2019-06-11 23:00:15
Μετά από δέκα χρόνια κρίσης, οκτώ χρόνια μνημονίου και κυβερνήσεις σχεδόν όλων των αποχρώσεων, η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με το βασικό της πρόβλημα. Τουλάχιστον.. ας το παραδεχτεί.
Ισχνή ανάπτυξη και εξακολουθητικά υψηλή ανεργία.
Παρά τις προόδους που κατέγραψε στη διάρκεια του μνημονιακού της βίου στη διαχείριση των δημοσιονομικών της πραγμάτων, η Ελλάδα εξήλθε αυτού του βίου έχοντας σημειώσει δυσδιάκριτη βελτίωση στην ικανότητά της να παράγει πλούτο.
Όχι μόνον υπέστη μείωση άνω του 26% στον ετησίως παραγόμενο πλούτο -λόγω εσωτερικής υποτίμησης-, αλλά στάθηκε αδύναμη να εκμεταλλευτεί ακόμη και το παραγωγικό κενό που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα αυτό, ώστε να κάνει το περίφημο «αναπτυξιακό άλμα» που πολλοί προέβλεπαν, μιλώντας για «συμπεριφορά ελατηρίου» μετά την κρίση.
Γεγονός το οποίο αποτυπώνεται τόσο στην επί τα χείρω αναθεώρηση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας για το τρέχον έτος, όσο και στην περαιτέρω διολίσθησή της σε διεθνείς πίνακες κατάταξης από πλευράς ανταγωνιστικότητας.
Αυτή η απουσία ανταγωνιστικότητας, δε, δεν αφορά το προφανές έλλειμμα που εμφανίζει η χώρα μας στον τομέα της χρηματοδότησης επενδύσεων, με το τραπεζικό της σύστημα να παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό δέσμιο, αφενός, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αφετέρου, του χαμηλού αποταμιεύματος, ή ακόμη και τους ακόμη ιδιαίτερα προφανείς κεφαλαιακούς περιορισμούς. Κυριότερα, αφορά χρόνια προβλήματα της Ελλάδας, που άπτονται του τρόπου «λειτουργίας» της.
Χαρακτηριστική του γεγονότος αυτού είναι η κατάταξη της Ελλάδας στην πρώτη θέση του δείκτη Global Business Complexity Index 2019, που καταρτίζει το Ινστιτούτο ΤMF.
Ξεπερνώντας χώρες όπως η Ινδονησία, η Βραζιλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη από πλευράς «πολυπλοκότητας για το επιχειρείν», με τέσσερις κύριους παράγοντες να μετρούν στη διαμόρφωση του δείκτη:
-την εγχώρια νομοθεσία και απονομή δικαιοσύνης,
-τις συχνές αλλαγές στη νομοθεσία,
-τη λογιστική και φορολογική διαχείριση των επιχειρήσεων και
-τις διαδικασίες προσλήψεων, απολύσεων και αμοιβών.
Αντίστοιχα, στην Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας του Institute for Management Development της Ελβετίας, η Ελλάδα υποχώρησε εφέτος κατά μία θέση, εξασφαλίζοντας την 58η θέση σε σύνολο 63 κρατών.
Στον δείκτη ανταγωνιστικότητας 2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), η Ελλάδα κατέλαβε την 57η θέση μεταξύ 140 κρατών καθώς συγκέντρωσε συνολική αξιολόγηση 62,1, καταγράφοντας χαμηλούς βαθμούς στην καινοτομία, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στους θεσμούς, στην αγορά εργασίας, στις αγορές προϊόντων και στη δυναμική των επιχειρήσεων.
Με άλλα λόγια, μετά από δέκα χρόνια κρίσης, τρία μνημόνια και κυβερνήσεις σχεδόν όλων των αποχρώσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από προβλήματα ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης, πολυνομίας, γραφειοκρατίας, φορολογικού συστήματος και αγοράς εργασίας, τα οποία έφεραν -ούτως ή άλλως- σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη χρεοκοπία της και την υπαγωγή της σε καθεστώς μνημονίου.
Υπό αυτό το πρίσμα, τι ακριβώς «κατάφερε» η χώρα μας στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, πέραν της θεραπείας των δημοσιονομικών της προβλημάτων και μάλιστα με τον λάθος τρόπο της υπερφορολόγησης και των οριζόντιων μαχαιριών;
Κατά τα φαινόμενα, ελάχιστα.
Η απάντηση στο προφανές «γιατί» αυτής της κατάστασης ευλόγως συναρτάται με την προθυμία της χώρας να αλλάξει, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται διαμέσου των πολιτών και των πολιτικών τους εκπροσώπων. Κατά πόσον, δηλαδή, είναι πρόθυμη η Ελλάδα να εγκαταλείψει όσα στρεβλά τη χαρακτηρίζουν, εξυπηρετώντας τις κάθε λογής συντεχνίες της και στερώντας της ανταγωνιστικότητα και δυνατότητα δημιουργίας πλούτου.
Μία ειλικρινής απάντηση σε αυτό το ερώτημα ίσως άνοιγε τον δρόμο για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας μας -ή και όχι του κ.Ν.Γ.Δρόσου
greece-salonikia
Ισχνή ανάπτυξη και εξακολουθητικά υψηλή ανεργία.
Παρά τις προόδους που κατέγραψε στη διάρκεια του μνημονιακού της βίου στη διαχείριση των δημοσιονομικών της πραγμάτων, η Ελλάδα εξήλθε αυτού του βίου έχοντας σημειώσει δυσδιάκριτη βελτίωση στην ικανότητά της να παράγει πλούτο.
Όχι μόνον υπέστη μείωση άνω του 26% στον ετησίως παραγόμενο πλούτο -λόγω εσωτερικής υποτίμησης-, αλλά στάθηκε αδύναμη να εκμεταλλευτεί ακόμη και το παραγωγικό κενό που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα αυτό, ώστε να κάνει το περίφημο «αναπτυξιακό άλμα» που πολλοί προέβλεπαν, μιλώντας για «συμπεριφορά ελατηρίου» μετά την κρίση.
Γεγονός το οποίο αποτυπώνεται τόσο στην επί τα χείρω αναθεώρηση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας για το τρέχον έτος, όσο και στην περαιτέρω διολίσθησή της σε διεθνείς πίνακες κατάταξης από πλευράς ανταγωνιστικότητας.
Αυτή η απουσία ανταγωνιστικότητας, δε, δεν αφορά το προφανές έλλειμμα που εμφανίζει η χώρα μας στον τομέα της χρηματοδότησης επενδύσεων, με το τραπεζικό της σύστημα να παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό δέσμιο, αφενός, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αφετέρου, του χαμηλού αποταμιεύματος, ή ακόμη και τους ακόμη ιδιαίτερα προφανείς κεφαλαιακούς περιορισμούς. Κυριότερα, αφορά χρόνια προβλήματα της Ελλάδας, που άπτονται του τρόπου «λειτουργίας» της.
Χαρακτηριστική του γεγονότος αυτού είναι η κατάταξη της Ελλάδας στην πρώτη θέση του δείκτη Global Business Complexity Index 2019, που καταρτίζει το Ινστιτούτο ΤMF.
Ξεπερνώντας χώρες όπως η Ινδονησία, η Βραζιλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη από πλευράς «πολυπλοκότητας για το επιχειρείν», με τέσσερις κύριους παράγοντες να μετρούν στη διαμόρφωση του δείκτη:
-την εγχώρια νομοθεσία και απονομή δικαιοσύνης,
-τις συχνές αλλαγές στη νομοθεσία,
-τη λογιστική και φορολογική διαχείριση των επιχειρήσεων και
-τις διαδικασίες προσλήψεων, απολύσεων και αμοιβών.
Αντίστοιχα, στην Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας του Institute for Management Development της Ελβετίας, η Ελλάδα υποχώρησε εφέτος κατά μία θέση, εξασφαλίζοντας την 58η θέση σε σύνολο 63 κρατών.
Στον δείκτη ανταγωνιστικότητας 2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), η Ελλάδα κατέλαβε την 57η θέση μεταξύ 140 κρατών καθώς συγκέντρωσε συνολική αξιολόγηση 62,1, καταγράφοντας χαμηλούς βαθμούς στην καινοτομία, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στους θεσμούς, στην αγορά εργασίας, στις αγορές προϊόντων και στη δυναμική των επιχειρήσεων.
Με άλλα λόγια, μετά από δέκα χρόνια κρίσης, τρία μνημόνια και κυβερνήσεις σχεδόν όλων των αποχρώσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από προβλήματα ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης, πολυνομίας, γραφειοκρατίας, φορολογικού συστήματος και αγοράς εργασίας, τα οποία έφεραν -ούτως ή άλλως- σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη χρεοκοπία της και την υπαγωγή της σε καθεστώς μνημονίου.
Υπό αυτό το πρίσμα, τι ακριβώς «κατάφερε» η χώρα μας στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, πέραν της θεραπείας των δημοσιονομικών της προβλημάτων και μάλιστα με τον λάθος τρόπο της υπερφορολόγησης και των οριζόντιων μαχαιριών;
Κατά τα φαινόμενα, ελάχιστα.
Η απάντηση στο προφανές «γιατί» αυτής της κατάστασης ευλόγως συναρτάται με την προθυμία της χώρας να αλλάξει, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται διαμέσου των πολιτών και των πολιτικών τους εκπροσώπων. Κατά πόσον, δηλαδή, είναι πρόθυμη η Ελλάδα να εγκαταλείψει όσα στρεβλά τη χαρακτηρίζουν, εξυπηρετώντας τις κάθε λογής συντεχνίες της και στερώντας της ανταγωνιστικότητα και δυνατότητα δημιουργίας πλούτου.
Μία ειλικρινής απάντηση σε αυτό το ερώτημα ίσως άνοιγε τον δρόμο για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας μας -ή και όχι του κ.Ν.Γ.Δρόσου
greece-salonikia
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τουρίστρια πέθανε από τσίμπημα σφήκας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Ολυμπιακός θέλει τον Φορτούνη και το αποδεικνύει
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ