2012-08-16 01:03:04
Κατά διαβολική σύμπτωση, εκείνο τον ζεστό Αύγουστο του 1962, οι αυτοκτονίες στην Καλιφόρνια αυξήθηκαν κατά σαράντα τοις εκατό. Ένας όμως θάνατος μονοπώλησε τα πρωτοσέλιδα. Τα πολλά ψέματα και οι παρατυπίες που περιέβαλαν την αυτοκτονία της Μέριλιν, τα ερωτήματα και φυσικά το βάρος ενός μύθου γέννησαν απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες πυροδότησαν ακόμα και τον πολιτικό φανατισμό. Κατά καιρούς, όλο και νέα στοιχεία έρχονταν στο φως, για να επιβεβαιώσουν τη μία ή την άλλη θεωρία.
Πριν από έναν μήνα, μία ακόμη πληροφορία «άνοιξε ξανά» τον φάκελο της αυτοκτονίας του μεγάλου μύθου. Ήρθε στο φως μία επιταγή που φέρει τη ν υπογραφή της Μέριλιν, με σφραγίδα της τράπεζας της Σάντα Μόνικα, μία μόλις ημέρα πριν από την αυτοκτονία της. Είχε παραγγείλει μια συρταριέρα αξίας 228,80 δολαρίων. Ο δρ Σ. Ντέιβιντ Μπερνστάιν, αστυνομικός ψυχολόγος ερευνητής, ειδικευμένος στις αυτοκτονίες, θεωρεί ότι αυτό το στοιχείο ανατρέπει την πιθανότητα αυτοκτονίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, είναι πιθανόν ένας άνθρωπος που σκοπεύει να αυτοκτονήσει, να βγει για ψώνια μόλις την προηγούμενη μέρα. Συνήθως, όμως, ξοδεύει ασύστολα, σπαταλώντας μεγάλα ποσά. Σίγουρα δεν αγοράζει κάτι πρακτικό, όπως είναι μια συρταριέρα, γεγονός το οποίο δείχνει ότι η Μέριλιν ήθελε να τακτοποιήσει πράγματά της.
Έρωτες, μύθοι και θεωρίες συνωμοσίας
Δεν είναι, όμως, το μόνο που έκανε μία μέρα πριν από τον θάνατό της. Το απόγευμα του Σαββάτου 4 Αυγούστου, την επισκέφτηκε ο Ρόμπερτ Κένεντι και καβγάδισε μαζί της. Λέγεται ότι τον απείλησε ότι θα δημοσιοποιήσει τη σχέση τους. Πρωτογνωρίστηκαν την 1η Φεβρουαρίου 1962. Όταν ο Τζον έστειλε τον αδελφό του να διακόψει τη σχέση του με τη Μέριλιν για λογαριασμό του, ο Ρόμπερτ υπέκυψε γρήγορα στα θέλγητρά της και συνδέθηκε μαζί της. Ποια είναι τελικά η αλήθεια; Να τι γράφει ο δημοσιογράφος Τζέφρι Μέγιερς - φίλος του συγγραφέα (και πρώην συζύγου της Μέριλιν) Άρθουρ Μίλερ - στο βιβλίο του «Ο διανοούμενος και η θεά»: «Ο απεσταλμένος αντικατέστησε τον εραστή τον οποίο πήγαινε να εκπροσωπήσει. Ο νεαρός υπουργός Δικαιοσύνης, δημόσιος κατήγορος της χώρας και ευυπόληπτος οικογενειάρχης, μα-γεύτηκε κι αυτός από τη σταρ του Χόλιγουντ. Αν και οι Κένεντι δεν σκότωσαν τη Μέριλιν, προσπάθησαν, όντως, να συγκαλύψουν τις ερωτικές σχέσεις τους μαζί της».
Όπως η συγγραφέας Σύλβια Πλαθ, έτσι και η Μέριλιν είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή από αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Η πάλη της με την αυτοχειρία ξεκίνησε ήδη από τη ν εφηβεία της. Ο γάμος της με τον συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ δεν την εμπόδισε από το να προσπαθεί να βάλει τέλος στη ζωή της. Μετά το διαζύγιό της από τον Μίλερ, έχοντας ξεκόψει από συγγενείς και φίλους, η Μέριλιν έμεινε ολομόναχη τρέχοντας απελπισμένα στον γκρεμό. Όλοι δήλωσαν τη θλίψη τους μετά τον θάνατό της, αλλά κανένας δεν ανταποκρίθηκε στη μοναξιά και την απελπισία της το τελευταίο βράδυ της ζωής της. Η μοναξιά, βέβαια, δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ, ούτε καν στις μέρες της μεγάλης δόξας. Η Νόρμα Τζιν, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, βγήκε από το ορφανοτροφείο τον Ιούνιο του 1937, ακολουθώντας το μοτίβο των ξεριζωμένων χρόνων της. Η βιομηχανία των ονείρων τής έκλεψε τον πραγματικό της εαυτό και τον αντικατέστησε με μια τεχνητή θεά, με ξέπνοη φωνή, φιλήδονο κορμί και σαγηνευτικό βάδισμα.
Αν με θέλουν αθώα, μπορώ να είμαι αθώα Δεκαοχτώ μήνες αφότου χώρισαν, ο Μίλερ είχε την αίσθηση ότι το διαζύγιο είχε σπρώξει τη Μέριλιν μια ώρα αρχύτερα στον θάνατο και ότι θα έπρεπε να είχε κάνει κάτι για να τη σώσει. Ο διάσημος συγγραφέας επισήμανε τη βασική αντίφαση στον χαρακτήρα της Μέριλιν, η οποία συμπεριφερόταν σαν αληθινή θεά, σαν να ήταν αθάνατη. Το λικνιστό περπάτημά της, η ψιθυριστή φωνή, ο τρόπος ομιλίας με το κόμπιασμα, το μισάνοιχτο στόμα και το τρεμάμενο πάνω χείλος υπόσχονταν κάθε είδους ιδιωτικές απολαύσεις. «Η Μέριλιν ποτέ δεν πίστεψε ότι κάποια στιγμή θα πέθαινε. Ωθούσε τα όριά της όλο και περισσότερο. Άλλες φορές νόμιζε πως ήταν προορισμένη να πεθάνει ως φόρος τιμής στους θαυμαστές της: Είχε την πεποίθηση πως το πεπρωμένο της ήταν η θυσία». Ευάλωτη και θλιμμένη, κάτω από την ανεμελιά και το σεξαπίλ, η Μέριλιν Μονρόε έκρυβε ένα σαγηνευτικό και δαιμονισμένο χαρακτήρα. Ίσως η αυτοκτονία της - αν υποθέσουμε ότι έτσι πέθανε - ήταν ένα είδος εκδίκησης κατά των ζώντων, μια σιωπηρή μομφή, ένας τρόπος να τιμωρήσει τους φίλους και τους εραστές οι οποίοι την είχαν εγκαταλείψει. Ήθελε να τους κάνει να πάρουν τον πόνο της στα σοβαρά, όπως προφήτευε στα απομνημονεύματά της. «Ήμουν» έλεγε «το είδος του κοριτσιού που θα έβρισκαν νεκρό σε κάποιο κοιτώνα μ’ ένα άδειο μπουκάλι υπνωτικών στα χέρια». Την ίδια στιγμή, όμως, ισχυριζόταν ότι είχε επίγνωση των κινδύνων. «Μπορώ να είμαι ό,τι θέλουν. Αν με θέλουν αθώα, μπορώ να είμαι αθώα… Φυσικά, πρέπει να προσέξουν να μην μπερδευτούν».
topontiki.gr
Πριν από έναν μήνα, μία ακόμη πληροφορία «άνοιξε ξανά» τον φάκελο της αυτοκτονίας του μεγάλου μύθου. Ήρθε στο φως μία επιταγή που φέρει τη ν υπογραφή της Μέριλιν, με σφραγίδα της τράπεζας της Σάντα Μόνικα, μία μόλις ημέρα πριν από την αυτοκτονία της. Είχε παραγγείλει μια συρταριέρα αξίας 228,80 δολαρίων. Ο δρ Σ. Ντέιβιντ Μπερνστάιν, αστυνομικός ψυχολόγος ερευνητής, ειδικευμένος στις αυτοκτονίες, θεωρεί ότι αυτό το στοιχείο ανατρέπει την πιθανότητα αυτοκτονίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, είναι πιθανόν ένας άνθρωπος που σκοπεύει να αυτοκτονήσει, να βγει για ψώνια μόλις την προηγούμενη μέρα. Συνήθως, όμως, ξοδεύει ασύστολα, σπαταλώντας μεγάλα ποσά. Σίγουρα δεν αγοράζει κάτι πρακτικό, όπως είναι μια συρταριέρα, γεγονός το οποίο δείχνει ότι η Μέριλιν ήθελε να τακτοποιήσει πράγματά της.
Έρωτες, μύθοι και θεωρίες συνωμοσίας
Δεν είναι, όμως, το μόνο που έκανε μία μέρα πριν από τον θάνατό της. Το απόγευμα του Σαββάτου 4 Αυγούστου, την επισκέφτηκε ο Ρόμπερτ Κένεντι και καβγάδισε μαζί της. Λέγεται ότι τον απείλησε ότι θα δημοσιοποιήσει τη σχέση τους. Πρωτογνωρίστηκαν την 1η Φεβρουαρίου 1962. Όταν ο Τζον έστειλε τον αδελφό του να διακόψει τη σχέση του με τη Μέριλιν για λογαριασμό του, ο Ρόμπερτ υπέκυψε γρήγορα στα θέλγητρά της και συνδέθηκε μαζί της. Ποια είναι τελικά η αλήθεια; Να τι γράφει ο δημοσιογράφος Τζέφρι Μέγιερς - φίλος του συγγραφέα (και πρώην συζύγου της Μέριλιν) Άρθουρ Μίλερ - στο βιβλίο του «Ο διανοούμενος και η θεά»: «Ο απεσταλμένος αντικατέστησε τον εραστή τον οποίο πήγαινε να εκπροσωπήσει. Ο νεαρός υπουργός Δικαιοσύνης, δημόσιος κατήγορος της χώρας και ευυπόληπτος οικογενειάρχης, μα-γεύτηκε κι αυτός από τη σταρ του Χόλιγουντ. Αν και οι Κένεντι δεν σκότωσαν τη Μέριλιν, προσπάθησαν, όντως, να συγκαλύψουν τις ερωτικές σχέσεις τους μαζί της».
Όπως η συγγραφέας Σύλβια Πλαθ, έτσι και η Μέριλιν είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή από αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Η πάλη της με την αυτοχειρία ξεκίνησε ήδη από τη ν εφηβεία της. Ο γάμος της με τον συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ δεν την εμπόδισε από το να προσπαθεί να βάλει τέλος στη ζωή της. Μετά το διαζύγιό της από τον Μίλερ, έχοντας ξεκόψει από συγγενείς και φίλους, η Μέριλιν έμεινε ολομόναχη τρέχοντας απελπισμένα στον γκρεμό. Όλοι δήλωσαν τη θλίψη τους μετά τον θάνατό της, αλλά κανένας δεν ανταποκρίθηκε στη μοναξιά και την απελπισία της το τελευταίο βράδυ της ζωής της. Η μοναξιά, βέβαια, δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ, ούτε καν στις μέρες της μεγάλης δόξας. Η Νόρμα Τζιν, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, βγήκε από το ορφανοτροφείο τον Ιούνιο του 1937, ακολουθώντας το μοτίβο των ξεριζωμένων χρόνων της. Η βιομηχανία των ονείρων τής έκλεψε τον πραγματικό της εαυτό και τον αντικατέστησε με μια τεχνητή θεά, με ξέπνοη φωνή, φιλήδονο κορμί και σαγηνευτικό βάδισμα.
Αν με θέλουν αθώα, μπορώ να είμαι αθώα Δεκαοχτώ μήνες αφότου χώρισαν, ο Μίλερ είχε την αίσθηση ότι το διαζύγιο είχε σπρώξει τη Μέριλιν μια ώρα αρχύτερα στον θάνατο και ότι θα έπρεπε να είχε κάνει κάτι για να τη σώσει. Ο διάσημος συγγραφέας επισήμανε τη βασική αντίφαση στον χαρακτήρα της Μέριλιν, η οποία συμπεριφερόταν σαν αληθινή θεά, σαν να ήταν αθάνατη. Το λικνιστό περπάτημά της, η ψιθυριστή φωνή, ο τρόπος ομιλίας με το κόμπιασμα, το μισάνοιχτο στόμα και το τρεμάμενο πάνω χείλος υπόσχονταν κάθε είδους ιδιωτικές απολαύσεις. «Η Μέριλιν ποτέ δεν πίστεψε ότι κάποια στιγμή θα πέθαινε. Ωθούσε τα όριά της όλο και περισσότερο. Άλλες φορές νόμιζε πως ήταν προορισμένη να πεθάνει ως φόρος τιμής στους θαυμαστές της: Είχε την πεποίθηση πως το πεπρωμένο της ήταν η θυσία». Ευάλωτη και θλιμμένη, κάτω από την ανεμελιά και το σεξαπίλ, η Μέριλιν Μονρόε έκρυβε ένα σαγηνευτικό και δαιμονισμένο χαρακτήρα. Ίσως η αυτοκτονία της - αν υποθέσουμε ότι έτσι πέθανε - ήταν ένα είδος εκδίκησης κατά των ζώντων, μια σιωπηρή μομφή, ένας τρόπος να τιμωρήσει τους φίλους και τους εραστές οι οποίοι την είχαν εγκαταλείψει. Ήθελε να τους κάνει να πάρουν τον πόνο της στα σοβαρά, όπως προφήτευε στα απομνημονεύματά της. «Ήμουν» έλεγε «το είδος του κοριτσιού που θα έβρισκαν νεκρό σε κάποιο κοιτώνα μ’ ένα άδειο μπουκάλι υπνωτικών στα χέρια». Την ίδια στιγμή, όμως, ισχυριζόταν ότι είχε επίγνωση των κινδύνων. «Μπορώ να είμαι ό,τι θέλουν. Αν με θέλουν αθώα, μπορώ να είμαι αθώα… Φυσικά, πρέπει να προσέξουν να μην μπερδευτούν».
topontiki.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Παχυσαρκία και μικρά παιδιά
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οδηγός επιβίωσης σε μια άδεια... Αθήνα!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ