2020-08-23 22:01:27
του Αλέξανδρου Γιατζίδη, διευθυντή σύνταξης του medlabnews.gr ιατρικανέα
Πολλά γράφτηκαν, για την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή με τις διεθνείς συμμετοχές «Ο Θεός αγαπάει το Χαβιάρι». Πολλές κριτικές, άλλες καλές, άλλες κακές. Το σίγουρο είναι ότι είναι μια ταινία που γυρίστηκε μέσα στην οικονομική κρίση, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και έχοντας αρκετές μεγαλεπήβολες βλέψεις.
Βλέποντας την, επειδή δεν είναι βιογραφική, ούτε ντοκιμαντέρ, που αφορά την ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη, σου αφήνει αρκετά ερωτηματικά, μια και στο δίωρο δεν προλαβαίνει να καλύψει όλα τα θέματα. Βλέπετε η ιστορία του Ψαριανού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη ήταν πρόσφορη να γίνει υπόθεση μυθιστορήματος μια και ξεκίνησε ως πειρατής και κατέληξε να κάνει το όνομά του τίτλο ευγενείας στην τσαρική Ρωσία. Έτσι θέλοντας να απαντήσω στα ερωτηματικά έψαξα λίγο την βιβλιογραφία και τα ευρήματά μου τα παραθέτω και σε εσάς.
Ο Ιωάννης Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρρά στις 24 Ιουνίου 1745 ή 1750. Υιός του Ανδρέα και της Μαρίας Λεοντή. Ο πατέρα του ήταν σπουδαίος καραβοκύρης. Ο μικρός Γιάννης ήταν γύρο στα οκτώ όταν ο πατέρας του άρχισε να του μαθαίνει τα της ναυτιλίας και στα δέκα του ήξερε κιόλας να πυροβολεί με πιστόλι τουφέκι και να χρησιμοποιεί το κανόνι του καραβιού.
Ο γιος του καπετάν Ανδρέα ξεκίνησε τη ναυτική ζωή ως ακόλουθος στο ιδιόκτητο καράβι του πατέρα του. Στα δεκαπέντε του ο πατέρας του τον έκανε συνέταιρο στο πλοίο καθώς διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα ενός καπετάνιου. Με την οικονομική βοήθεια του πατέρα του στα δεκαεπτά ναυπήγησε το δικό του καράβι και έγινε και αυτός καραβοκύρης. Λόγω του μεγάλου κινδύνου των πειρατών, η «γαλιότα» του διέθετε πυροβόλα στη πλώρη της ενώ το πλήρωμά της ήταν καλά οπλισμένο.
Πως όμως ο Λεοντής έγινε Βαρβάκης; Στα Ψαρρά υπήρχαν και υπάρχουν πολλά πουλιά τα οποία έχουν μεγάλα και αυστηρά μάτια και ανήκουν σε είδος γερακιού ‘’ Ιέραξ ο οξύπτερος’’. Τα πουλιά αυτά οι Ψαριανοί τα ονόμαζαν και τα ονομάζουν ‘’Βαρβάκια’’. Οι συνομήλικοί του , βλέποντας τα μεγάλα και πολύ αυστηρά του μάτια, καθώς και την ορμητικότητα που τον χαρακτήριζε τον φώναζαν ‘’Βαρβάκι’’. Φαίνεται ότι η προσωνυμία του άρεσε και την διατήρησε ως επώνυμο. Έτσι πέρασε στην ιστορία με το όνομα Βαρβάκης και το επώνυμο του έγινε τίτλος ευγενείας την τσαρική Ρωσία.
Ο Βαρβάκης αρχικώς ασχολήθηκε με το εμπόριο μεταφέροντας εμπορεύματα, μετέπειτα όμως έδρασε, μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο, ως πειρατής κουρσεύοντας τουρκικά πλοία.
Η δραστηριότητά του ως κουρσάρος ήταν πολύ επικίνδυνη διότι αν τον συλλαμβάνανε οι τουρκικές αρχές θα στρέφονταν και εναντίον της οικογένειάς του και φυσικά θα δημευόταν η περιουσία τους. Γι’ αυτό, με την παρότρυνση του πατέρα του, προνόησε και πούλησε ολόκληρη την πατρική του περιουσία. Τότε έβαλε καραβοκύρη στο πλοίο του τον αδελφό του και αγόρασε ένα πολεμικό καράβι με είκοσι κανόνια.
Ο Βαρβάκης, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες που πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων στο Αιγαίο, από το 1770 έως το 1774. O Βαρβάκης συνάντησε στην Πελοπόννησο τον αντιναύαρχο του Ρωσικού στόλου στο ελληνικό αρχιπέλαγος, Αλέξιο Ορλώφ, και του εκμυστηρεύτηκε πως θέλει να λάβει μέρος στην εξέγερση που υποκινούσε, εξέγερση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως τα «Ορλωφικά». Οι Ρώσοι του έδωσαν τον βαθμό υποπλοιάρχου του ρωσικού ναυτικού και τη νύχτα της 26ης Ιουνίου του 1770 ο Βαρβάκης έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο στη νικηφόρα ναυμαχία του Τσεσμέ. Αναδείχθηκε ως ο ήρωας της ναυμαχίας του Τσεσμέ γιατί δεν δίστασε να κάψει το δικό του πλοίο προκειμένου να επιτύχει την καταστροφή της τουρκικής αρμάδας.
Mετά τη λήξη του Τρίτου Ρωσσοτουρκικού πολέμου (1676-1878) και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή ο Βαρβάκης επέστρεψε στα Ψαρά,και συνέχισε την εμπορική και πειρατική του δραστηριότητα. Oι Οθωμανοί Χιώτες ζητούσαν έντονα από το διβάνι να επικηρυχθεί ο Βαρβάκης. Έτσι αφού οι Τουρκικές αρχές διέταξαν τη σύλληψή του, ο Βαρβάκης μην έχοντας άλλη επιλογή αποφάσισε να ξενιτευτεί. Θα πήγαινε να εγκατασταθεί σε κάποιο παρευξείνιο λιμάνι της Νότιας Ρωσίας προκειμένου να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη. Κατά μία εκδοχή, οι τελωνειακοί εντόπισαν τον φυγά αφού πέρασε τον Ελλήσποντο. Το πλοίο του Βαρβάκη δημεύθηκε, ενώ ο ίδιος συνελήφθη και φυλακίστηκε στη χειρότερη φυλακή της Κωνσταντινούπολης, το Γεντί Κουλέ. Ως επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού ήταν το κομμένο δεξί αυτί του, σημάδι ότι πέρασε από τη φυλακή αυτή. Η ρωσική πρεσβεία όμως μεσολάβησε και ο Βαρβάκης αφέθηκε ελεύθερος. Παράλληλα ανέλαβε να τακτοποιήσει τα χρέη του δανείου που είχε λάβει ο Βαρβάκης προτού αναχωρήσει από την πατρίδα του.
Με τη βοήθεια του Ρώσου πρέσβη Ρέπνιν ο Βαρβάκης φτάνει στην Οδησσό. Από εκεί, μόνος, διένυσε απόσταση 5.000 χιλιομέτρων πεζός και ανυπόδητος για την Αγία Πετρούπολη. Για καλή του τύχη εκεί συνάντησε κάποιους Έλληνες που τον έδωσαν δανεικά ρούχα και παπούτσια.
Αρχές του 1776 βρέθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας μαζί του ιδιόχειρη συστατική επιστολή από το Ρέπνιν, και επιδίωξε να συναντήσει τον παραλήπτη της, δηλαδή το Νικήτα Ιβάνοβιτς Πάνιν, διπλωμάτη και αδιαμφισβήτητο αρχιτέκτονα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής κατά την εποχή αυτή, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και παιδαγωγός του Παύλου, γιου της Αικατερίνης Β΄. Ο Πάνιν πληροφορήθηκε από την επιστολή του Ρέπνιν για τη διακεκριμένη δράση και μαχητικότητα που είχε επιδείξει ο Βαρβάκης στο Αρχιπέλαγος, αλλά και για την ισχυρή βούλησή του να συνεχίσει τη στρατιωτική υπηρεσία στη Ρωσία. Με τη μεσολάβηση του Πάνιν, ο Βαρβάκης ήρθε σε επαφή με τον πανίσχυρο Ποτέμκιν (εραστή της Αικατερίνης).
Εκείνος του πρότεινε, στη βάση αμοιβαίου οφέλους, να μεταβεί στο Αστραχάν, που προβλεπόταν να αναδειχθεί σε κόμβο του κεντροασιατικού εμπορίου και σε ορμητήριο των ρωσικών εξορμήσεων στα περσικά εδάφη. Με γνώμονα τις προκαταρκτικές συζητήσεις ο Ποτέμκιν έκρινε σκόπιμο να παρουσιάσει το Βαρβάκη, σύμφωνα με την εθιμοταξία, ενώπιον της αυτοκράτειρας. Το αποτέλεσμα της ακρόασης, συνηγορούσης και της γνώμης του Ποτέμκιν, υπήρξε θετικότατο για το Βαρβάκη, καθώς έλαβε από την Αικατερίνη, ως επιβράβευση για τη δράση του και αποζημίωση για τις υλικές απώλειες που είχε υποστεί εξαιτίας του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου, χίλια τσερβόντσι (1 χρυσό τσερβόνετς ισοδυναμούσε με 10 ρούβλια), το δικαίωμα για δεκαετή αφορολόγητη αλιεία και εμπορία ψαριών στην Κασπία. Αργότερα παρέλαβε και το πολεμικό του δίπλωμα, υπογεγραμμένο από την Αικατερίνη, με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1776.
Κορυφαία παράμετρος των συζητήσεων με τον Ποτέμκιν υπήρξε η μύησή του στο μυστικό σχέδιο της Κασπίας και η εμπιστευτική ανάθεση στο πρόσωπό του τμήματος της εκτέλεσης, καθήκον άκρως τιμητικό τόσο για τους ευγενείς όσο και για τους προερχόμενους από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Το χειμώνα του 1776 ο Βαρβάκης βρέθηκε προσωρινά εγκατεστημένος στο Κερτς (Κριμαία), όπου κατέπλευσε από τα ελληνικά ύδατα το καράβι του «Άγιος Νικόλαος», το οποίο με την έγκριση της αυτοκράτειρας εξαγοράστηκε από το κράτος έναντι ποσού 5.000 ρουβλιών. Εν συνεχεία έλαβε το εξοπλισμένο με δύο κανόνια πλοίο «Αετός» με πολεμοφόδια, έναν κανονιέρη και ένα ναύτη και αναχώρησε για το Αστραχάν. Αργότερα, το Μάιο του 1779 ναυπηγήθηκε για το Βαρβάκη πολεμικό πλοίο, πιστό αντίγραφο του «Αγίου Νικολάου», το οποίο κόστισε στο δημόσιο ταμείο 5.920 ρούβλια. Τότε ο Βαρβάκης παρέδωσε τον «Αετό» στο ναυαρχείο του Κερτς και επέστρεψε στο Αστραχάν.
Η επιλογή του Αστραχάν ως τόπου μόνιμης εγκατάστασης του Ιωάννη Βαρβάκη δεν υπαγορεύτηκε μόνο από τις ατομικές του προσδοκίες –πράγματι, η εποχή και η περιοχή άφηναν περιθώριο για κέρδος λόγω της μεγάλης ανάγκης σε πλοία και θαλασσινούς–, αλλά συναρτήθηκε με τους σημαντικούς στόχους της ρωσικής πολιτικής για ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με την Ασία. Η Αικατερίνη θεωρούσε πως η ένωση της Μαύρης Θάλασσας με την Κασπία και των δύο μαζί με τη Βόρεια Θάλασσα, καθώς και η διοχέτευση του μεγάλης κλίμακας εμπορίου της Κίνας και των Ανατολικών Ινδιών μέσω της Ταταρίας, θα σήμαιναν εξύψωση της Ρωσίας στο επίπεδο δύναμης ακόμα πιο ισχυρής ανάμεσα στα λοιπά κράτη της Ευρώπης και της Ασίας. Την εποχή αυτή η Κασπία είχε αναδειχθεί σε νευραλγικό, από άποψη γεωστρατηγικών συμφερόντων, τόπο για τη Ρωσία: ο πόλεμος της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και η αγγλογαλλική σύγκρουση επέβαλαν σε πολλές χώρες να αναζητήσουν νέους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία μέσω Περσίας, η οποία παρέμενε πολιτικά ασταθής καθώς σπαρασσόταν από συνεχείς εμφύλιους πολέμους και κατά συνέπεια η εξουσία του σάχη ήταν ανίσχυρη. Όμως, επειδή η Ρωσία σταθερά επιδίωκε να στρέψει το εμπόριο των Ανατολικών Ινδιών μέσω Κασπίας στο Βόλγα και εν συνεχεία στην Πετρούπολη, υπήρχε ανάγκη για έμπειρα πολεμικά και εμποροναυτικά στελέχη. Για την περίσταση αυτή επιλέχθηκε ο Α.Β. Σουβόροφ, που επιφορτίστηκε να χαρτογραφήσει τις χερσαίες παράκτιες οδούς και να αναδιοργανώσει τον πολεμικό στολίσκο της Κασπίας. Ως καταλληλότερος συνεργάτης του ορίστηκε ο Ιωάννης Βαρβάκης.
Η έλευση, αρχές φθινοπώρου 1776, του Βαρβάκη στο Αστραχάν προετοιμάστηκε από τον Ποτέμκιν, ο οποίος ως γενικός στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Νεορωσίας φρόντισε ώστε ο κυβερνήτης του Αστραχάν Ι.Β. Γιάκομπι να λάβει τα διοριστήρια έγγραφα και να ενημερωθεί για την επικείμενη άφιξη. Την άφιξη του Βαρβάκη τη γνώριζε και ο Ρώσος πρόξενος στην Περσία Γκέοργκ Μερκ, ο οποίος βάσει οδηγιών του Κολεγίου του Εμπορίου όφειλε να στηρίζει τους σημαίνοντες υπό ρωσική σκέπη κεφαλαιούχους, να ενισχύει την εδραίωση του διαμετακομιστικού εμπορίου, την τήρηση των διμερών εμπορικών συμφωνιών, να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται χρήσιμες εμπορικές πληροφορίες, καθώς όλα αυτά προσπόριζαν μεγάλα κέρδη τόσο στο κράτος όσο και στους ιδιώτες επιχειρηματίες.
Οι ενέργειες του Ιωάννη Βαρβάκη, ιδίως τα πρώτα χρόνια (1776-1782) διαμονής του στο Αστραχάν, δεν περιορίστηκαν μόνο στη φροντίδα και οργάνωση «ατομικών» επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, το κερδοφόρο εμπόριο στην Περσία και τα παρακάσπιά της υποτελή χανάτα, αλλά αποτελούν συγκαλυμμένη όψη και συνέχεια της θεσμικά επιβεβλημένης υπηρεσίας του προς το πρόσωπο της αυτοκράτειρας και κατά συνέπεια προς το ρωσικό κράτος.
Ο Βαρβάκης διεκπεραίωνε αρκετές αποστολές απολύτως σχετιζόμενες με τομείς της μυστικής διπλωματίας και της εμπορικής-στρατιωτικοπολιτικής κατασκοπείας, κινούμενος αποτελεσματικά με την κάλυψη της έντονης επιχειρηματικής κινητικότητας. Ήδη από το 1778 έπλεε στην Κασπία, ταχύτατα αποδείχθηκε άψογος γνώστης των νότιων ακτών της αλλά και των περσικών διαλέκτων, ενώ τα εξοπλισμένα με κανόνια εμπορικά πλοία του έμπαιναν στα περισσότερα περσικά λιμάνια. Καθώς στη χώρα, 61 χρόνια μετά τη δολοφονία του σάχη Ναδέρ (1747), συνέχιζε να βασιλεύει πλήρης αταξία, ο Βαρβάκης με αριστοτεχνική δεινότητα οικοδομούσε και συντηρούσε εξισορροπημένα σχέσεις εμπιστοσύνης με τους αλληλοσπαρασσόμενους για τη διεκδίκηση της κεντρικής εξουσίας τοπάρχες. Απότοκο των ικανοτήτων του υπήρξε και η εστεμμένη με επιτυχία επιχείρηση (1778) εξαγοράς «του Ρώσου αιχμαλώτου Μακάρ Ρομανόφ, γιου του Λάπτεβ, από την επαρχία της Βιάτσκα», ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ένας από τους «οφθαλμούς» του στην περσική χώρα.
Τον Απρίλιο του 1779 από το λιμάνι του Αστραχάν απέπλευσε για την Περσία ένα εμπορικό πλοίο, κυβερνήτης του οποίου ορίστηκε ο «Έλληνας απόστρατος καπετάνιος Βαρβάκης». Με εντολή της ρωσικής αρχής «μεταφέρει εργατικό προσωπικό, φορτίο προς διενέργεια εμπορίου, 6 πούτια (1 πούτι = 16,8 χιλιόγραμμα) πυρίτιδα για πυροβόλα όπλα» και την ετήσια χρηματαποστολή για το ρωσικό προξενείο στο Ρεστ. Με το τέλος του 1779 και εξαιτίας των αιματηρών ταραχών που ξέσπασαν στο Ρεστ, με το επακόλουθο πογκρόμ και την ολοσχερή πυρπόληση του προξενείου, ανατέθηκε στο Βαρβάκη η επιχείρηση απεγκλωβισμού του Ρώσου προξένου Ιβάν Βανσλόβ μαζί με όλο το διπλωματικό προσωπικό και η διάσωση των αρχείων. Ο Βαρβάκης κατόρθωσε να μεταφέρει ανθρώπους και προξενικό αρχείο με το ίδιο καράβι στο Αστραχάν. Όταν το Νοέμβρη του 1780 διορίστηκε ο νέος πρόξενος της Ρωσίας στην Περσία Ιβάν Βασίλεβιτς Τουμάνοφσκι, δεξί του χέρι τοποθετήθηκε «αόρατα» ο Ιωάννης Βαρβάκης. Εφοδιασμένος με ρωσικό διαβατήριο, ο «εμποροκαραβοκύρης» Βαρβάκης μαζί με τον «εργάτη του και ταριχευτή ιχθύων» ανθυπολοχαγό-πηδαλιούχο Βασίλι Σιζόφ κατάφερε κάτω από τη μύτη των Περσών να εκτελέσει το επίπονο έργο της ακριβούς και επιστημονικής βυθομέτρησης των ακτών. Επίσης, επωμίστηκε την ανιχνευτική διερεύνηση των περσικών ακτών για τον εντοπισμό υπήνεμου σημείου, ασφαλούς, απροσπέλαστου από επιδρομές ορεσίβιων ή θαλάσσιων ληστών, ώστε βάσει των τεκμηριωμένων υποδείξεών του να δυνηθεί το Κολέγιο Εμπορίου στην Πετρούπολη να επιλέξει τον προσφορότερο τόπο για την οικιστική εγκατάσταση της ρωσικής διπλωματικής αρχής μαζί με τον ελλιμενισμό φρουρούμενων εμπορικών πλοίων. Απώτερος σκοπός ήταν η διενέργεια ασφαλούς εμπορίου υπό την προστασία νηοπομπής. Μάλιστα ο Βαρβάκης πρότεινε ως καταλληλότερο το Αστραμπάντ (σημερινό Γκοργκάν).
Ο Βαρβάκης, καθώς από το 1776 γνώριζε για το απόρρητο σχέδιο του Ποτέμκιν που απέβλεπε στη δημιουργία φακτορίας (Εμπορικός φρουρούμενος σταθμός Ευρωπαίων εμπόρων σε υποτελή ή αποικιακή χώρα και κατ’ επέκταση τόπος εμπορικού εφοδιασμού), «χωρίς τυμπανοκρουσίες» συνεργαζόταν στενότατα με τους Σουβόροφ και Τουμάνοφσκι. Με άκρα συνωμοτικότητα οργάνωνε και συντόνιζε τα δίκτυα πληροφόρησης, τα οποία επιτυχώς εξακτίνωνε μεταξύ αλλογενών, κυρίως Αρμένιων, Ινδών και Τατάρων εμπόρων που εμπορεύονταν στα περσικά εδάφη. Ως γνώστης πολλών παραμέτρων των περσικών υποθέσεων προλείαινε το έδαφος και καλλιεργούσε περαιτέρω κλίμα εμπιστοσύνης, άλλοτε ειρηνεύοντας και άλλοτε υποδαυλίζοντας τις τοπικές έχθρες, με μοναδικό σκοπό πάντα την ωφέλεια των ρωσικών συμφερόντων. Ο Βαρβάκης, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Περσία, χωρίς να ενημερώσει τον Σουβόροβ, αναχώρησε εσπευσμένα στην Πετρούπολη (1780), όπου τον κάλεσε ο Ποτέμκιν.
Η έλευση του Βαρβάκη στην Πετρούπολη (1780) είχε αποκλειστικό αντικείμενο την ενεργοποίηση της τελικής φάσης του σχεδίου της μυστικής ναυτικής αποστολής που αφορούσε την κάθοδο στολίσκου στην Κασπία. Ο Βαρβάκης συναντήθηκε με τον Ποτέμκιν, τον κόμη Ιβάν Γκριγκόρεβιτς Τσερνισόβ, που διηύθυνε το Κολέγιο του Ναυαρχείου και στου οποίου το ιδιωτικό μέγαρο-κατοικία πραγματοποιήθηκαν όλες οι μυστικές συζητήσεις για τις τελικές λεπτομέρειες του σχεδίου, και τον αντιπλοίαρχο Μάρκο Ιβάνοβιτς Βοϊνόβιτς, ο οποίος ορίστηκε διοικητής του στολίσκου της Κασπίας. Ο Μαυροβούνιος και πρώην υπήκοος της Βενετίας κόμης Βοϊνόβιτς ήταν παλαιός γνώριμος του Βαρβάκη από τα χρόνια του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου. Ο δε αδελφός του Ιβάν Βοϊνόβιτς συμμετείχε μαζί με το Βαρβάκη στη ναυμαχία του Τσεσμέ.
Την 11η Ιουνίου 1781 στο Αστραχάν κατήλθε ο στολίσκος υπό το Μάρκο Βοϊνόβιτς και μαζί επέστρεψε ο Βαρβάκης, που ήδη έχει οριστεί επίσημος διερμηνέας της αποστολής, καθώς γνώριζε τουρκικά και περσικά. Στη δύναμη του στολίσκου συνενώθηκαν ενισχυτικά και τα δέκα ημιπολεμικά-εμπορικά πλοία του Βαρβάκη, τα οποία είχαν ναυπηγηθεί με πόρους του δημόσιου ταμείου και εκτός των πολεμοφοδίων μετέφεραν και μεγάλα φορτία σιδήρου για τη διενέργεια εμπορίου με τους Πέρσες.
Ο ρόλος του Βαρβάκη στη μυστική θαλάσσια αποστολή του 1780 υπήρξε κομβικός: Πλοήγησε με ασφάλεια το στολίσκο, οργάνωσε εν πλω ναυτικούς ελιγμούς και ασκήσεις κανονιοβολισμών, καθοδήγησε την επιστημονική ομάδα που ασχολούνταν με την επιτόπια διόρθωση των παλαιών αγγλικών χαρτών, τις βυθομετρήσεις, τις υδρολογικές έρευνες, την παρατήρηση και περιγραφή της χλωρίδας και της πανίδας. Επίσης υπέδειξε τα σημεία στα οποία είχε εντοπίσει πετρελαιοφόρα κοιτάσματα (το περιζήτητο για τους Ρώσους «μαύρο βούτυρο» των Τουρκμένων) και οζοκηρίτη (ορυκτό που μοιάζει με κερί) και, τέλος, οδήγησε τον Βοϊνόβιτς μέχρι τον κόλπο του Αστραμπάντ. Ο Βαρβάκης υποστήριζε, βάσει των προηγούμενων ανιχνευτικών αυτοψιών του, τόσο τη γεωγραφική καταλληλότητα του τόπου όσο και την πολιτική, καθώς είχε εξασφαλίσει από το Αστραμπάντ προκαταρκτική συμφωνία υποβοήθησης των Ρώσων ώστε να εγκαταστήσουν την εμπορική τους φακτορία.
Καθώς ο Βοϊνόβιτς ετοιμαζόταν να αρχίσει επίσημες πια συνομιλίες με το χαν του Αστραμπάντ Αγά Μαχμέντ, προέκυψε ότι αυτός βρισκόταν στο Ισπαχάν σε πολεμική εκστρατεία εναντίον του χαν Αλή Μουράτ. Τότε στάλθηκε ο Ιωάννης Βαρβάκης εφοδιασμένος με επίσημα έγγραφα, προς αναζήτηση του χαν του Αστραμπάντ, τον οποίο και εντόπισε στρατοπεδευμένο κοντά στην πόλη Κασμπίν. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν για τη ρωσική πλευρά ικανοποιητικό, καθώς ο Βαρβάκης το Σεπτέμβρη επέστρεψε στο Αστραμπάντ κομίζοντας στο Βοϊνόβιτς το γραπτό μήνυμα του χαν, στο οποίο διατύπωνε τη θέλησή του για συνομολόγηση συμφώνου φιλίας με τη Ρωσία και την παραχώρηση τμήματος του κόλπου του Αστραμπάντ στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας.
Ο Μάρκος Βοϊνόβιτς σε αγαστή συνεργασία με το Βαρβάκη προέβη στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών: κοντά στην ακτή οικοδομήθηκαν στρατώνες, λουτρά, φούρνοι, λοιμοκαθαρτήριο - λαζαρέτο και αποθήκες, τα οποία περιτοιχίστηκαν από οχυρωματικά αναχώματα και τάφρους, χτίστηκαν πυροβολεία, διαμορφώθηκε αποβάθρα. Με τα έργα αυτά ο τόπος ταχύτατα αναδείχθηκε σε σφίζοντα εμπορικό κόμβο. Ο Βοϊνόβιτς ενημέρωσε το Αστραχάν και την Πετρούπολη για την εκπληκτική πρόοδο των εργασιών και την ευόδωση του σχεδίου ζητώντας να επιτραπεί η ανάρτηση της ρωσικής σημαίας στη φακτορία.
Όμως το πολύμοχθο, πολυδάπανο εγχείρημα θα έχει τραγική κατάληξη, διότι ο Αγά Μαχμέντ Χαν υπαναχώρησε από τις υποσχέσεις του και, με εντολή του, ισχυρή στρατιωτική δύναμη επιτέθηκε και αιχμαλώτισε το Βοϊνόβιτς με 50 Ρώσους αξιωματούχους, στρατιώτες και «εμπόρους», διατάζοντας παράλληλα την εκ βάθρων κατεδάφιση των οικοδομημάτων, τον απόπλου του στολίσκου και την ολική εκκένωση και εγκατάλειψη του τόπου.
Ο Βαρβάκης έσωσε την τιμή της Ρωσίας καθώς ανέλαβε να απελευθερώσει το Βοϊνόβιτς και τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Χρησιμοποιώντας συνδυαστικά διαπροσωπικές σχέσεις, εμπιστευτικές συνομιλίες και πρακτικές δωροδοκίας, το παράτολμο εγχείρημα του Βαρβάκη είχε επιτυχή κατάληξη: Την 1η Ιανουαρίου 1782 επέστρεψε με τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους στο Αστραμπάντ, όπου εκείνες τις ημέρες έχει φθάσει από την Πετρούπολη και η άδεια για την ύψωση της σημαίας στη φακτορία που εν τω μεταξύ είχε διαλυθεί.
Την 8η Ιουλίου 1782 ο στολίσκος, εν τέλει, αγκυροβόλησε στο Αστραχάν. Ο Βοϊνόβιτς επέστρεψε στην Πετρούπολη. Παρά το γεγονός της ανεπιτυχούς κατάληξης του σχεδίου του Ποτέμκιν, έτυχε επιβράβευσης από την Αικατερίνη και συνέχισε την ανοδική καριέρα του στο ρωσικό στόλο.
Η καίρια σύμπραξη του Ιωάννη Βαρβάκη στη στρατιωτική αποστολή του 1781/1782, στην οποία «χρησιμοποιήθηκε για όλες τις προφορικές συνομιλίες με τους Πέρσες κυρίαρχους», αναγνωρίστηκε με εύφημο μνεία και προαγωγή στο στρατιωτικό αξίωμα όγδοης τάξης, με βαθμό «σεκούντ μαγιόρ» (δεύτερος ταγματάρχης).
Με την πάροδο 15 χρόνων από την «ατυχή» έκβαση της μυστικής αποστολής, η Αικατερίνη κήρυξε πόλεμο στην Περσία (Ιανουάριος 1796) με πρόσχημα την «προσβολή» που είχε υποστεί ο Βοϊνόβιτς. Πραγματική αιτία του πολέμου ήταν η εισβολή των Περσών στη Γεωργία, την οποία η Ρωσία θεωρούσε προστατευόμενη χώρα. Ο Βαρβάκης στο μεσοδιάστημα αυτό εδραίωσε το εμπόριο του στην Περσία, τηρώντας σχολαστικά τους υφιστάμενους κανονισμούς, ενώ ουδόλως είχε απομακρυνθεί από την προσεκτική παρακολούθηση των περσικών υποθέσεων. Στη νέα πολιτικοστρατιωτική κατάσταση έγινε ο έμπιστος βοηθός και μυστικοσύμβουλος του Βαλεριάν Ζούμποφ, νεότατου αρχιστράτηγου των ρωσικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Περσίας, τον οποίο μάλιστα και φιλοξενούσε στην οικία του. Για τις ανάγκες του πολέμου στην Περσία ο Βαρβάκης έκλεισε συμφωνία με το κράτος, στο οποίο εκμίσθωνε 10 εξοπλισμένα φορτηγά πλοία για τη μεταφορά πολεμοφοδίων και τροφοδοσίας προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες επισιτισμού 35.000 στρατιωτών. Από την επιχείρηση αυτή ο Βαρβάκης υπέστη σοβαρή οικονομική ζημία εξαιτίας του θανάτου της Αικατερίνης (1796) και της επακόλουθης απόσυρσης των στρατευμάτων (1797) από το διάδοχο και γιο της Παύλο. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των επακόλουθων ρωσοπερσικών συγκρούσεων (1804-1813) ο Βαρβάκης κατόρθωσε να εξισορροπήσει τις οικονομικές απώλειες, καθώς ανέλαβε, βάσει νέων συμφωνιών με τις κρατικές αρχές, την τροφοδοσία σε πολεμοφόδια και διάφορα είδη επισιτισμού.
Ο επιχειρηματίας - έμπορος ΒαρβάκηςΣτο Αστραχάν, ο Βαρβάκης, στην αρχή, δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει την άδεια αλιείας και αντί να ασχοληθεί με το ψάρεμα αγόρασε ένα αποστακτήριο, με στόχο να φτιάχνει κρασί από τα γλυκά σταφύλια της στέπας. Τότε ήταν που γνωρίστηκε με έναν έμπορο από το Αστραχάν, τον Πιοτόρ Σεμιόνοβιτς Σαπόζνικοφ, ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την αλιεία.
Ικανός να κτίζει μεγάλα, αξιόπλοα και προηγμένα καράβια και να ξανοίγεται στη θάλασσα, ο Βαρβάκης ήταν εκτός συναγωνισμού απέναντι στους μικρομεσαίους παράκτιους Ρώσους ψαράδες. Στη βόρεια Κασπία η «επιχείρηση αλιεία» απέδωσε καρπούς. Πίστεψε πως η πιο σωστή επένδυση των χρημάτων του ήταν να αγοράσει ιχθυότοπους και να εκμεταλλευτεί τα ειδικά προνόμια αλιείας που είχε στα χέρια του. Τα πλοία του Βαρβάκη φορτώνονταν με οξύρρυγχους, λευκούς σολομούς, μεγάλους λούτσους κι άλλα πολύτιμα ψάρια. Τόσο κατά τη διάρκεια όσο και με τη λήξη της αποστολής του 1781-1782, ο Βαρβάκης αδιάλειπτα και συστηματικά ασχολήθηκε και διηύθυνε τις επιχειρηματικές υποθέσεις του, οι οποίες σχετίζονται με την ενοικίαση αμπελώνων, την εμπορία κρασιού και την απόσταξη οινοπνευματωδών (ρακί, βότκα), την κεραμοποιία, την εκμετάλλευση αλυκών και το εμπόριο αλατιού, την πλοιοκτησία και τις θαλάσσιες-ποτάμιες μεταφορές (ως πλοιοκτήτης 10 μεταφορικών πλοίων)
Αυτό που θα τον έκανε πραγματικά βαθύπλουτο ήταν η πρώτη εμπορική εκμετάλλευση του χαβιαριού. Σε ένα από τα ταξίδια του δοκίμασε χαβιάρι που τον φίλεψαν Ρώσοι χωρικοί. Το ίκρα (σημερινό χαβιάρι) το τρώγανε οι ντόπιοι ψαράδες αλλά δεν μπορούσαν να το εξάγουν γιατί ήταν πολύ ευαίσθητο στη διατήρησή του. Έχοντας στο μυαλό του το πάθος των Ελλήνων για το αυγοτάραχο, κατάλαβε αμέσως με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα από την άδεια της Αικατερίνης - εξάγοντας χαβιάρι. Όμως αντιμετώπιζε κι εκείνος το ίδιο πρόβλημα που φρέναρε τους Ιταλούς εμπόρους αρκετούς αιώνες νωρίτερα: αυτό το τόσο ευαίσθητο έδεσμα ήταν αδύνατον να ταξιδέψει για καιρό μέσα στα ξύλινα κασόνια της εποχής - όσο καλά παστωμένο κι αν ήταν. Φέρνοντας ο Βαρβάκης ειδικούς κατάφερε να βρει τον τρόπο για να συντηρηθεί δίχως να αλλοιωθεί η γεύση του. Η λύση βρέθηκε. Ήταν κιβώτια από ξύλα φλαμουριάς τα οποία δεν προκαλούσαν αλλοιώσεις στα πολύτιμα αυγά, ήταν απόλυτα στεγανά κι έτσι διατηρούσαν σε πολύ καλή κατάσταση το φορτίο που πάνω σε καμήλες ή φορτωμένο σε ιστιοφόρα ταξίδευε τον Βόλγα για να φτάσει από το Αστραχάν στην Ελλάδα.
Επίσης έβαλε να σκάψουν μικρές βαθιές σπηλιές στο βουνό και έτσι το χαβιάρι διατηρούνταν στην ιδανική θερμοκρασία ακόμη και κατά τους θερινούς μήνες. Δημιουργώντας ένα δίκτυο εμπορίου λάνσαρε το χαβιάρι ως ακριβό έδεσμα κάνοντας το παγκόσμια μόδα. Το χαβιάρι λοιπόν είναι προϊόν της ελληνικής ευφυΐας του πολυτάλαντου Ιωάννη Βαρβάκη και καθότι έρχεται εκ των σπηλαίων ονομάστηκε χαβιάρι (cave à caviar).
Μέχρι το 1788 η επιχείρηση του Βαρβάκη έκανε χρυσές δουλειές και απασχολούσε περισσότερους από 3.000 εργάτες για την επεξεργασία και το πακετάρισμα των αυγών του οξύρρυγχου. Από το 1812 βρέθηκε στο Ταγκανρόγκ.
Στις κοινωνικές του συναναστροφές υπήρξε χαρισματικός, με πανθομολογούμενη απήχηση στον αστικό και αγροτικό περίγυρο. Τον διέκρινε εξαιρετική ικανότητα διείσδυσης και προσαρμοστικότητας στα ετερογενή περιβάλλοντα της σύνθετης εθνολογικά πληθυσμιακής διαστρωμάτωσης της πόλης, που περιλάμβανε εκπροσώπους από το περιβάλλον των εμπόρων, των επαγγελματιών, των τεχνιτών, των εργατών, των κρατικών υπαλλήλων, των δημόσιων λειτουργών, των στρατιωτικών και των ευγενών. Στον ευρύτερο κύκλο των γνωριμιών του συγκαταλέγονται σημαίνοντες στρατιωτικοί, πολιτικοί, διοικητικοί αξιωματούχοι, εκκλησιαστικοί ιεράρχες διάφορων δογμάτων, οικονομικοί παράγοντες, επιστήμονες και λόγιοι. Φιλία τον συνέδεσε με τους λόγιους αρχιεπισκόπους Αστραχανίου Νικηφόρο Θεοτόκη, Πλάτωνα Λιουμπάρσκι, Αναστάσιο Μπρατανόφσκι, τον κυβερνήτη και γόνο παλαιού αριστοκρατικού γένους της Πετρούπολης Μιχαήλ Ζούμποφ, τον Ιταλό υπήκοο Αυστρίας Αλέξανδρο Ντίγκμπι, αρχιτέκτονα του σχεδίου της πόλης και πολλών δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομημάτων, και το βαθύπλουτο και φιλάνθρωπο αλλά και σταθερό συνεταίρο του σε αρκετές επιχειρήσεις μεγαλέμπορο Πέτρο Σαπόζνικοφ, κάτοχο εντυπωσιακής αυτοδίδακτης μόρφωσης, φιλότεχνο με εξαιρετική συλλογή έργων ζωγραφικής, ανάμεσα στα οποία συγκαταλεγόταν και η πασίγνωστη σήμερα Μαντόνα Μπενουά του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε στενότατος φίλος του Δημητρίου Αγάθη, απόφοιτου των πανεπιστημίων Πίζας και Πάδοβας και μέλους των φερώνυμων Ακαδημιών, ο οποίος υπηρετούσε ως διευθυντής του Γενικού Δημόσιου Σχολείου. Ο Αγάθης διέθετε ουμανιστική παιδεία, οξυμένη κοινωνική προβληματική και χρημάτισε διακεκριμένο μέλος του κλειστού προοδευτικού πνευματικού κύκλου «Φίλοι της ανθρωπότητας», στον οποίο συμμετείχαν κρατικοί, στρατιωτικοί αξιωματούχοι και έμποροι επηρεασμένοι από τα κηρύγματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η στενή ανάμειξη του Ιωάννη Βαρβάκη με τους «Φίλους της ανθρωπότητας» συντέλεσε αποφασιστικά στην ανύψωση του μορφωτικού του επιπέδου και στην ιδεολογική του συγκρότηση. Η ζύμωση του Βαρβάκη με τα καλλιεργημένα κοινωνικά-μορφωτικά περιβάλλοντα συνέτεινε στην εγκόλπωση της ιδέας και πρακτικής για τον κοινωνικό αλτρουισμό, στο ενδιαφέρον για την ατομική-συλλογική διαφωτιστική αναβάθμιση μέσω της παιδείας, του θεάτρου, της μουσικής και της τέχνης.
Και από το 1815 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ταϊγάνι, όπου μετέφερε όλη σχεδόν την κινητή περιουσία του,για να βρίσκεται κοντά στην Οδησσό κέντρο της Φιλικής Εταιρίας της οποίας υπήρξε ηγετικό μέλος και χρηματοδότης. Είναι ο μόνος που στα έγγραφά της αποκαλείται με το όνομά του. Είχε δώσει εν τω μεταξύ μέρος από την τεράστια περιουσία του για κοινωφελή έργα στη Ρωσία (νοσοκομεία, γέφυρες, διώρυγες) επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και γι' αυτό παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο και του δόθηκε και τίτλος ευγένειας με το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης. Στο Ταγκανρόγκ έκτισε σχολείο όπου φοίτησε ο Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ. Κατασκεύασε τα Βαρβάκεια Λουτρά και το 1809 την περιώνυμη Βαρβάκειο Διώρυγα του Αστραχάν, έργο μνημειώδες. Στα εγκαίνια της διώρυγας ο Βαρβάκης την βάφτισε «Κανάλι του Αστραχάν», όμως ο λαός απαίτησε να ονομάζεται «Κανάλι του Βαρβάκη», όνομα που διατηρεί ως σήμερα.
Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης απέναντι στην τσαρίνα τροφοδοτούσε δωρεάν με χαβιάρι τη τσαρική αυλή, ενώ αιτήθηκε το δέκατο των κερδών του να δίδεται ως φόρος στο κυβερνείο του Αστραχάν.
Σε μία εποχή που η δουλεμπορία ανθούσε στη Ρωσία, ο Βαρβάκης για ανθρωπιστικούς λόγους δεν ήθελε να έχει κανέναν σκλάβο στην ιδιοκτησία του.
Ο Ιωάννης Βαρβάκης πρόσφερε πάρα πολλά στον Αγώνα πριν και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Αρχικά βοήθησε με πάρα πολλούς τρόπους τις ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία και ιδιαίτερα την κοινότητα της πόλης που έμενε. Από την τσαρική κυβέρνηση μαζί με το παράσημο είχε ανακηρυχτεί αρχηγός των ευγενών του Αστραχάν. Αυτός ο τίτλος, εκτός από την περιουσία του, συντέλεσε, ώστε να έχει μεγάλη επιρροή στους κύκλους των Ρώσων ευγενών.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση ο Βαρβάκης ήταν γέρος άνω των εβδομήντα πέντε ετών. Ο Βαρβάκης με έξοδα δικά του εξόπλισε τους ομογενείς που πολεμούσαν με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Επίσης μέσω του Πατριαρχείου κατάφερε να εξαγοράσει πάρα πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Ο Βαρβάκης πάνω απ' όλο βοήθησε τον αγώνα των Ψαριανών, των συμπατριωτών του. Έστειλε τρόφιμα και διάφορα άλλα εφόδια. Η οικονομική εισφορά του Ιωάννη Βαρβάκη για την υποστήριξη των διαφωτιστικών και εκπαιδευτικών αναγκών του έθνους και για την παροχή των αναγκαίων εφοδίων σε οπλισμό, πυρομαχικά, εξοπλισμό πλοίων, τροφοδοσία και επισιτισμό των αγωνιζομένων στη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα υπήρξε απαράμιλλα μεγαλειώδης.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών, το 1824, ήρθε στην Ελλάδα, για να βοηθήσει με κάθε μέσο τους πρόσφυγες. Όταν όμως επέστρεψε είδε μόνο ερείπια που απέμειναν από το ολοκαύτωμα της Ολόμαυρης Ράχης στις 22 Ιουνίου του 1824. Απογοητεύτηκε όταν έμαθε πως ο Αδαμάντιος Κοραής είχε εναντιωθεί στο πολιτικό έργο του Καποδίστρια. Πόσο μάλλον απογοητεύτηκε όταν ο Μαυροκορδάτος τον στιγμάτισε ως πράκτορα των Ρώσων… Βλέποντας τους καπήλους του εμφύλιου σπαραγμού καταρρακώθηκε. Ήδη από το 1824 προέβλεπε την ανάγκη δημιουργίας σχολής στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους.
Ο Βαρβάκης πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 1825 στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου σε ηλικία 82 ετών, όπου και ετάφη.
Ήδη από τον Μάιο του 1824 ο Ιωάννης Βαρβάκης είχε αφήσει με διαθήκη του 700 χιλιάδες ρούβλια για την ανέγερση Γυμνασίου στην πρωτεύουσα του κράτους και επιπλέον 300 χιλιάδες ρούβλια για τη δημιουργία Ναυτικού Λυκείου. Η κόρη του, μετά τον θάνατο του πατέρα της , απαιτεί από τους εκτελεστές της διαθήκης να παραδώσουν σε αυτήν ολόκληρη την περιουσία του πατέρα της. Εκείνοι όμως καταφέρνουν να επικυρώσουν τη διαθήκη και να στείλουν και ένα μικρό μέρος της στον Ιωάννη Καποδίστρια για δημιουργία σχολείου στο Άργος (το Ναύπλιο ήταν τότε πρωτεύουσα).
Μετά από πολλές παλινωδίες το υπόλοιπο μέρος της διαθήκης φθάνει στην Αθήνα επί Όθωνος. Σε συνεργασία με τον Έλληνα πρόξενο στη Ρωσία το κληροδότημα μεταφέρεται στην Εθνική Τράπεζα και δημιουργείται επιτροπή διαχείρισης και ανέγερσης. Σταδιακά η ιδέα για τα δυο σχολεία μετατρέπεται ως δημιουργία ενός μεγάλου πρότυπου εκπαιδευτηρίου. Τότε από τις εφημερίδες του δίνεται και η ονομασία Βαρβάκειο. Αυτό θα έχει ίδιο σχεδόν πρόγραμμα με τα υπόλοιπα σχολεία, με την διαφορά ότι ψαριανοί μαθητές που θα φοιτούν επιτυχώς σε αυτό θα λαμβάνουν στη συνέχεια υποτροφία για ναυτική εκπαίδευση στο εξωτερικό.
Η επιτροπή για την ανέγερση του Βαρβακείου είχε επιλέξει αρχικά ένα οικόπεδο πίσω από το Οφθαλμιατρείο. Ωστόσο, ο χώρος θεωρήθηκε ακατάλληλος γιατί θα συγκεντρώνονταν σε μικρή απόσταση δυο εκπαιδευτήρια. Προτείνεται τότε ένα εκτεταμένο δημόσιο οικόπεδο (που άλλοτε άνηκε στον ιεραπόστολο ι. Κίνγκ) με το όνομα «Φιλαδέλφεια» πλησίον της οδού Αθηνάς. Η θέση θεωρείται προνομιακή προκειμένου να μπορούν να το προσεγγίσουν οι μαθητές του με ευκολία. Όμως κανένας δεν προβληματίστηκε τότε για την γειτνίαση του με δεκάδες εμπορικούς πάγκους.
Το σχέδιο κατασκευής ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Κάλκος. Η θεμελίωση έγινε τον Απρίλιο του 1857 με την τελετή να χαρακτηρίζεται μεγαλειώδεις. Τα εγκαίνια του σχολείου και η λειτουργία του ξεκινάει το 1859. Το κτήριο ήταν διώροφο και ακολουθούσε έναν αυστηρό νεοκλασικό ρυθμό, με πλαστικό στοιχείο στο πρόπυλο που περιελάμβανε ιωνικούς κίονες. Το 1865 η επιτροπή με τα υπόλοιπα χρήματα του κληροδοτήματος αγοράζει τα γύρω από το σχολείο οικόπεδα με σκοπό να επεκταθεί το διδακτήριο.
Την εποχή εκείνη η κεντρική αγορά της Αθήνας εξακολουθεί να στεγάζεται σε ξύλινα παραπήγματα, τα περισσότερα κατάλοιπα από την οθωμανική περίοδο. Κάποια χτίζονται από τον Καλλέργη και νοικιάζονται από τον Δήμο ένεκα μικρού τιμήματος. Το 1860 με το νέο σχέδιο πόλης είχε προταθεί να απομακρυνθεί από την περιοχή η δημοτική αγορά προκειμένου να γίνουν αρχαιολογικές ανασκαφές. Το 1870 το Δημοτικό Συμβούλιο εγκαταλείπει την πρόταση για μετεγκατάσταση της αγορά αφενός λόγω έλλειψης χρημάτων για απαλλοτριώσεις και χώρου, αλλά κυρίως λόγω της αποκαλούμενης «καταστροφής πολλών συμφερόντων». Όπως ήταν φυσικό η αγορά παρέμεινε ως είχε σηκώνοντας το βάρος της λαϊκής κατανάλωσης. Στην αντίπερα όχθη η Ερμού και η Αιόλου υποδέχονται τα πρώτα μικρά και μεγάλα εμπορικά καταστήματα και την αστική τάξη της πόλης. Το 1876 ο Δήμος Αθηναίων εκδίδει ψήφισμα για την ανέγερση σύγχρονης αγοράς με την κατάργηση της πλατείας που υπήρχε εκεί. Τελικά η δημοτική Αγορά ολοκληρώθηκε με πολλές οικονομικές δυσκολίες το 1884.
Το κτίριο της αγοράς έχει συμμετρική ορθογωνισμένη κάτοψη και μεγάλη στεγασμένη κεντρική εσωτερική αυλή. Περιλαμβάνει 73 καταστήματα που άλλα είναι εσωτερικά και άλλα εξωτερικά. Η μορφή της είναι έντονα επηρεασμένη από κεντρικές αγορές της Ιταλίας. Η λειτουργία της κεντρικής δημοτικής αγοράς θα δώσει χρώμα στην οδό Αθηνάς και θα γεμίσει τον χώρο γύρω από τα σκαλιά του Βαρβακείου με παράγκες μικροπωλητών. Αν και η διοίκηση του σχολείου επιθυμούσε να καθαρίσει ο χώρος γύρω από το εκπαιδευτήριο από μικροπωλητές, κάτι τέτοιο φάνηκε ακατόρθωτο. Σε σημείο που ο δήμαρχος Κ. Κοτζιάς αναγκάστηκε το 1939 να προωθήσει αναγκαστικό νόμο για την εκποίηση του οικοπέδου του σχολείου και την μετεγκατάστασή του σε άλλον χώρο.
Η κατοχή παγώνει τα μεγαλόπνοα σχέδια. Το Βαρβάκειο φιλοξενεί για μεγάλη περίοδο άστεγους από τον βομβαρδισμό του Πειραιά. Στα Δεκεμβριανά το κτίριο πυρπολείται ολοσχερώς. Παρά τις αντιρρήσεις των αρχιτεκτόνων, το κτίριο αρχίζει να κατεδαφίζεται στις αρχές του 1950, θεωρώντας ότι έχει κλείσει τον κύκλο χρήσης του. Το Βαρβάκειο για μια περίοδο συστεγάζεται με άλλα σχολεία ώσπου να εγκατασταθεί στα τωρινά του κτίρια στο Ψυχικό.
Το πρότυπο σχολείο μπορεί να έφυγε από την Αθηνά όμως παρέμεινε ένα ισχυρό τοπόσημο για την πόλη. Η Κεντρική Αγορά της Αθήνας αποκαλείται από την αρχή της δημιουργίας της Βαρβάκειος χωρίς να έχει καμία σχέση φυσικά με τον συνώνυμό της. Ίσως όμως θέλει να τιμήσει έτσι τον πολυμήχανο Έλληνα έμπορο. Ή να πάρει λίγο από το επιχειρηματικό του πνεύμα η καρδιά του αθηναϊκού εμπορίου.
Βέβαια ο εθνικός ευεργέτης Ι. Βαρβάκης δεν τιμάται μόνο εθιμικά στην Δημοτική Αγορά. Αλλά και στον κεντρικό Κήπο του Ζάππειο με τον περίφημο ανδριάντα του. Για την κατασκευή του το 1872 η κυβέρνηση είχε αναθέσει την φιλοτέχνηση στον γλύπτη Λ. Δρόση έναντι ποσού 85 χιλιάδων δραχμών. Τα επίσημα αποκαλυπτήρια του αγάλματος έγιναν το 1890. Το άγαλμα του Βαρβάκη βρίσκεται σε κεντρικό βάθρο. Η μορφή του αποδίδεται όρθια και επιβλητική με το σώμα ελαφρά στραμμένο στα αριστερά. Στο δεξί του χέρι κρατάει την διαθήκη με την οποία δώρισε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό κράτος. Στις γωνίες του βάθρου τοποθετούνται ολόσωμα γυναικεία γλυπτά μικρότερου μεγέθους με αλληγορική σημασία ως αναφορά στην ζωή και στην προσωπικότητα του Βαρβάκη. Απεικονίζουν την Ελευθερία, τη Ναυτιλία, την Τέχνη και τη Βιομηχανία. Μοντέλο για την φιλοτέχνηση των μορφών υπήρξε η σύζυγος του καλλιτέχνη. Της καθημερινές γύρω από το άγαλμα του Βαρβάκη συνεδριάζει η λεγόμενη «μικρή Βουλή», όπου δεκάδες ηλικιωμένοι σχολιάζουν τα καθημερινά προβλήματα της χώρας.
medlabgr
Πολλά γράφτηκαν, για την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή με τις διεθνείς συμμετοχές «Ο Θεός αγαπάει το Χαβιάρι». Πολλές κριτικές, άλλες καλές, άλλες κακές. Το σίγουρο είναι ότι είναι μια ταινία που γυρίστηκε μέσα στην οικονομική κρίση, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και έχοντας αρκετές μεγαλεπήβολες βλέψεις.
Βλέποντας την, επειδή δεν είναι βιογραφική, ούτε ντοκιμαντέρ, που αφορά την ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη, σου αφήνει αρκετά ερωτηματικά, μια και στο δίωρο δεν προλαβαίνει να καλύψει όλα τα θέματα. Βλέπετε η ιστορία του Ψαριανού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη ήταν πρόσφορη να γίνει υπόθεση μυθιστορήματος μια και ξεκίνησε ως πειρατής και κατέληξε να κάνει το όνομά του τίτλο ευγενείας στην τσαρική Ρωσία. Έτσι θέλοντας να απαντήσω στα ερωτηματικά έψαξα λίγο την βιβλιογραφία και τα ευρήματά μου τα παραθέτω και σε εσάς.
Ο Ιωάννης Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρρά στις 24 Ιουνίου 1745 ή 1750. Υιός του Ανδρέα και της Μαρίας Λεοντή. Ο πατέρα του ήταν σπουδαίος καραβοκύρης. Ο μικρός Γιάννης ήταν γύρο στα οκτώ όταν ο πατέρας του άρχισε να του μαθαίνει τα της ναυτιλίας και στα δέκα του ήξερε κιόλας να πυροβολεί με πιστόλι τουφέκι και να χρησιμοποιεί το κανόνι του καραβιού.
Ο γιος του καπετάν Ανδρέα ξεκίνησε τη ναυτική ζωή ως ακόλουθος στο ιδιόκτητο καράβι του πατέρα του. Στα δεκαπέντε του ο πατέρας του τον έκανε συνέταιρο στο πλοίο καθώς διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα ενός καπετάνιου. Με την οικονομική βοήθεια του πατέρα του στα δεκαεπτά ναυπήγησε το δικό του καράβι και έγινε και αυτός καραβοκύρης. Λόγω του μεγάλου κινδύνου των πειρατών, η «γαλιότα» του διέθετε πυροβόλα στη πλώρη της ενώ το πλήρωμά της ήταν καλά οπλισμένο.
Πως όμως ο Λεοντής έγινε Βαρβάκης; Στα Ψαρρά υπήρχαν και υπάρχουν πολλά πουλιά τα οποία έχουν μεγάλα και αυστηρά μάτια και ανήκουν σε είδος γερακιού ‘’ Ιέραξ ο οξύπτερος’’. Τα πουλιά αυτά οι Ψαριανοί τα ονόμαζαν και τα ονομάζουν ‘’Βαρβάκια’’. Οι συνομήλικοί του , βλέποντας τα μεγάλα και πολύ αυστηρά του μάτια, καθώς και την ορμητικότητα που τον χαρακτήριζε τον φώναζαν ‘’Βαρβάκι’’. Φαίνεται ότι η προσωνυμία του άρεσε και την διατήρησε ως επώνυμο. Έτσι πέρασε στην ιστορία με το όνομα Βαρβάκης και το επώνυμο του έγινε τίτλος ευγενείας την τσαρική Ρωσία.
Ο Βαρβάκης αρχικώς ασχολήθηκε με το εμπόριο μεταφέροντας εμπορεύματα, μετέπειτα όμως έδρασε, μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο, ως πειρατής κουρσεύοντας τουρκικά πλοία.
Η δραστηριότητά του ως κουρσάρος ήταν πολύ επικίνδυνη διότι αν τον συλλαμβάνανε οι τουρκικές αρχές θα στρέφονταν και εναντίον της οικογένειάς του και φυσικά θα δημευόταν η περιουσία τους. Γι’ αυτό, με την παρότρυνση του πατέρα του, προνόησε και πούλησε ολόκληρη την πατρική του περιουσία. Τότε έβαλε καραβοκύρη στο πλοίο του τον αδελφό του και αγόρασε ένα πολεμικό καράβι με είκοσι κανόνια.
Ο Βαρβάκης, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες που πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων στο Αιγαίο, από το 1770 έως το 1774. O Βαρβάκης συνάντησε στην Πελοπόννησο τον αντιναύαρχο του Ρωσικού στόλου στο ελληνικό αρχιπέλαγος, Αλέξιο Ορλώφ, και του εκμυστηρεύτηκε πως θέλει να λάβει μέρος στην εξέγερση που υποκινούσε, εξέγερση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως τα «Ορλωφικά». Οι Ρώσοι του έδωσαν τον βαθμό υποπλοιάρχου του ρωσικού ναυτικού και τη νύχτα της 26ης Ιουνίου του 1770 ο Βαρβάκης έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο στη νικηφόρα ναυμαχία του Τσεσμέ. Αναδείχθηκε ως ο ήρωας της ναυμαχίας του Τσεσμέ γιατί δεν δίστασε να κάψει το δικό του πλοίο προκειμένου να επιτύχει την καταστροφή της τουρκικής αρμάδας.
Mετά τη λήξη του Τρίτου Ρωσσοτουρκικού πολέμου (1676-1878) και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή ο Βαρβάκης επέστρεψε στα Ψαρά,και συνέχισε την εμπορική και πειρατική του δραστηριότητα. Oι Οθωμανοί Χιώτες ζητούσαν έντονα από το διβάνι να επικηρυχθεί ο Βαρβάκης. Έτσι αφού οι Τουρκικές αρχές διέταξαν τη σύλληψή του, ο Βαρβάκης μην έχοντας άλλη επιλογή αποφάσισε να ξενιτευτεί. Θα πήγαινε να εγκατασταθεί σε κάποιο παρευξείνιο λιμάνι της Νότιας Ρωσίας προκειμένου να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη. Κατά μία εκδοχή, οι τελωνειακοί εντόπισαν τον φυγά αφού πέρασε τον Ελλήσποντο. Το πλοίο του Βαρβάκη δημεύθηκε, ενώ ο ίδιος συνελήφθη και φυλακίστηκε στη χειρότερη φυλακή της Κωνσταντινούπολης, το Γεντί Κουλέ. Ως επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού ήταν το κομμένο δεξί αυτί του, σημάδι ότι πέρασε από τη φυλακή αυτή. Η ρωσική πρεσβεία όμως μεσολάβησε και ο Βαρβάκης αφέθηκε ελεύθερος. Παράλληλα ανέλαβε να τακτοποιήσει τα χρέη του δανείου που είχε λάβει ο Βαρβάκης προτού αναχωρήσει από την πατρίδα του.
Με τη βοήθεια του Ρώσου πρέσβη Ρέπνιν ο Βαρβάκης φτάνει στην Οδησσό. Από εκεί, μόνος, διένυσε απόσταση 5.000 χιλιομέτρων πεζός και ανυπόδητος για την Αγία Πετρούπολη. Για καλή του τύχη εκεί συνάντησε κάποιους Έλληνες που τον έδωσαν δανεικά ρούχα και παπούτσια.
Αρχές του 1776 βρέθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας μαζί του ιδιόχειρη συστατική επιστολή από το Ρέπνιν, και επιδίωξε να συναντήσει τον παραλήπτη της, δηλαδή το Νικήτα Ιβάνοβιτς Πάνιν, διπλωμάτη και αδιαμφισβήτητο αρχιτέκτονα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής κατά την εποχή αυτή, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και παιδαγωγός του Παύλου, γιου της Αικατερίνης Β΄. Ο Πάνιν πληροφορήθηκε από την επιστολή του Ρέπνιν για τη διακεκριμένη δράση και μαχητικότητα που είχε επιδείξει ο Βαρβάκης στο Αρχιπέλαγος, αλλά και για την ισχυρή βούλησή του να συνεχίσει τη στρατιωτική υπηρεσία στη Ρωσία. Με τη μεσολάβηση του Πάνιν, ο Βαρβάκης ήρθε σε επαφή με τον πανίσχυρο Ποτέμκιν (εραστή της Αικατερίνης).
Εκείνος του πρότεινε, στη βάση αμοιβαίου οφέλους, να μεταβεί στο Αστραχάν, που προβλεπόταν να αναδειχθεί σε κόμβο του κεντροασιατικού εμπορίου και σε ορμητήριο των ρωσικών εξορμήσεων στα περσικά εδάφη. Με γνώμονα τις προκαταρκτικές συζητήσεις ο Ποτέμκιν έκρινε σκόπιμο να παρουσιάσει το Βαρβάκη, σύμφωνα με την εθιμοταξία, ενώπιον της αυτοκράτειρας. Το αποτέλεσμα της ακρόασης, συνηγορούσης και της γνώμης του Ποτέμκιν, υπήρξε θετικότατο για το Βαρβάκη, καθώς έλαβε από την Αικατερίνη, ως επιβράβευση για τη δράση του και αποζημίωση για τις υλικές απώλειες που είχε υποστεί εξαιτίας του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου, χίλια τσερβόντσι (1 χρυσό τσερβόνετς ισοδυναμούσε με 10 ρούβλια), το δικαίωμα για δεκαετή αφορολόγητη αλιεία και εμπορία ψαριών στην Κασπία. Αργότερα παρέλαβε και το πολεμικό του δίπλωμα, υπογεγραμμένο από την Αικατερίνη, με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1776.
Κορυφαία παράμετρος των συζητήσεων με τον Ποτέμκιν υπήρξε η μύησή του στο μυστικό σχέδιο της Κασπίας και η εμπιστευτική ανάθεση στο πρόσωπό του τμήματος της εκτέλεσης, καθήκον άκρως τιμητικό τόσο για τους ευγενείς όσο και για τους προερχόμενους από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Το χειμώνα του 1776 ο Βαρβάκης βρέθηκε προσωρινά εγκατεστημένος στο Κερτς (Κριμαία), όπου κατέπλευσε από τα ελληνικά ύδατα το καράβι του «Άγιος Νικόλαος», το οποίο με την έγκριση της αυτοκράτειρας εξαγοράστηκε από το κράτος έναντι ποσού 5.000 ρουβλιών. Εν συνεχεία έλαβε το εξοπλισμένο με δύο κανόνια πλοίο «Αετός» με πολεμοφόδια, έναν κανονιέρη και ένα ναύτη και αναχώρησε για το Αστραχάν. Αργότερα, το Μάιο του 1779 ναυπηγήθηκε για το Βαρβάκη πολεμικό πλοίο, πιστό αντίγραφο του «Αγίου Νικολάου», το οποίο κόστισε στο δημόσιο ταμείο 5.920 ρούβλια. Τότε ο Βαρβάκης παρέδωσε τον «Αετό» στο ναυαρχείο του Κερτς και επέστρεψε στο Αστραχάν.
Η επιλογή του Αστραχάν ως τόπου μόνιμης εγκατάστασης του Ιωάννη Βαρβάκη δεν υπαγορεύτηκε μόνο από τις ατομικές του προσδοκίες –πράγματι, η εποχή και η περιοχή άφηναν περιθώριο για κέρδος λόγω της μεγάλης ανάγκης σε πλοία και θαλασσινούς–, αλλά συναρτήθηκε με τους σημαντικούς στόχους της ρωσικής πολιτικής για ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με την Ασία. Η Αικατερίνη θεωρούσε πως η ένωση της Μαύρης Θάλασσας με την Κασπία και των δύο μαζί με τη Βόρεια Θάλασσα, καθώς και η διοχέτευση του μεγάλης κλίμακας εμπορίου της Κίνας και των Ανατολικών Ινδιών μέσω της Ταταρίας, θα σήμαιναν εξύψωση της Ρωσίας στο επίπεδο δύναμης ακόμα πιο ισχυρής ανάμεσα στα λοιπά κράτη της Ευρώπης και της Ασίας. Την εποχή αυτή η Κασπία είχε αναδειχθεί σε νευραλγικό, από άποψη γεωστρατηγικών συμφερόντων, τόπο για τη Ρωσία: ο πόλεμος της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και η αγγλογαλλική σύγκρουση επέβαλαν σε πολλές χώρες να αναζητήσουν νέους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία μέσω Περσίας, η οποία παρέμενε πολιτικά ασταθής καθώς σπαρασσόταν από συνεχείς εμφύλιους πολέμους και κατά συνέπεια η εξουσία του σάχη ήταν ανίσχυρη. Όμως, επειδή η Ρωσία σταθερά επιδίωκε να στρέψει το εμπόριο των Ανατολικών Ινδιών μέσω Κασπίας στο Βόλγα και εν συνεχεία στην Πετρούπολη, υπήρχε ανάγκη για έμπειρα πολεμικά και εμποροναυτικά στελέχη. Για την περίσταση αυτή επιλέχθηκε ο Α.Β. Σουβόροφ, που επιφορτίστηκε να χαρτογραφήσει τις χερσαίες παράκτιες οδούς και να αναδιοργανώσει τον πολεμικό στολίσκο της Κασπίας. Ως καταλληλότερος συνεργάτης του ορίστηκε ο Ιωάννης Βαρβάκης.
Η έλευση, αρχές φθινοπώρου 1776, του Βαρβάκη στο Αστραχάν προετοιμάστηκε από τον Ποτέμκιν, ο οποίος ως γενικός στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Νεορωσίας φρόντισε ώστε ο κυβερνήτης του Αστραχάν Ι.Β. Γιάκομπι να λάβει τα διοριστήρια έγγραφα και να ενημερωθεί για την επικείμενη άφιξη. Την άφιξη του Βαρβάκη τη γνώριζε και ο Ρώσος πρόξενος στην Περσία Γκέοργκ Μερκ, ο οποίος βάσει οδηγιών του Κολεγίου του Εμπορίου όφειλε να στηρίζει τους σημαίνοντες υπό ρωσική σκέπη κεφαλαιούχους, να ενισχύει την εδραίωση του διαμετακομιστικού εμπορίου, την τήρηση των διμερών εμπορικών συμφωνιών, να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται χρήσιμες εμπορικές πληροφορίες, καθώς όλα αυτά προσπόριζαν μεγάλα κέρδη τόσο στο κράτος όσο και στους ιδιώτες επιχειρηματίες.
Οι ενέργειες του Ιωάννη Βαρβάκη, ιδίως τα πρώτα χρόνια (1776-1782) διαμονής του στο Αστραχάν, δεν περιορίστηκαν μόνο στη φροντίδα και οργάνωση «ατομικών» επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, το κερδοφόρο εμπόριο στην Περσία και τα παρακάσπιά της υποτελή χανάτα, αλλά αποτελούν συγκαλυμμένη όψη και συνέχεια της θεσμικά επιβεβλημένης υπηρεσίας του προς το πρόσωπο της αυτοκράτειρας και κατά συνέπεια προς το ρωσικό κράτος.
Ο Βαρβάκης διεκπεραίωνε αρκετές αποστολές απολύτως σχετιζόμενες με τομείς της μυστικής διπλωματίας και της εμπορικής-στρατιωτικοπολιτικής κατασκοπείας, κινούμενος αποτελεσματικά με την κάλυψη της έντονης επιχειρηματικής κινητικότητας. Ήδη από το 1778 έπλεε στην Κασπία, ταχύτατα αποδείχθηκε άψογος γνώστης των νότιων ακτών της αλλά και των περσικών διαλέκτων, ενώ τα εξοπλισμένα με κανόνια εμπορικά πλοία του έμπαιναν στα περισσότερα περσικά λιμάνια. Καθώς στη χώρα, 61 χρόνια μετά τη δολοφονία του σάχη Ναδέρ (1747), συνέχιζε να βασιλεύει πλήρης αταξία, ο Βαρβάκης με αριστοτεχνική δεινότητα οικοδομούσε και συντηρούσε εξισορροπημένα σχέσεις εμπιστοσύνης με τους αλληλοσπαρασσόμενους για τη διεκδίκηση της κεντρικής εξουσίας τοπάρχες. Απότοκο των ικανοτήτων του υπήρξε και η εστεμμένη με επιτυχία επιχείρηση (1778) εξαγοράς «του Ρώσου αιχμαλώτου Μακάρ Ρομανόφ, γιου του Λάπτεβ, από την επαρχία της Βιάτσκα», ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ένας από τους «οφθαλμούς» του στην περσική χώρα.
Τον Απρίλιο του 1779 από το λιμάνι του Αστραχάν απέπλευσε για την Περσία ένα εμπορικό πλοίο, κυβερνήτης του οποίου ορίστηκε ο «Έλληνας απόστρατος καπετάνιος Βαρβάκης». Με εντολή της ρωσικής αρχής «μεταφέρει εργατικό προσωπικό, φορτίο προς διενέργεια εμπορίου, 6 πούτια (1 πούτι = 16,8 χιλιόγραμμα) πυρίτιδα για πυροβόλα όπλα» και την ετήσια χρηματαποστολή για το ρωσικό προξενείο στο Ρεστ. Με το τέλος του 1779 και εξαιτίας των αιματηρών ταραχών που ξέσπασαν στο Ρεστ, με το επακόλουθο πογκρόμ και την ολοσχερή πυρπόληση του προξενείου, ανατέθηκε στο Βαρβάκη η επιχείρηση απεγκλωβισμού του Ρώσου προξένου Ιβάν Βανσλόβ μαζί με όλο το διπλωματικό προσωπικό και η διάσωση των αρχείων. Ο Βαρβάκης κατόρθωσε να μεταφέρει ανθρώπους και προξενικό αρχείο με το ίδιο καράβι στο Αστραχάν. Όταν το Νοέμβρη του 1780 διορίστηκε ο νέος πρόξενος της Ρωσίας στην Περσία Ιβάν Βασίλεβιτς Τουμάνοφσκι, δεξί του χέρι τοποθετήθηκε «αόρατα» ο Ιωάννης Βαρβάκης. Εφοδιασμένος με ρωσικό διαβατήριο, ο «εμποροκαραβοκύρης» Βαρβάκης μαζί με τον «εργάτη του και ταριχευτή ιχθύων» ανθυπολοχαγό-πηδαλιούχο Βασίλι Σιζόφ κατάφερε κάτω από τη μύτη των Περσών να εκτελέσει το επίπονο έργο της ακριβούς και επιστημονικής βυθομέτρησης των ακτών. Επίσης, επωμίστηκε την ανιχνευτική διερεύνηση των περσικών ακτών για τον εντοπισμό υπήνεμου σημείου, ασφαλούς, απροσπέλαστου από επιδρομές ορεσίβιων ή θαλάσσιων ληστών, ώστε βάσει των τεκμηριωμένων υποδείξεών του να δυνηθεί το Κολέγιο Εμπορίου στην Πετρούπολη να επιλέξει τον προσφορότερο τόπο για την οικιστική εγκατάσταση της ρωσικής διπλωματικής αρχής μαζί με τον ελλιμενισμό φρουρούμενων εμπορικών πλοίων. Απώτερος σκοπός ήταν η διενέργεια ασφαλούς εμπορίου υπό την προστασία νηοπομπής. Μάλιστα ο Βαρβάκης πρότεινε ως καταλληλότερο το Αστραμπάντ (σημερινό Γκοργκάν).
Ο Βαρβάκης, καθώς από το 1776 γνώριζε για το απόρρητο σχέδιο του Ποτέμκιν που απέβλεπε στη δημιουργία φακτορίας (Εμπορικός φρουρούμενος σταθμός Ευρωπαίων εμπόρων σε υποτελή ή αποικιακή χώρα και κατ’ επέκταση τόπος εμπορικού εφοδιασμού), «χωρίς τυμπανοκρουσίες» συνεργαζόταν στενότατα με τους Σουβόροφ και Τουμάνοφσκι. Με άκρα συνωμοτικότητα οργάνωνε και συντόνιζε τα δίκτυα πληροφόρησης, τα οποία επιτυχώς εξακτίνωνε μεταξύ αλλογενών, κυρίως Αρμένιων, Ινδών και Τατάρων εμπόρων που εμπορεύονταν στα περσικά εδάφη. Ως γνώστης πολλών παραμέτρων των περσικών υποθέσεων προλείαινε το έδαφος και καλλιεργούσε περαιτέρω κλίμα εμπιστοσύνης, άλλοτε ειρηνεύοντας και άλλοτε υποδαυλίζοντας τις τοπικές έχθρες, με μοναδικό σκοπό πάντα την ωφέλεια των ρωσικών συμφερόντων. Ο Βαρβάκης, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Περσία, χωρίς να ενημερώσει τον Σουβόροβ, αναχώρησε εσπευσμένα στην Πετρούπολη (1780), όπου τον κάλεσε ο Ποτέμκιν.
Η έλευση του Βαρβάκη στην Πετρούπολη (1780) είχε αποκλειστικό αντικείμενο την ενεργοποίηση της τελικής φάσης του σχεδίου της μυστικής ναυτικής αποστολής που αφορούσε την κάθοδο στολίσκου στην Κασπία. Ο Βαρβάκης συναντήθηκε με τον Ποτέμκιν, τον κόμη Ιβάν Γκριγκόρεβιτς Τσερνισόβ, που διηύθυνε το Κολέγιο του Ναυαρχείου και στου οποίου το ιδιωτικό μέγαρο-κατοικία πραγματοποιήθηκαν όλες οι μυστικές συζητήσεις για τις τελικές λεπτομέρειες του σχεδίου, και τον αντιπλοίαρχο Μάρκο Ιβάνοβιτς Βοϊνόβιτς, ο οποίος ορίστηκε διοικητής του στολίσκου της Κασπίας. Ο Μαυροβούνιος και πρώην υπήκοος της Βενετίας κόμης Βοϊνόβιτς ήταν παλαιός γνώριμος του Βαρβάκη από τα χρόνια του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου. Ο δε αδελφός του Ιβάν Βοϊνόβιτς συμμετείχε μαζί με το Βαρβάκη στη ναυμαχία του Τσεσμέ.
Την 11η Ιουνίου 1781 στο Αστραχάν κατήλθε ο στολίσκος υπό το Μάρκο Βοϊνόβιτς και μαζί επέστρεψε ο Βαρβάκης, που ήδη έχει οριστεί επίσημος διερμηνέας της αποστολής, καθώς γνώριζε τουρκικά και περσικά. Στη δύναμη του στολίσκου συνενώθηκαν ενισχυτικά και τα δέκα ημιπολεμικά-εμπορικά πλοία του Βαρβάκη, τα οποία είχαν ναυπηγηθεί με πόρους του δημόσιου ταμείου και εκτός των πολεμοφοδίων μετέφεραν και μεγάλα φορτία σιδήρου για τη διενέργεια εμπορίου με τους Πέρσες.
Ο ρόλος του Βαρβάκη στη μυστική θαλάσσια αποστολή του 1780 υπήρξε κομβικός: Πλοήγησε με ασφάλεια το στολίσκο, οργάνωσε εν πλω ναυτικούς ελιγμούς και ασκήσεις κανονιοβολισμών, καθοδήγησε την επιστημονική ομάδα που ασχολούνταν με την επιτόπια διόρθωση των παλαιών αγγλικών χαρτών, τις βυθομετρήσεις, τις υδρολογικές έρευνες, την παρατήρηση και περιγραφή της χλωρίδας και της πανίδας. Επίσης υπέδειξε τα σημεία στα οποία είχε εντοπίσει πετρελαιοφόρα κοιτάσματα (το περιζήτητο για τους Ρώσους «μαύρο βούτυρο» των Τουρκμένων) και οζοκηρίτη (ορυκτό που μοιάζει με κερί) και, τέλος, οδήγησε τον Βοϊνόβιτς μέχρι τον κόλπο του Αστραμπάντ. Ο Βαρβάκης υποστήριζε, βάσει των προηγούμενων ανιχνευτικών αυτοψιών του, τόσο τη γεωγραφική καταλληλότητα του τόπου όσο και την πολιτική, καθώς είχε εξασφαλίσει από το Αστραμπάντ προκαταρκτική συμφωνία υποβοήθησης των Ρώσων ώστε να εγκαταστήσουν την εμπορική τους φακτορία.
Καθώς ο Βοϊνόβιτς ετοιμαζόταν να αρχίσει επίσημες πια συνομιλίες με το χαν του Αστραμπάντ Αγά Μαχμέντ, προέκυψε ότι αυτός βρισκόταν στο Ισπαχάν σε πολεμική εκστρατεία εναντίον του χαν Αλή Μουράτ. Τότε στάλθηκε ο Ιωάννης Βαρβάκης εφοδιασμένος με επίσημα έγγραφα, προς αναζήτηση του χαν του Αστραμπάντ, τον οποίο και εντόπισε στρατοπεδευμένο κοντά στην πόλη Κασμπίν. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν για τη ρωσική πλευρά ικανοποιητικό, καθώς ο Βαρβάκης το Σεπτέμβρη επέστρεψε στο Αστραμπάντ κομίζοντας στο Βοϊνόβιτς το γραπτό μήνυμα του χαν, στο οποίο διατύπωνε τη θέλησή του για συνομολόγηση συμφώνου φιλίας με τη Ρωσία και την παραχώρηση τμήματος του κόλπου του Αστραμπάντ στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας.
Ο Μάρκος Βοϊνόβιτς σε αγαστή συνεργασία με το Βαρβάκη προέβη στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών: κοντά στην ακτή οικοδομήθηκαν στρατώνες, λουτρά, φούρνοι, λοιμοκαθαρτήριο - λαζαρέτο και αποθήκες, τα οποία περιτοιχίστηκαν από οχυρωματικά αναχώματα και τάφρους, χτίστηκαν πυροβολεία, διαμορφώθηκε αποβάθρα. Με τα έργα αυτά ο τόπος ταχύτατα αναδείχθηκε σε σφίζοντα εμπορικό κόμβο. Ο Βοϊνόβιτς ενημέρωσε το Αστραχάν και την Πετρούπολη για την εκπληκτική πρόοδο των εργασιών και την ευόδωση του σχεδίου ζητώντας να επιτραπεί η ανάρτηση της ρωσικής σημαίας στη φακτορία.
Όμως το πολύμοχθο, πολυδάπανο εγχείρημα θα έχει τραγική κατάληξη, διότι ο Αγά Μαχμέντ Χαν υπαναχώρησε από τις υποσχέσεις του και, με εντολή του, ισχυρή στρατιωτική δύναμη επιτέθηκε και αιχμαλώτισε το Βοϊνόβιτς με 50 Ρώσους αξιωματούχους, στρατιώτες και «εμπόρους», διατάζοντας παράλληλα την εκ βάθρων κατεδάφιση των οικοδομημάτων, τον απόπλου του στολίσκου και την ολική εκκένωση και εγκατάλειψη του τόπου.
Ο Βαρβάκης έσωσε την τιμή της Ρωσίας καθώς ανέλαβε να απελευθερώσει το Βοϊνόβιτς και τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Χρησιμοποιώντας συνδυαστικά διαπροσωπικές σχέσεις, εμπιστευτικές συνομιλίες και πρακτικές δωροδοκίας, το παράτολμο εγχείρημα του Βαρβάκη είχε επιτυχή κατάληξη: Την 1η Ιανουαρίου 1782 επέστρεψε με τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους στο Αστραμπάντ, όπου εκείνες τις ημέρες έχει φθάσει από την Πετρούπολη και η άδεια για την ύψωση της σημαίας στη φακτορία που εν τω μεταξύ είχε διαλυθεί.
Την 8η Ιουλίου 1782 ο στολίσκος, εν τέλει, αγκυροβόλησε στο Αστραχάν. Ο Βοϊνόβιτς επέστρεψε στην Πετρούπολη. Παρά το γεγονός της ανεπιτυχούς κατάληξης του σχεδίου του Ποτέμκιν, έτυχε επιβράβευσης από την Αικατερίνη και συνέχισε την ανοδική καριέρα του στο ρωσικό στόλο.
Η καίρια σύμπραξη του Ιωάννη Βαρβάκη στη στρατιωτική αποστολή του 1781/1782, στην οποία «χρησιμοποιήθηκε για όλες τις προφορικές συνομιλίες με τους Πέρσες κυρίαρχους», αναγνωρίστηκε με εύφημο μνεία και προαγωγή στο στρατιωτικό αξίωμα όγδοης τάξης, με βαθμό «σεκούντ μαγιόρ» (δεύτερος ταγματάρχης).
Με την πάροδο 15 χρόνων από την «ατυχή» έκβαση της μυστικής αποστολής, η Αικατερίνη κήρυξε πόλεμο στην Περσία (Ιανουάριος 1796) με πρόσχημα την «προσβολή» που είχε υποστεί ο Βοϊνόβιτς. Πραγματική αιτία του πολέμου ήταν η εισβολή των Περσών στη Γεωργία, την οποία η Ρωσία θεωρούσε προστατευόμενη χώρα. Ο Βαρβάκης στο μεσοδιάστημα αυτό εδραίωσε το εμπόριο του στην Περσία, τηρώντας σχολαστικά τους υφιστάμενους κανονισμούς, ενώ ουδόλως είχε απομακρυνθεί από την προσεκτική παρακολούθηση των περσικών υποθέσεων. Στη νέα πολιτικοστρατιωτική κατάσταση έγινε ο έμπιστος βοηθός και μυστικοσύμβουλος του Βαλεριάν Ζούμποφ, νεότατου αρχιστράτηγου των ρωσικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Περσίας, τον οποίο μάλιστα και φιλοξενούσε στην οικία του. Για τις ανάγκες του πολέμου στην Περσία ο Βαρβάκης έκλεισε συμφωνία με το κράτος, στο οποίο εκμίσθωνε 10 εξοπλισμένα φορτηγά πλοία για τη μεταφορά πολεμοφοδίων και τροφοδοσίας προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες επισιτισμού 35.000 στρατιωτών. Από την επιχείρηση αυτή ο Βαρβάκης υπέστη σοβαρή οικονομική ζημία εξαιτίας του θανάτου της Αικατερίνης (1796) και της επακόλουθης απόσυρσης των στρατευμάτων (1797) από το διάδοχο και γιο της Παύλο. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των επακόλουθων ρωσοπερσικών συγκρούσεων (1804-1813) ο Βαρβάκης κατόρθωσε να εξισορροπήσει τις οικονομικές απώλειες, καθώς ανέλαβε, βάσει νέων συμφωνιών με τις κρατικές αρχές, την τροφοδοσία σε πολεμοφόδια και διάφορα είδη επισιτισμού.
Ο επιχειρηματίας - έμπορος ΒαρβάκηςΣτο Αστραχάν, ο Βαρβάκης, στην αρχή, δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει την άδεια αλιείας και αντί να ασχοληθεί με το ψάρεμα αγόρασε ένα αποστακτήριο, με στόχο να φτιάχνει κρασί από τα γλυκά σταφύλια της στέπας. Τότε ήταν που γνωρίστηκε με έναν έμπορο από το Αστραχάν, τον Πιοτόρ Σεμιόνοβιτς Σαπόζνικοφ, ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την αλιεία.
Ικανός να κτίζει μεγάλα, αξιόπλοα και προηγμένα καράβια και να ξανοίγεται στη θάλασσα, ο Βαρβάκης ήταν εκτός συναγωνισμού απέναντι στους μικρομεσαίους παράκτιους Ρώσους ψαράδες. Στη βόρεια Κασπία η «επιχείρηση αλιεία» απέδωσε καρπούς. Πίστεψε πως η πιο σωστή επένδυση των χρημάτων του ήταν να αγοράσει ιχθυότοπους και να εκμεταλλευτεί τα ειδικά προνόμια αλιείας που είχε στα χέρια του. Τα πλοία του Βαρβάκη φορτώνονταν με οξύρρυγχους, λευκούς σολομούς, μεγάλους λούτσους κι άλλα πολύτιμα ψάρια. Τόσο κατά τη διάρκεια όσο και με τη λήξη της αποστολής του 1781-1782, ο Βαρβάκης αδιάλειπτα και συστηματικά ασχολήθηκε και διηύθυνε τις επιχειρηματικές υποθέσεις του, οι οποίες σχετίζονται με την ενοικίαση αμπελώνων, την εμπορία κρασιού και την απόσταξη οινοπνευματωδών (ρακί, βότκα), την κεραμοποιία, την εκμετάλλευση αλυκών και το εμπόριο αλατιού, την πλοιοκτησία και τις θαλάσσιες-ποτάμιες μεταφορές (ως πλοιοκτήτης 10 μεταφορικών πλοίων)
Αυτό που θα τον έκανε πραγματικά βαθύπλουτο ήταν η πρώτη εμπορική εκμετάλλευση του χαβιαριού. Σε ένα από τα ταξίδια του δοκίμασε χαβιάρι που τον φίλεψαν Ρώσοι χωρικοί. Το ίκρα (σημερινό χαβιάρι) το τρώγανε οι ντόπιοι ψαράδες αλλά δεν μπορούσαν να το εξάγουν γιατί ήταν πολύ ευαίσθητο στη διατήρησή του. Έχοντας στο μυαλό του το πάθος των Ελλήνων για το αυγοτάραχο, κατάλαβε αμέσως με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα από την άδεια της Αικατερίνης - εξάγοντας χαβιάρι. Όμως αντιμετώπιζε κι εκείνος το ίδιο πρόβλημα που φρέναρε τους Ιταλούς εμπόρους αρκετούς αιώνες νωρίτερα: αυτό το τόσο ευαίσθητο έδεσμα ήταν αδύνατον να ταξιδέψει για καιρό μέσα στα ξύλινα κασόνια της εποχής - όσο καλά παστωμένο κι αν ήταν. Φέρνοντας ο Βαρβάκης ειδικούς κατάφερε να βρει τον τρόπο για να συντηρηθεί δίχως να αλλοιωθεί η γεύση του. Η λύση βρέθηκε. Ήταν κιβώτια από ξύλα φλαμουριάς τα οποία δεν προκαλούσαν αλλοιώσεις στα πολύτιμα αυγά, ήταν απόλυτα στεγανά κι έτσι διατηρούσαν σε πολύ καλή κατάσταση το φορτίο που πάνω σε καμήλες ή φορτωμένο σε ιστιοφόρα ταξίδευε τον Βόλγα για να φτάσει από το Αστραχάν στην Ελλάδα.
Επίσης έβαλε να σκάψουν μικρές βαθιές σπηλιές στο βουνό και έτσι το χαβιάρι διατηρούνταν στην ιδανική θερμοκρασία ακόμη και κατά τους θερινούς μήνες. Δημιουργώντας ένα δίκτυο εμπορίου λάνσαρε το χαβιάρι ως ακριβό έδεσμα κάνοντας το παγκόσμια μόδα. Το χαβιάρι λοιπόν είναι προϊόν της ελληνικής ευφυΐας του πολυτάλαντου Ιωάννη Βαρβάκη και καθότι έρχεται εκ των σπηλαίων ονομάστηκε χαβιάρι (cave à caviar).
Μέχρι το 1788 η επιχείρηση του Βαρβάκη έκανε χρυσές δουλειές και απασχολούσε περισσότερους από 3.000 εργάτες για την επεξεργασία και το πακετάρισμα των αυγών του οξύρρυγχου. Από το 1812 βρέθηκε στο Ταγκανρόγκ.
Στις κοινωνικές του συναναστροφές υπήρξε χαρισματικός, με πανθομολογούμενη απήχηση στον αστικό και αγροτικό περίγυρο. Τον διέκρινε εξαιρετική ικανότητα διείσδυσης και προσαρμοστικότητας στα ετερογενή περιβάλλοντα της σύνθετης εθνολογικά πληθυσμιακής διαστρωμάτωσης της πόλης, που περιλάμβανε εκπροσώπους από το περιβάλλον των εμπόρων, των επαγγελματιών, των τεχνιτών, των εργατών, των κρατικών υπαλλήλων, των δημόσιων λειτουργών, των στρατιωτικών και των ευγενών. Στον ευρύτερο κύκλο των γνωριμιών του συγκαταλέγονται σημαίνοντες στρατιωτικοί, πολιτικοί, διοικητικοί αξιωματούχοι, εκκλησιαστικοί ιεράρχες διάφορων δογμάτων, οικονομικοί παράγοντες, επιστήμονες και λόγιοι. Φιλία τον συνέδεσε με τους λόγιους αρχιεπισκόπους Αστραχανίου Νικηφόρο Θεοτόκη, Πλάτωνα Λιουμπάρσκι, Αναστάσιο Μπρατανόφσκι, τον κυβερνήτη και γόνο παλαιού αριστοκρατικού γένους της Πετρούπολης Μιχαήλ Ζούμποφ, τον Ιταλό υπήκοο Αυστρίας Αλέξανδρο Ντίγκμπι, αρχιτέκτονα του σχεδίου της πόλης και πολλών δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομημάτων, και το βαθύπλουτο και φιλάνθρωπο αλλά και σταθερό συνεταίρο του σε αρκετές επιχειρήσεις μεγαλέμπορο Πέτρο Σαπόζνικοφ, κάτοχο εντυπωσιακής αυτοδίδακτης μόρφωσης, φιλότεχνο με εξαιρετική συλλογή έργων ζωγραφικής, ανάμεσα στα οποία συγκαταλεγόταν και η πασίγνωστη σήμερα Μαντόνα Μπενουά του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε στενότατος φίλος του Δημητρίου Αγάθη, απόφοιτου των πανεπιστημίων Πίζας και Πάδοβας και μέλους των φερώνυμων Ακαδημιών, ο οποίος υπηρετούσε ως διευθυντής του Γενικού Δημόσιου Σχολείου. Ο Αγάθης διέθετε ουμανιστική παιδεία, οξυμένη κοινωνική προβληματική και χρημάτισε διακεκριμένο μέλος του κλειστού προοδευτικού πνευματικού κύκλου «Φίλοι της ανθρωπότητας», στον οποίο συμμετείχαν κρατικοί, στρατιωτικοί αξιωματούχοι και έμποροι επηρεασμένοι από τα κηρύγματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η στενή ανάμειξη του Ιωάννη Βαρβάκη με τους «Φίλους της ανθρωπότητας» συντέλεσε αποφασιστικά στην ανύψωση του μορφωτικού του επιπέδου και στην ιδεολογική του συγκρότηση. Η ζύμωση του Βαρβάκη με τα καλλιεργημένα κοινωνικά-μορφωτικά περιβάλλοντα συνέτεινε στην εγκόλπωση της ιδέας και πρακτικής για τον κοινωνικό αλτρουισμό, στο ενδιαφέρον για την ατομική-συλλογική διαφωτιστική αναβάθμιση μέσω της παιδείας, του θεάτρου, της μουσικής και της τέχνης.
Και από το 1815 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ταϊγάνι, όπου μετέφερε όλη σχεδόν την κινητή περιουσία του,για να βρίσκεται κοντά στην Οδησσό κέντρο της Φιλικής Εταιρίας της οποίας υπήρξε ηγετικό μέλος και χρηματοδότης. Είναι ο μόνος που στα έγγραφά της αποκαλείται με το όνομά του. Είχε δώσει εν τω μεταξύ μέρος από την τεράστια περιουσία του για κοινωφελή έργα στη Ρωσία (νοσοκομεία, γέφυρες, διώρυγες) επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και γι' αυτό παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο και του δόθηκε και τίτλος ευγένειας με το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης. Στο Ταγκανρόγκ έκτισε σχολείο όπου φοίτησε ο Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ. Κατασκεύασε τα Βαρβάκεια Λουτρά και το 1809 την περιώνυμη Βαρβάκειο Διώρυγα του Αστραχάν, έργο μνημειώδες. Στα εγκαίνια της διώρυγας ο Βαρβάκης την βάφτισε «Κανάλι του Αστραχάν», όμως ο λαός απαίτησε να ονομάζεται «Κανάλι του Βαρβάκη», όνομα που διατηρεί ως σήμερα.
Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης απέναντι στην τσαρίνα τροφοδοτούσε δωρεάν με χαβιάρι τη τσαρική αυλή, ενώ αιτήθηκε το δέκατο των κερδών του να δίδεται ως φόρος στο κυβερνείο του Αστραχάν.
Σε μία εποχή που η δουλεμπορία ανθούσε στη Ρωσία, ο Βαρβάκης για ανθρωπιστικούς λόγους δεν ήθελε να έχει κανέναν σκλάβο στην ιδιοκτησία του.
Ο Ιωάννης Βαρβάκης πρόσφερε πάρα πολλά στον Αγώνα πριν και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Αρχικά βοήθησε με πάρα πολλούς τρόπους τις ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία και ιδιαίτερα την κοινότητα της πόλης που έμενε. Από την τσαρική κυβέρνηση μαζί με το παράσημο είχε ανακηρυχτεί αρχηγός των ευγενών του Αστραχάν. Αυτός ο τίτλος, εκτός από την περιουσία του, συντέλεσε, ώστε να έχει μεγάλη επιρροή στους κύκλους των Ρώσων ευγενών.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση ο Βαρβάκης ήταν γέρος άνω των εβδομήντα πέντε ετών. Ο Βαρβάκης με έξοδα δικά του εξόπλισε τους ομογενείς που πολεμούσαν με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Επίσης μέσω του Πατριαρχείου κατάφερε να εξαγοράσει πάρα πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Ο Βαρβάκης πάνω απ' όλο βοήθησε τον αγώνα των Ψαριανών, των συμπατριωτών του. Έστειλε τρόφιμα και διάφορα άλλα εφόδια. Η οικονομική εισφορά του Ιωάννη Βαρβάκη για την υποστήριξη των διαφωτιστικών και εκπαιδευτικών αναγκών του έθνους και για την παροχή των αναγκαίων εφοδίων σε οπλισμό, πυρομαχικά, εξοπλισμό πλοίων, τροφοδοσία και επισιτισμό των αγωνιζομένων στη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα υπήρξε απαράμιλλα μεγαλειώδης.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών, το 1824, ήρθε στην Ελλάδα, για να βοηθήσει με κάθε μέσο τους πρόσφυγες. Όταν όμως επέστρεψε είδε μόνο ερείπια που απέμειναν από το ολοκαύτωμα της Ολόμαυρης Ράχης στις 22 Ιουνίου του 1824. Απογοητεύτηκε όταν έμαθε πως ο Αδαμάντιος Κοραής είχε εναντιωθεί στο πολιτικό έργο του Καποδίστρια. Πόσο μάλλον απογοητεύτηκε όταν ο Μαυροκορδάτος τον στιγμάτισε ως πράκτορα των Ρώσων… Βλέποντας τους καπήλους του εμφύλιου σπαραγμού καταρρακώθηκε. Ήδη από το 1824 προέβλεπε την ανάγκη δημιουργίας σχολής στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους.
Ο Βαρβάκης πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 1825 στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου σε ηλικία 82 ετών, όπου και ετάφη.
Ήδη από τον Μάιο του 1824 ο Ιωάννης Βαρβάκης είχε αφήσει με διαθήκη του 700 χιλιάδες ρούβλια για την ανέγερση Γυμνασίου στην πρωτεύουσα του κράτους και επιπλέον 300 χιλιάδες ρούβλια για τη δημιουργία Ναυτικού Λυκείου. Η κόρη του, μετά τον θάνατο του πατέρα της , απαιτεί από τους εκτελεστές της διαθήκης να παραδώσουν σε αυτήν ολόκληρη την περιουσία του πατέρα της. Εκείνοι όμως καταφέρνουν να επικυρώσουν τη διαθήκη και να στείλουν και ένα μικρό μέρος της στον Ιωάννη Καποδίστρια για δημιουργία σχολείου στο Άργος (το Ναύπλιο ήταν τότε πρωτεύουσα).
Μετά από πολλές παλινωδίες το υπόλοιπο μέρος της διαθήκης φθάνει στην Αθήνα επί Όθωνος. Σε συνεργασία με τον Έλληνα πρόξενο στη Ρωσία το κληροδότημα μεταφέρεται στην Εθνική Τράπεζα και δημιουργείται επιτροπή διαχείρισης και ανέγερσης. Σταδιακά η ιδέα για τα δυο σχολεία μετατρέπεται ως δημιουργία ενός μεγάλου πρότυπου εκπαιδευτηρίου. Τότε από τις εφημερίδες του δίνεται και η ονομασία Βαρβάκειο. Αυτό θα έχει ίδιο σχεδόν πρόγραμμα με τα υπόλοιπα σχολεία, με την διαφορά ότι ψαριανοί μαθητές που θα φοιτούν επιτυχώς σε αυτό θα λαμβάνουν στη συνέχεια υποτροφία για ναυτική εκπαίδευση στο εξωτερικό.
Η επιτροπή για την ανέγερση του Βαρβακείου είχε επιλέξει αρχικά ένα οικόπεδο πίσω από το Οφθαλμιατρείο. Ωστόσο, ο χώρος θεωρήθηκε ακατάλληλος γιατί θα συγκεντρώνονταν σε μικρή απόσταση δυο εκπαιδευτήρια. Προτείνεται τότε ένα εκτεταμένο δημόσιο οικόπεδο (που άλλοτε άνηκε στον ιεραπόστολο ι. Κίνγκ) με το όνομα «Φιλαδέλφεια» πλησίον της οδού Αθηνάς. Η θέση θεωρείται προνομιακή προκειμένου να μπορούν να το προσεγγίσουν οι μαθητές του με ευκολία. Όμως κανένας δεν προβληματίστηκε τότε για την γειτνίαση του με δεκάδες εμπορικούς πάγκους.
Το σχέδιο κατασκευής ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Κάλκος. Η θεμελίωση έγινε τον Απρίλιο του 1857 με την τελετή να χαρακτηρίζεται μεγαλειώδεις. Τα εγκαίνια του σχολείου και η λειτουργία του ξεκινάει το 1859. Το κτήριο ήταν διώροφο και ακολουθούσε έναν αυστηρό νεοκλασικό ρυθμό, με πλαστικό στοιχείο στο πρόπυλο που περιελάμβανε ιωνικούς κίονες. Το 1865 η επιτροπή με τα υπόλοιπα χρήματα του κληροδοτήματος αγοράζει τα γύρω από το σχολείο οικόπεδα με σκοπό να επεκταθεί το διδακτήριο.
Την εποχή εκείνη η κεντρική αγορά της Αθήνας εξακολουθεί να στεγάζεται σε ξύλινα παραπήγματα, τα περισσότερα κατάλοιπα από την οθωμανική περίοδο. Κάποια χτίζονται από τον Καλλέργη και νοικιάζονται από τον Δήμο ένεκα μικρού τιμήματος. Το 1860 με το νέο σχέδιο πόλης είχε προταθεί να απομακρυνθεί από την περιοχή η δημοτική αγορά προκειμένου να γίνουν αρχαιολογικές ανασκαφές. Το 1870 το Δημοτικό Συμβούλιο εγκαταλείπει την πρόταση για μετεγκατάσταση της αγορά αφενός λόγω έλλειψης χρημάτων για απαλλοτριώσεις και χώρου, αλλά κυρίως λόγω της αποκαλούμενης «καταστροφής πολλών συμφερόντων». Όπως ήταν φυσικό η αγορά παρέμεινε ως είχε σηκώνοντας το βάρος της λαϊκής κατανάλωσης. Στην αντίπερα όχθη η Ερμού και η Αιόλου υποδέχονται τα πρώτα μικρά και μεγάλα εμπορικά καταστήματα και την αστική τάξη της πόλης. Το 1876 ο Δήμος Αθηναίων εκδίδει ψήφισμα για την ανέγερση σύγχρονης αγοράς με την κατάργηση της πλατείας που υπήρχε εκεί. Τελικά η δημοτική Αγορά ολοκληρώθηκε με πολλές οικονομικές δυσκολίες το 1884.
Το κτίριο της αγοράς έχει συμμετρική ορθογωνισμένη κάτοψη και μεγάλη στεγασμένη κεντρική εσωτερική αυλή. Περιλαμβάνει 73 καταστήματα που άλλα είναι εσωτερικά και άλλα εξωτερικά. Η μορφή της είναι έντονα επηρεασμένη από κεντρικές αγορές της Ιταλίας. Η λειτουργία της κεντρικής δημοτικής αγοράς θα δώσει χρώμα στην οδό Αθηνάς και θα γεμίσει τον χώρο γύρω από τα σκαλιά του Βαρβακείου με παράγκες μικροπωλητών. Αν και η διοίκηση του σχολείου επιθυμούσε να καθαρίσει ο χώρος γύρω από το εκπαιδευτήριο από μικροπωλητές, κάτι τέτοιο φάνηκε ακατόρθωτο. Σε σημείο που ο δήμαρχος Κ. Κοτζιάς αναγκάστηκε το 1939 να προωθήσει αναγκαστικό νόμο για την εκποίηση του οικοπέδου του σχολείου και την μετεγκατάστασή του σε άλλον χώρο.
Η κατοχή παγώνει τα μεγαλόπνοα σχέδια. Το Βαρβάκειο φιλοξενεί για μεγάλη περίοδο άστεγους από τον βομβαρδισμό του Πειραιά. Στα Δεκεμβριανά το κτίριο πυρπολείται ολοσχερώς. Παρά τις αντιρρήσεις των αρχιτεκτόνων, το κτίριο αρχίζει να κατεδαφίζεται στις αρχές του 1950, θεωρώντας ότι έχει κλείσει τον κύκλο χρήσης του. Το Βαρβάκειο για μια περίοδο συστεγάζεται με άλλα σχολεία ώσπου να εγκατασταθεί στα τωρινά του κτίρια στο Ψυχικό.
Το πρότυπο σχολείο μπορεί να έφυγε από την Αθηνά όμως παρέμεινε ένα ισχυρό τοπόσημο για την πόλη. Η Κεντρική Αγορά της Αθήνας αποκαλείται από την αρχή της δημιουργίας της Βαρβάκειος χωρίς να έχει καμία σχέση φυσικά με τον συνώνυμό της. Ίσως όμως θέλει να τιμήσει έτσι τον πολυμήχανο Έλληνα έμπορο. Ή να πάρει λίγο από το επιχειρηματικό του πνεύμα η καρδιά του αθηναϊκού εμπορίου.
Βέβαια ο εθνικός ευεργέτης Ι. Βαρβάκης δεν τιμάται μόνο εθιμικά στην Δημοτική Αγορά. Αλλά και στον κεντρικό Κήπο του Ζάππειο με τον περίφημο ανδριάντα του. Για την κατασκευή του το 1872 η κυβέρνηση είχε αναθέσει την φιλοτέχνηση στον γλύπτη Λ. Δρόση έναντι ποσού 85 χιλιάδων δραχμών. Τα επίσημα αποκαλυπτήρια του αγάλματος έγιναν το 1890. Το άγαλμα του Βαρβάκη βρίσκεται σε κεντρικό βάθρο. Η μορφή του αποδίδεται όρθια και επιβλητική με το σώμα ελαφρά στραμμένο στα αριστερά. Στο δεξί του χέρι κρατάει την διαθήκη με την οποία δώρισε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό κράτος. Στις γωνίες του βάθρου τοποθετούνται ολόσωμα γυναικεία γλυπτά μικρότερου μεγέθους με αλληγορική σημασία ως αναφορά στην ζωή και στην προσωπικότητα του Βαρβάκη. Απεικονίζουν την Ελευθερία, τη Ναυτιλία, την Τέχνη και τη Βιομηχανία. Μοντέλο για την φιλοτέχνηση των μορφών υπήρξε η σύζυγος του καλλιτέχνη. Της καθημερινές γύρω από το άγαλμα του Βαρβάκη συνεδριάζει η λεγόμενη «μικρή Βουλή», όπου δεκάδες ηλικιωμένοι σχολιάζουν τα καθημερινά προβλήματα της χώρας.
medlabgr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σιδηροδρομικός σταθμός Σταμνάς. -Βίντεο Andreas Koutsothanasis
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ