2019-03-18 11:17:36
H βόμβα στο σπίτι της εισαγγελέως Γεωργίας Τσατάνη στην οδό Ιπποκράτους 112 πυροδοτήθηκε δέκα λεπτά πριν τις 11 μ.μ. της 13ης Οκτωβρίου 2016. Η έκρηξη ήταν ισχυρή και από το ωστικό
κύμα προκλήθηκαν ζημιές στην είσοδο της πολυκατοικίας και την πρόσοψη του διπλανού βιβλιοπωλείου «Ελεύθερη Σκέψη». Είχαν προηγηθεί, στις 10.22 μ.μ., προειδοποιητικά τηλεφωνήματα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και την ιστοσελίδα zougla.gr, με τα οποία άγνωστος έδινε χρονικό περιθώριο 30 λεπτών για την εκκένωση της περιοχής.
Τις πρώτες ώρες μετά την έκρηξη επικράτησε σύγχυση για τον στόχο της επίθεσης, καθώς αρχικά θεωρήθηκε πως οι δράστες ήθελαν να πλήξουν το παρακείμενο εθνικιστικό βιβλιοπωλείο και όχι την κ. Τσατάνη. Την κατάσταση ξεκαθάρισε αρχικά ο συνήγορός της Θέμης Σοφός, ο οποίος μιλώντας στις κάμερες δήλωσε πως «η έκρηξη έγινε στην είσοδο της οικίας της εισαγγελέως». Το επόμενο πρωί, όποιες αμφιβολίες παρέμεναν διέλυσε η προκήρυξη ανάληψης ευθύνης από τη «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς»: «Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την επίθεση στην κατοικία της εισαγγελέως Γεωργίας Τσατάνη, στην οδό Ιπποκράτους, στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα από το Α.Τ. Εξαρχείων».
2tsatani.jpg
Το εξωτερικό της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν η κατοικία της κ. Τσατάνη, μετά την έκρηξη της βόμβας.
Οι καταγγελίες της εισαγγελέως
Δυόμισι χρόνια μετά, η υπόθεση επανέρχεται στο προσκήνιο με αφορμή υπόμνημα-καταγγελίαΤο υπόμνημα της κ. Τσατάνη της κ. Τσατάνη στον 6ο τακτικό ανακριτή, που χειρίζεται την υπόθεση της βομβιστικής επίθεσης. Το 6σέλιδο έγγραφο έχει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2019 και σε αυτό η εισαγγελέας Εφετών ζητά να κληθούν και να εξεταστούν ως μάρτυρες στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας και υψηλόβαθμοι δικαστικοί λειτουργοί, τους οποίους εμμέσως πλην σαφώς κατηγορεί ως υπαιτίους για την έκθεσή της σε κίνδυνο.
Αφορμή για τα παραπάνω αποτέλεσε αφενός η απόφαση του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. να της αφαιρεθεί η φύλαξη λίγες ημέρες πριν την επίθεση και κυρίως η δημοσιοποίηση στη Βουλή και τον Τύπο στοιχείων που αφορούσαν στον πειθαρχικό έλεγχό της για τους χειρισμούς της στην υπόθεση Βγενόπουλου. Έξι μήνες πριν τη βομβιστική επίθεση εξάλλου, τον Μάρτιο του 2016, η κ. Τσατάνη είχε καταγγείλει τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο για απόπειρα παρέμβασής του στην έρευνα κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε βάρος της είχε ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος για τους χειρισμούς της στην ίδια υπόθεση. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο πειθαρχικός έλεγχός της υπήρξε αφορμή για να απορριφθούν δύο φορές οι αιτήσεις προαγωγής της από την εισαγγελία Εφετών σε αυτήν του Αρείου Πάγου.
tsatani5.jpg
«Αιτούμαι να κληθούν να καταθέσουν τα μέλη της αρμόδιας Επιτροπής, που αποφάσισαν την ανάκληση της συνοδευτικής μου φύλαξης από δύο αστυνομικά όργανα και του συνοδευτικού υπηρεσιακού αυτοκινήτου, που έλαβε χώρα 18 ημέρες πριν την εναντίον μου επίθεση» επισημαίνει στην αναφορά της η κ. Τσατάνη. Επιπλέον, ζητά να πληροφορηθεί με ποια κριτήρια πάρθηκε η απόφαση και ποιοι είχαν ενημερωθεί για την αφαίρεση της φύλαξής της. Την 27η Σεπτεμβρίου 2016, δύο εβδομάδες πριν τη βομβιστική επίθεση, η κ. Τσατάνη είχε ειδοποιήσει με κατεπείγον έγγραφο προς την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. για την παρουσία υπόπτων («νεαρών ατόμων, εμφανώς ανηκόντων σε ομάδες του αντιεξουσιαστικού χώρου») στην είσοδο του σπιτιού της. «Το τελευταίο εξάμηνο έχουν κληθεί οι αστυνομικοί της ασφάλειάς μου, κατόπιν επείγοντος σήματος του Αρχηγείου και έχουν λάβει οδηγίες για την επαύξησιν των μέτρων ασφαλείας δια λόγους που αφορούν εις την προστασία της ζωής μου» είχε επισημάνει στο εμπιστευτικό έγγραφό της προς τον Κλάδο Ασφάλειας της ΕΛ.ΑΣ.. Σήμερα, η εισαγγελέας ζητά από τον ανακριτή να λάβει αντίγραφο του υπηρεσιακού φακέλου που τηρείται στην Αντιτρομοκρατική στον οποίον, όπως εκτιμά, θα υπάρχουν όλες οι πληροφορίες για την «εξιχνίαση της αλήθειας ως προς το καίριο ερώτημα της έκθεσής μου σε κίνδυνο ζωής».
tsatani3_pinak.jpg
Ζημιές στην οδό Ιπποκράτους από τη βόμβα.
Στο στόχαστρο και η Βασιλική Θάνου και ο αναπλ. υπουργός Δικαιοσύνης
Όμως, η κ. Τσατάνη δεν στρέφει τα βέλη της μόνο στα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. που έκριναν ότι δεν βρισκόταν υπό απειλή, αν και η ίδια είχε προειδοποιήσει για το αντίθετο. Βάζει στο στόχαστρο και την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και νυν επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού κ. Βασιλική Θάνου, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για τη στοχοποίησή της, με αφορμή την απόφασή της να θέσει στο αρχείο την έρευνα για απιστία σε βάρος του εκλιπόντος επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου και άλλων στελεχών της Μαρφίν. «Να ερωτηθεί η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου οτιδήποτε γνωρίζει σε σχέση προς τη διαρροή στο διαδίκτυο και σε μερίδα του έντυπου ημερήσιου περιοδικού Τύπου, απόρρητων υπηρεσιακών στοιχείων της υπ’ αυτής προσωπικώς ενεργηθείσης πειθαρχικής προκαταρκτικής έρευνας και στη συνέχεια δίωξής μου, η οποία διαρροή συνέβαλε έτι περαιτέρω στην έκθεσή μου σε κίνδυνο της ζωής μου και της οικογένειάς μου» επισημαίνει στην αναφορά της. Παραθέτει μάλιστα αυτούσιο το Δελτίο Τύπου που είχε εκδώσει τον Απρίλιο του 2016 η κ. Βασιλική Θάνου, στο οποίο η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατηγορούσε την κ. Τσατάνη για «προσπάθεια παραπληροφόρησης».
Ακόμα, η εισαγγελέας Εφετών επιδιώκει να βάλει στο κάδρο των ευθυνών και τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, με τον οποίον εξάλλου τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη. Ζητά από τον 6ο τακτικό ανακριτή να διερευνήσει «εάν κατά τον χρόνο της έκρηξης ήτο εκκρεμής μεταξύ εμού και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, δημόσια αντιπαράθεση με μεγάλες διαστάσεις, με συνεχείς συνεδριάσεις στην Ειδική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ακόμη μη λήξασα έως και σήμερα». Τον κατηγορεί μάλιστα ευθέως για τη «ευθεία στοχοποίησή της», επικαλούμενη τις ομιλίες του κ. Παπαγγελόπουλου αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού τον Μάρτιο του 2016 στη Βουλή κατά τη διάρκεια συζήτησης για τις εξελίξεις στον χώρο της Δικαιοσύνης. «Εγένετο λόγος ευθέως στο πρόσωπό μου, με συνέπεια ευθεία στοχοποίησή μου για πολιτικές σκοπιμότητες, η οποία συνέβαλε στην έκθεσή μου σε κίνδυνο ζωής». Η αναφορά της κ. Τσατάνη καταλήγει με την προτροπή προς τον ανακριτή να καλέσει σε εξέταση τη δημοσιογράφο του Alpha Ιωάννα Παπαδάκου και τον εκδότη της εφημερίδας Documento, που φιλοξένησαν ρεπορτάζ με θέμα τον πειθαρχικό έλεγχο σε βάρος της.
papaggelop.jpg
Ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.
Στις αρχές του 2016 η κ. Τσατάνη αποφάσισε να βάλει στο αρχείο την έρευνα που διεξήγαγε για το κακούργημα της απιστίας σε βάρος του Ανδρέα Βγενόπουλου και 14 ακόμα στελεχών της τράπεζας Marfin. Η υπόθεση αφορούσε δάνειο ύψους 200 εκατ. ευρώ, το οποίο η Marfin φέρεται να είχε δώσει χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις σε επενδυτική εταιρεία. Υπήρχαν υπόνοιες ότι με τα χρήματα του δανείου, η επενδυτική εταιρεία είχε αγοράσει μετοχές του ομίλου Marfin Investment Group (MIG) στον οποίον, ως γνωστόν, ανήκε η τράπεζα Marfin. H Γεωργία Τσατάνη, που διεξήγαγε την έρευνα, αποφάσισε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο κρίνοντας, προφανώς, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των εμπλεκομένων.
Την 22α Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, η κ. Τσατάνη υπέβαλε αναφορά στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καταγγέλλοντας τον αναπληρωτή υπουργό κ. Παπαγγελόπουλο για παρεμβάσεις στο έργο της. Στην αναφορά της η κ. Τσατάνη υποστήριξε ότι τον Νοέμβριο του 2015 ο κ. Παπαγγελόπουλος της είχε ζητήσει επιτακτικά να επιστρέψει τον φάκελο της δικογραφίας στην εισαγγελία Διαφθοράς, απειλώντας την ότι σε διαφορετική περίπτωση θα δεχόταν «πόλεμο». Ο κ. Παπαγγελόπουλος διέψευσε τους ισχυρισμούς της εισαγγελέως και μάλιστα στις αρχές Μαρτίου 2016 έστειλε μακροσκελή επιστολή στον Πρόεδρο της Βουλής. Τόνιζε μεταξύ άλλων σε αυτήν ότι είχε συναντηθεί με την κ. Τσατάνη κατόπιν αιτήματός της, καθώς και ότι κατά τη διάρκεια εκείνης της συνάντησης, της είχε διατυπώσει τη νομική άποψή του: «της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια (...) απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή αρχειοθέτησης της δικογραφίας». Ως αποτέλεσμα της δημόσιας αντιπαράθεσής της με τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, η κ. Τσατάνη κλήθηκε τον Ιούνιο του 2016 να καταθέσει στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ενώπιον της επιτροπής, η κ. Τσατάνη επανέλαβε όσα είχε υποστηρίξει στην αρχική καταγγελία της σε βάρος του κ. Παπαγγελόπουλου. «Μου τηλεφώνησε γιατί νόμισε ότι είχα φοβηθεί από τα λεγόμενά του. Όταν είδε ότι δεν είχα ενδώσει επανήλθε για να ολοκληρώσει. Η τελευταία του λέξη ήταν “άμεσα πίσω τη δικογραφία, άγριος πόλεμος θα ακολουθήσει”. Γι’ αυτό πήρε Κυριακή. Τι, ενδιαφερόταν για την υγεία μου;» κατέθεσε, μεταξύ άλλων, η κ. Τσατάνη.
Τελικά, η δικογραφία σε βάρος του επιχειρηματία –που θα έφευγε ξαφνικά από τη ζωή λίγο καιρό μετά, τον Νοέμβριο του 2016– βγήκε από το αρχείο, ενώ σε βάρος της κ. Τσατάνη ασκήθηκε πειθαρχικός έλεγχος για τους χειρισμούς της στην υπόθεση. Το Σεπτέμβριο του 2016 της επεβλήθη ποινή στέρησης μισθού 60 ημερών, ενώ τον Ιανουάριο του 2017 ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τον περασμένο Νοέμβριο 2018, στόχος αποτυχημένης βομβιστικής επίθεσης έγινε ο αντιεισαγγελέας Εφετών κ. Ισίδωρος Ντογιάκος. Άγνωστοι είχαν τοποθετήσει αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό σε μπαγκαζιέρα μοτοσικλέτας, την οποία στάθμευσαν έξω από το σπίτι του εισαγγελέα. Η βόμβα δεν πυροδοτήθηκε λόγω σφάλματος στη συνδεσμολογία. Μερικές ώρες μετά το συμβάν, το περιβάλλον του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου απέδωσε την τοποθέτηση του μηχανισμού –όπως ακριβώς και η κ. Τσατάνη– στις προσπάθειες στοχοποίησής του τα τελευταία τρία χρόνια. Μάλιστα και ο κ. Ντογιάκος είχε ελεγχθεί πειθαρχικά για την υπόθεση Βγενόπουλου. Μάλιστα, ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικράτειας Γιάννης Γράβαρης, στο πόρισμά του με θέμα τυχόν πειθαρχικές ευθύνες δικαστών και εισαγγελέων που ασχολήθηκαν με την υπόθεση Βγενόπουλου είχε αφήσει αιχμές για τον ρόλο του κ. Ντογιάκου στην υπόθεση.
marfin_vgenopoulosd.jpg
Ο ιδρυτής του Marfin Investment Group Ανδρέας Βγενόπουλος, που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2016.
Για την απόπειρα επίθεσης σε βάρος του κ. Ντογιάκου δεν υπήρξε ανάληψη ευθύνης, όπως είχε γίνει την επομένη της έκρηξης έξω από το σπίτι της κ. Τσατάνη, με την ανάρτηση προκήρυξης στο athens indymedia. Σε αυτήν, τα μέλη της οργάνωσης κατηγορούσαν την κ. Τσατάνη ότι «αποτελεί μέλος του παραδικαστικού κυκλώματος, που αναλαμβάνει να “εξαφανίζει” δικογραφίες που θίγουν τα συμφέροντα της επιχειρηματικής και πολιτικής μαφίας». Επρόκειτο για μια σαφή αναφορά στην εμπλοκή της εισαγγελέως στην υπόθεση Βγενόπουλου και όσα μέχρι τότε είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Επιπλέον όμως, ο συντάκτης του κειμένου την κατηγορούσε ότι συμμετείχε «στη δικαστική ομηρία συγγενών των συντρόφων της οργάνωσης». Η κ. Τσατάνη εξάλλου είχε απορρίψει ως απαράδεκτη αίτηση αποφυλάκισης που είχε καταθέσει η Εύη Στατήρη, σύντροφος του καταδικασμένου για συμμετοχή στη «Συνωμοσία» Γεράσιμου Τσάκαλου. «Η εκδικητική μανία των δικαστών απέναντι στις οικογένειες των συντρόφων μας είναι μία επιλογή που θα κληθούν να πληρώσουν με ακριβό τίμημα όλοι οι δικαστικοί που συμμετέχουν σε αυτόν τον εκβιασμό και οι οικείοι τους. Έχουμε μνήμη και πάνω από όλα υπομονή, επιμονή και συνέπεια...», αναφερόταν χαρακτηριστικά στο κείμενο ανάληψης ευθύνης Γιάννης Σουλιώτης
insidestory.gr/
_
κύμα προκλήθηκαν ζημιές στην είσοδο της πολυκατοικίας και την πρόσοψη του διπλανού βιβλιοπωλείου «Ελεύθερη Σκέψη». Είχαν προηγηθεί, στις 10.22 μ.μ., προειδοποιητικά τηλεφωνήματα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και την ιστοσελίδα zougla.gr, με τα οποία άγνωστος έδινε χρονικό περιθώριο 30 λεπτών για την εκκένωση της περιοχής.
Τις πρώτες ώρες μετά την έκρηξη επικράτησε σύγχυση για τον στόχο της επίθεσης, καθώς αρχικά θεωρήθηκε πως οι δράστες ήθελαν να πλήξουν το παρακείμενο εθνικιστικό βιβλιοπωλείο και όχι την κ. Τσατάνη. Την κατάσταση ξεκαθάρισε αρχικά ο συνήγορός της Θέμης Σοφός, ο οποίος μιλώντας στις κάμερες δήλωσε πως «η έκρηξη έγινε στην είσοδο της οικίας της εισαγγελέως». Το επόμενο πρωί, όποιες αμφιβολίες παρέμεναν διέλυσε η προκήρυξη ανάληψης ευθύνης από τη «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς»: «Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την επίθεση στην κατοικία της εισαγγελέως Γεωργίας Τσατάνη, στην οδό Ιπποκράτους, στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα από το Α.Τ. Εξαρχείων».
2tsatani.jpg
Το εξωτερικό της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν η κατοικία της κ. Τσατάνη, μετά την έκρηξη της βόμβας.
Οι καταγγελίες της εισαγγελέως
Δυόμισι χρόνια μετά, η υπόθεση επανέρχεται στο προσκήνιο με αφορμή υπόμνημα-καταγγελίαΤο υπόμνημα της κ. Τσατάνη της κ. Τσατάνη στον 6ο τακτικό ανακριτή, που χειρίζεται την υπόθεση της βομβιστικής επίθεσης. Το 6σέλιδο έγγραφο έχει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2019 και σε αυτό η εισαγγελέας Εφετών ζητά να κληθούν και να εξεταστούν ως μάρτυρες στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας και υψηλόβαθμοι δικαστικοί λειτουργοί, τους οποίους εμμέσως πλην σαφώς κατηγορεί ως υπαιτίους για την έκθεσή της σε κίνδυνο.
Αφορμή για τα παραπάνω αποτέλεσε αφενός η απόφαση του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. να της αφαιρεθεί η φύλαξη λίγες ημέρες πριν την επίθεση και κυρίως η δημοσιοποίηση στη Βουλή και τον Τύπο στοιχείων που αφορούσαν στον πειθαρχικό έλεγχό της για τους χειρισμούς της στην υπόθεση Βγενόπουλου. Έξι μήνες πριν τη βομβιστική επίθεση εξάλλου, τον Μάρτιο του 2016, η κ. Τσατάνη είχε καταγγείλει τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο για απόπειρα παρέμβασής του στην έρευνα κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε βάρος της είχε ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος για τους χειρισμούς της στην ίδια υπόθεση. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο πειθαρχικός έλεγχός της υπήρξε αφορμή για να απορριφθούν δύο φορές οι αιτήσεις προαγωγής της από την εισαγγελία Εφετών σε αυτήν του Αρείου Πάγου.
tsatani5.jpg
«Αιτούμαι να κληθούν να καταθέσουν τα μέλη της αρμόδιας Επιτροπής, που αποφάσισαν την ανάκληση της συνοδευτικής μου φύλαξης από δύο αστυνομικά όργανα και του συνοδευτικού υπηρεσιακού αυτοκινήτου, που έλαβε χώρα 18 ημέρες πριν την εναντίον μου επίθεση» επισημαίνει στην αναφορά της η κ. Τσατάνη. Επιπλέον, ζητά να πληροφορηθεί με ποια κριτήρια πάρθηκε η απόφαση και ποιοι είχαν ενημερωθεί για την αφαίρεση της φύλαξής της. Την 27η Σεπτεμβρίου 2016, δύο εβδομάδες πριν τη βομβιστική επίθεση, η κ. Τσατάνη είχε ειδοποιήσει με κατεπείγον έγγραφο προς την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. για την παρουσία υπόπτων («νεαρών ατόμων, εμφανώς ανηκόντων σε ομάδες του αντιεξουσιαστικού χώρου») στην είσοδο του σπιτιού της. «Το τελευταίο εξάμηνο έχουν κληθεί οι αστυνομικοί της ασφάλειάς μου, κατόπιν επείγοντος σήματος του Αρχηγείου και έχουν λάβει οδηγίες για την επαύξησιν των μέτρων ασφαλείας δια λόγους που αφορούν εις την προστασία της ζωής μου» είχε επισημάνει στο εμπιστευτικό έγγραφό της προς τον Κλάδο Ασφάλειας της ΕΛ.ΑΣ.. Σήμερα, η εισαγγελέας ζητά από τον ανακριτή να λάβει αντίγραφο του υπηρεσιακού φακέλου που τηρείται στην Αντιτρομοκρατική στον οποίον, όπως εκτιμά, θα υπάρχουν όλες οι πληροφορίες για την «εξιχνίαση της αλήθειας ως προς το καίριο ερώτημα της έκθεσής μου σε κίνδυνο ζωής».
tsatani3_pinak.jpg
Ζημιές στην οδό Ιπποκράτους από τη βόμβα.
Στο στόχαστρο και η Βασιλική Θάνου και ο αναπλ. υπουργός Δικαιοσύνης
Όμως, η κ. Τσατάνη δεν στρέφει τα βέλη της μόνο στα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. που έκριναν ότι δεν βρισκόταν υπό απειλή, αν και η ίδια είχε προειδοποιήσει για το αντίθετο. Βάζει στο στόχαστρο και την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και νυν επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού κ. Βασιλική Θάνου, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για τη στοχοποίησή της, με αφορμή την απόφασή της να θέσει στο αρχείο την έρευνα για απιστία σε βάρος του εκλιπόντος επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου και άλλων στελεχών της Μαρφίν. «Να ερωτηθεί η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου οτιδήποτε γνωρίζει σε σχέση προς τη διαρροή στο διαδίκτυο και σε μερίδα του έντυπου ημερήσιου περιοδικού Τύπου, απόρρητων υπηρεσιακών στοιχείων της υπ’ αυτής προσωπικώς ενεργηθείσης πειθαρχικής προκαταρκτικής έρευνας και στη συνέχεια δίωξής μου, η οποία διαρροή συνέβαλε έτι περαιτέρω στην έκθεσή μου σε κίνδυνο της ζωής μου και της οικογένειάς μου» επισημαίνει στην αναφορά της. Παραθέτει μάλιστα αυτούσιο το Δελτίο Τύπου που είχε εκδώσει τον Απρίλιο του 2016 η κ. Βασιλική Θάνου, στο οποίο η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατηγορούσε την κ. Τσατάνη για «προσπάθεια παραπληροφόρησης».
Ακόμα, η εισαγγελέας Εφετών επιδιώκει να βάλει στο κάδρο των ευθυνών και τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, με τον οποίον εξάλλου τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη. Ζητά από τον 6ο τακτικό ανακριτή να διερευνήσει «εάν κατά τον χρόνο της έκρηξης ήτο εκκρεμής μεταξύ εμού και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, δημόσια αντιπαράθεση με μεγάλες διαστάσεις, με συνεχείς συνεδριάσεις στην Ειδική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ακόμη μη λήξασα έως και σήμερα». Τον κατηγορεί μάλιστα ευθέως για τη «ευθεία στοχοποίησή της», επικαλούμενη τις ομιλίες του κ. Παπαγγελόπουλου αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού τον Μάρτιο του 2016 στη Βουλή κατά τη διάρκεια συζήτησης για τις εξελίξεις στον χώρο της Δικαιοσύνης. «Εγένετο λόγος ευθέως στο πρόσωπό μου, με συνέπεια ευθεία στοχοποίησή μου για πολιτικές σκοπιμότητες, η οποία συνέβαλε στην έκθεσή μου σε κίνδυνο ζωής». Η αναφορά της κ. Τσατάνη καταλήγει με την προτροπή προς τον ανακριτή να καλέσει σε εξέταση τη δημοσιογράφο του Alpha Ιωάννα Παπαδάκου και τον εκδότη της εφημερίδας Documento, που φιλοξένησαν ρεπορτάζ με θέμα τον πειθαρχικό έλεγχο σε βάρος της.
papaggelop.jpg
Ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.
Στις αρχές του 2016 η κ. Τσατάνη αποφάσισε να βάλει στο αρχείο την έρευνα που διεξήγαγε για το κακούργημα της απιστίας σε βάρος του Ανδρέα Βγενόπουλου και 14 ακόμα στελεχών της τράπεζας Marfin. Η υπόθεση αφορούσε δάνειο ύψους 200 εκατ. ευρώ, το οποίο η Marfin φέρεται να είχε δώσει χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις σε επενδυτική εταιρεία. Υπήρχαν υπόνοιες ότι με τα χρήματα του δανείου, η επενδυτική εταιρεία είχε αγοράσει μετοχές του ομίλου Marfin Investment Group (MIG) στον οποίον, ως γνωστόν, ανήκε η τράπεζα Marfin. H Γεωργία Τσατάνη, που διεξήγαγε την έρευνα, αποφάσισε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο κρίνοντας, προφανώς, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των εμπλεκομένων.
Την 22α Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, η κ. Τσατάνη υπέβαλε αναφορά στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καταγγέλλοντας τον αναπληρωτή υπουργό κ. Παπαγγελόπουλο για παρεμβάσεις στο έργο της. Στην αναφορά της η κ. Τσατάνη υποστήριξε ότι τον Νοέμβριο του 2015 ο κ. Παπαγγελόπουλος της είχε ζητήσει επιτακτικά να επιστρέψει τον φάκελο της δικογραφίας στην εισαγγελία Διαφθοράς, απειλώντας την ότι σε διαφορετική περίπτωση θα δεχόταν «πόλεμο». Ο κ. Παπαγγελόπουλος διέψευσε τους ισχυρισμούς της εισαγγελέως και μάλιστα στις αρχές Μαρτίου 2016 έστειλε μακροσκελή επιστολή στον Πρόεδρο της Βουλής. Τόνιζε μεταξύ άλλων σε αυτήν ότι είχε συναντηθεί με την κ. Τσατάνη κατόπιν αιτήματός της, καθώς και ότι κατά τη διάρκεια εκείνης της συνάντησης, της είχε διατυπώσει τη νομική άποψή του: «της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια (...) απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή αρχειοθέτησης της δικογραφίας». Ως αποτέλεσμα της δημόσιας αντιπαράθεσής της με τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, η κ. Τσατάνη κλήθηκε τον Ιούνιο του 2016 να καταθέσει στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ενώπιον της επιτροπής, η κ. Τσατάνη επανέλαβε όσα είχε υποστηρίξει στην αρχική καταγγελία της σε βάρος του κ. Παπαγγελόπουλου. «Μου τηλεφώνησε γιατί νόμισε ότι είχα φοβηθεί από τα λεγόμενά του. Όταν είδε ότι δεν είχα ενδώσει επανήλθε για να ολοκληρώσει. Η τελευταία του λέξη ήταν “άμεσα πίσω τη δικογραφία, άγριος πόλεμος θα ακολουθήσει”. Γι’ αυτό πήρε Κυριακή. Τι, ενδιαφερόταν για την υγεία μου;» κατέθεσε, μεταξύ άλλων, η κ. Τσατάνη.
Τελικά, η δικογραφία σε βάρος του επιχειρηματία –που θα έφευγε ξαφνικά από τη ζωή λίγο καιρό μετά, τον Νοέμβριο του 2016– βγήκε από το αρχείο, ενώ σε βάρος της κ. Τσατάνη ασκήθηκε πειθαρχικός έλεγχος για τους χειρισμούς της στην υπόθεση. Το Σεπτέμβριο του 2016 της επεβλήθη ποινή στέρησης μισθού 60 ημερών, ενώ τον Ιανουάριο του 2017 ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τον περασμένο Νοέμβριο 2018, στόχος αποτυχημένης βομβιστικής επίθεσης έγινε ο αντιεισαγγελέας Εφετών κ. Ισίδωρος Ντογιάκος. Άγνωστοι είχαν τοποθετήσει αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό σε μπαγκαζιέρα μοτοσικλέτας, την οποία στάθμευσαν έξω από το σπίτι του εισαγγελέα. Η βόμβα δεν πυροδοτήθηκε λόγω σφάλματος στη συνδεσμολογία. Μερικές ώρες μετά το συμβάν, το περιβάλλον του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου απέδωσε την τοποθέτηση του μηχανισμού –όπως ακριβώς και η κ. Τσατάνη– στις προσπάθειες στοχοποίησής του τα τελευταία τρία χρόνια. Μάλιστα και ο κ. Ντογιάκος είχε ελεγχθεί πειθαρχικά για την υπόθεση Βγενόπουλου. Μάλιστα, ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικράτειας Γιάννης Γράβαρης, στο πόρισμά του με θέμα τυχόν πειθαρχικές ευθύνες δικαστών και εισαγγελέων που ασχολήθηκαν με την υπόθεση Βγενόπουλου είχε αφήσει αιχμές για τον ρόλο του κ. Ντογιάκου στην υπόθεση.
marfin_vgenopoulosd.jpg
Ο ιδρυτής του Marfin Investment Group Ανδρέας Βγενόπουλος, που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2016.
Για την απόπειρα επίθεσης σε βάρος του κ. Ντογιάκου δεν υπήρξε ανάληψη ευθύνης, όπως είχε γίνει την επομένη της έκρηξης έξω από το σπίτι της κ. Τσατάνη, με την ανάρτηση προκήρυξης στο athens indymedia. Σε αυτήν, τα μέλη της οργάνωσης κατηγορούσαν την κ. Τσατάνη ότι «αποτελεί μέλος του παραδικαστικού κυκλώματος, που αναλαμβάνει να “εξαφανίζει” δικογραφίες που θίγουν τα συμφέροντα της επιχειρηματικής και πολιτικής μαφίας». Επρόκειτο για μια σαφή αναφορά στην εμπλοκή της εισαγγελέως στην υπόθεση Βγενόπουλου και όσα μέχρι τότε είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Επιπλέον όμως, ο συντάκτης του κειμένου την κατηγορούσε ότι συμμετείχε «στη δικαστική ομηρία συγγενών των συντρόφων της οργάνωσης». Η κ. Τσατάνη εξάλλου είχε απορρίψει ως απαράδεκτη αίτηση αποφυλάκισης που είχε καταθέσει η Εύη Στατήρη, σύντροφος του καταδικασμένου για συμμετοχή στη «Συνωμοσία» Γεράσιμου Τσάκαλου. «Η εκδικητική μανία των δικαστών απέναντι στις οικογένειες των συντρόφων μας είναι μία επιλογή που θα κληθούν να πληρώσουν με ακριβό τίμημα όλοι οι δικαστικοί που συμμετέχουν σε αυτόν τον εκβιασμό και οι οικείοι τους. Έχουμε μνήμη και πάνω από όλα υπομονή, επιμονή και συνέπεια...», αναφερόταν χαρακτηριστικά στο κείμενο ανάληψης ευθύνης Γιάννης Σουλιώτης
insidestory.gr/
_
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εφημερίδες και Διαδίκτυο – Δημοσιογραφία δύο ταχυτήτων
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ