.δ.120/2008 και άρθρο 2 περ. η΄ του π.δ.254/2004).
δ. Η μυστικότητα της προανάκρισης (άρθρο 241 Κ.Π.Δ.).
6. Όμως στην πράξη ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός έχει μια λογική και την υποτιθέμενη δυναμική να μην υπακούει στη νομιμότητα και στους κανόνες. Είναι μια αντίληψη «αρρωστημένη», που δυστυχώς εμφανίζεται αρκετά χρόνια τώρα. Πρόκειται για την υλοποίηση της αυτοδικίας σε συλλογική δραστηριότητα. Κάποιοι έκαναν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, μετατρέποντας τη μαχητικότητα σε αυθάδεια και αλαζονεία, εθισμένοι στις φραστικές υπερβολές και στις ακρότητες της υλικής και ψυχολογικής βίας.
7. Είδαμε στο παρελθόν συνδικαλιστές να εισβάλλουν στην αίθουσα συνεδρίασης Δ.Σ. και με τη χρήση φυσικής αλλά και λεκτικής βίας να διακόπτουν τη συνεδρίαση και τη λήψη αποφάσεων. Και την πολιτεία-κοινωνία να ανέχονται τις εν λόγω πράξεις και την παράνομη βία, αλλά και το σοβαρότερο, όταν οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων κατηγορούνται και «κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου» για υπεξαίρεση μεγάλων χρηματικών ποσών, να μην παρίσταται ο φορέας τους (εργοδοσία) ως πολιτική αγωγή, δίνοντας έτσι συγχωροχάρτι στις παράνομες δραστηριότητες και στη λεηλασία του δημοσίου χρήματος. Επίσης είδαμε συνδικαλιστές να «ξεβρακώνουν» συναδέλφους τους και να καταστρέφουν περιουσιακά στοιχεία, με τη χρήση μάλιστα «όπλων» και αυτό να θεωρείται περίπου «κανονικό» και ανεκτό. Είδαμε γενικά τη χρήση παράνομης βίας και πράξεις αυτοδικίας, όπως αυτές των πάσης φύσεως καταλήψεων, του αποκλεισμού-κλεισίματος δρόμων κ.λ.π.
8. Δυστυχώς τις εν λόγω παθογένειες δεν άργησε να μιμηθεί και ο «ένστολος» συνδικαλισμός. Ευτυχώς όμως σε μικρότερη έκταση. Με θλίψη παρατηρούμε μια «ρητορική» προς τους εκπροσώπους της διοίκησης, η οποία ξεπέρασε τα όρια της άσκησης κριτικής και καταγγελίας των ενεργειών και παραλείψεων αυτής και έλαβε τη μορφή και το χαρακτήρα της προσωπικής «προσβολής και υποτίμησης» της ιεραρχίας με εκφράσεις που συνιστούν τουλάχιστον κακόπιστη άσκηση κριτικής και εξύβριση των συγκεκριμένων προσώπων που την εκπροσωπούν (άρθ. 10 παρ.1 περ. ιδ΄ του π.δ. 120/2008, άρθ.361 επ. Π.Κ. και άρθ. 57, 914 επ. Α.Κ.). Ξεπέρασε δηλαδή τα όρια που επιβάλλουν η ιδιομορφία των καθηκόντων τους και η αποστολή, καθώς και ο εθνικός, κοινωνικός και υπερκομματικός χαρακτήρας της ΕΛ.ΑΣ. Και το λυπηρό είναι, ότι παρατηρείται μια ιδιότυπη αδράνεια, ανεκτικότητα και αλληλεγγύη σε τέτοιες συμπεριφορές, με αποτέλεσμα αυτές να πολλαπλασιάζονται και να θεωρούνται περίπου ως «φυσιολογικές».
ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ: Αυτός δεν είναι ...συνδικαλισμός!!! Είναι «αρρώστια»!!!
staratalogia
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ερωτας από... παλιά Νεάντερταλ και σύγχρονων ανθρώπων
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ