2012-10-12 20:22:02
Σαν σήμερα πριν από 40 χρόνια, 16 επιβάτες επέζησαν ύστερα από αεροπορικό δυστύχημα και παρέμειναν καθηλωμένοι σε συνθήκες πολικού ψύχους στις Άνδεις επί 72 ημέρες, επιδιδόμενοι σε κανιβαλισμό.
Παρόλο που ο κόσμος αργότερα ονόμασε την περιπέτειά τους «Θαύμα των Άνδεων», για τους επιζήσαντες ήταν ένας εφιάλτης.
Η πτήση 571 της Uruguayan Air Force απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο στις 12 Οκτωβρίου του 1972 με προορισμό το Σαντιάγο.
Η ομάδα ράγκμπι της της Ουρουγουάης, η Old Christians Club, θα έπαιζε σε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής και συνοδευόταν από φίλους και γνωστούς.
Ο καιρός επιδεινώθηκε και έτσι ο κυβερνήτης του αεροπλάνου επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής, Μεντόζα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν.
Στις 13 Οκτωβρίου, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν καθόλου βελτιωθεί, αλλά το πενταμελές πλήρωμα ενδίδοντας στις πιέσεις των επιβατών, αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο.
Στη διαδρομή αναμένονταν αναταράξεις για το δικινητήριο αεροσκάφος τύπου Fairchild Hiller FH-227D, αλλά οι 40 επιβάτες του αντιμετώπισαν τις προειδοποιήσεις με χαμόγελα και χωρίς φόβο.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 19 ή 20 ετών και για πολλούς αυτό ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο.
Ωστόσο, πάνω από τη Χιλή το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα, έχασε ύψος 200 μέτρα, προσέκρουσε σε βουνό, έχασε τμήμα της ουράς του και συνετρίβη στο χιόνι. Δώδεκα από τους επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, ενώ τρεις ακόμα υπέκυψαν στα τραύματά τους την πρώτη νύχτα.
Ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου του Σαντιάγο έλαβε το τελευταίο σήμα από την πτήση στις 3:30 μμ.
Στο έδαφος, οι επιζήσαντες άρχισαν σιγά-σιγά να αποδέχονται τη μοίρα τους: βρίσκονταν σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, σε θερμοκρασίες που έφθαναν τους μείον 30 βαθμούς Κελσίου με ελάχιστα τρόφιμα και μοναδικό καταφύγιό για να προστατεύονται από το χιόνι και τους ισχυρούς ανέμους, την κατεστραμμένη άτρακτο του αεροπλάνου.
Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Ύστερα από δέκα μέρες άκουσαν σε ένα ραδιοφωνάκι ότι η επιχείρηση αναζήτησης τυχόν επιζώντων σταμάτησε.
Τότε ήταν που πήραν τη σκληρή απόφαση, η οποία έμελλε να γίνει πρωτοσέλιδο και να συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα: ξεκίνησαν να τρέφονται με τη σάρκα των νεκρών επιβατών και φίλων τους. Ήταν κάτι φρικτό, αλλά η ίδια τους η ζωή βρισκόταν σε κίνδυνο.
«Όταν μάθαμε ότι οι έρευνες σταμάτησαν, ότι δεν υπήρχαμε πλέον για τον κόσμο, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση, και δεν μας είχε απομείνει τίποτα άλλο από τρόφιμα. Έτσι έγινε», θυμάται ένας από τους επιζώντες, ο Κάρλος Παέζ, σε συνέντευξή του πριν από δέκα χρόνια με αφορμή την 30ή επέτειο από το δυστύχημα.
Οι επιζήσαντες υπέμειναν πολλές εβδομάδες με σφοδρές καταιγίδες και πολικό ψύχος. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και πέθαναν. Οι πιο δυνατοί απομακρύνονταν κάθε τόσο προσπαθώντας, μάταια, να καταλάβουν που βρίσκονται. Ήταν καθηλωμένοι σε ένα απομονωμένο σημείο, καλυμμένο με χιόνι, στη μακρύτερη οροσειρά της Γης.
Αργά το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, καθώς η ομάδα των επιζησάντων ετοιμαζόταν για μια ακόμη πολική νύχτα, μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε ό,τι είχε απομείνει από το αεροπλάνο και στοίχισε τη ζωή σε επτά άνδρες και μια γυναίκα.
Ο αριθμός των επιζώντων μειώθηκε στους 19 και το αντικείμενο των συζητήσεών τους ήταν πλέον συχνά η τροφή τους.
«Πεινούσαμε τόσο πολύ», θυμάται ο Παέζ, ο οποίος τότε ήταν 18 ετών. «Καταρτήσαμε μια λίστα με 130 εστιατόρια στο Μοντεβιδέο. Κανονικός μαζοχισμός».
Η παρέα χάραξε έναν σταυρό στο χιόνι με τα απομεινάρια των αποσκευών της ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά.
«Αυτό που μας κρατούσε δυνατούς ήταν η σκέψη της επόμενης μέρας. 'Ισως αύριο!'-- αυτό ήταν που μας κράτησε ζωντανούς για 72 μέρες. 'Ισως αύριο!' --αυτό ήταν το σύνθημά μας», θυμόταν ο Ρομπέρτο Κανέσα το 2002.
Ήταν εκείνος, μαζί με τον Φερνάντο Παράδο, που κατάφεραν να ανέβουν σε ένα βουνό και να ζητήσουν βοήθεια. Μέσα σε δέκα μέρες περπάτησαν 70 χιλιόμετρα στις Άνδεις μέχρι που βρήκαν έναν χιλιανό αγρότη, ο οποίος κάλεσε τα σωστικά συνεργεία που τελικά περισυνέλεξαν τους επιζώντες με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου.
Η υποδοχή που τους επεφύλαξαν στο Μοντεβιδέο ήταν ενθουσιώδης. «Κάποιοι το αποκάλεσαν 'Θαύμα των Άνδεων'. Νομίζω ότι ήταν μάλλον μια μάχη του ανθρώπου για επιβίωση», λέει ο Παέζ.
Δεκαέξι άνθρωποι επέζησαν τελικά του δυστυχήματος.
«Θα επρόκειτο για θαύμα αν και οι 45 είχαμε επιζήσει ύστερα από 70 ημέρες, αλλά δεν συνέβη έτσι», συμπληρώνει ο ίδιος.
Έπειτα από 40 χρόνια, 11 από τους επιζώντες εξακολουθούν να δίνουν διαλέξεις με θέμα τη δοκιμασία τους.
«Πάντα μπορούμε να το επιτύχουμε-- αν διαθέτουμε την απαραίτητη πίστη-- ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες», λέει ο Κανέσα, ένας 59χρονος παιδοκαρδιολόγος.
Το 1974, ο Βρετανός συγγραφέας Πιρς Πολ Ριντ έδωσε την πρώτη, εκτενή περιγραφή του δυστυχήματος στο βιβλίο του «Ζωντανοί: Η Ιστορία όσων επέζησαν στις Άνδεις».
newpost.gr
Παρόλο που ο κόσμος αργότερα ονόμασε την περιπέτειά τους «Θαύμα των Άνδεων», για τους επιζήσαντες ήταν ένας εφιάλτης.
Η πτήση 571 της Uruguayan Air Force απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο στις 12 Οκτωβρίου του 1972 με προορισμό το Σαντιάγο.
Η ομάδα ράγκμπι της της Ουρουγουάης, η Old Christians Club, θα έπαιζε σε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής και συνοδευόταν από φίλους και γνωστούς.
Ο καιρός επιδεινώθηκε και έτσι ο κυβερνήτης του αεροπλάνου επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής, Μεντόζα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν.
Στις 13 Οκτωβρίου, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν καθόλου βελτιωθεί, αλλά το πενταμελές πλήρωμα ενδίδοντας στις πιέσεις των επιβατών, αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο.
Στη διαδρομή αναμένονταν αναταράξεις για το δικινητήριο αεροσκάφος τύπου Fairchild Hiller FH-227D, αλλά οι 40 επιβάτες του αντιμετώπισαν τις προειδοποιήσεις με χαμόγελα και χωρίς φόβο.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 19 ή 20 ετών και για πολλούς αυτό ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο.
Ωστόσο, πάνω από τη Χιλή το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα, έχασε ύψος 200 μέτρα, προσέκρουσε σε βουνό, έχασε τμήμα της ουράς του και συνετρίβη στο χιόνι. Δώδεκα από τους επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, ενώ τρεις ακόμα υπέκυψαν στα τραύματά τους την πρώτη νύχτα.
Ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου του Σαντιάγο έλαβε το τελευταίο σήμα από την πτήση στις 3:30 μμ.
Στο έδαφος, οι επιζήσαντες άρχισαν σιγά-σιγά να αποδέχονται τη μοίρα τους: βρίσκονταν σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, σε θερμοκρασίες που έφθαναν τους μείον 30 βαθμούς Κελσίου με ελάχιστα τρόφιμα και μοναδικό καταφύγιό για να προστατεύονται από το χιόνι και τους ισχυρούς ανέμους, την κατεστραμμένη άτρακτο του αεροπλάνου.
Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Ύστερα από δέκα μέρες άκουσαν σε ένα ραδιοφωνάκι ότι η επιχείρηση αναζήτησης τυχόν επιζώντων σταμάτησε.
Τότε ήταν που πήραν τη σκληρή απόφαση, η οποία έμελλε να γίνει πρωτοσέλιδο και να συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα: ξεκίνησαν να τρέφονται με τη σάρκα των νεκρών επιβατών και φίλων τους. Ήταν κάτι φρικτό, αλλά η ίδια τους η ζωή βρισκόταν σε κίνδυνο.
«Όταν μάθαμε ότι οι έρευνες σταμάτησαν, ότι δεν υπήρχαμε πλέον για τον κόσμο, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση, και δεν μας είχε απομείνει τίποτα άλλο από τρόφιμα. Έτσι έγινε», θυμάται ένας από τους επιζώντες, ο Κάρλος Παέζ, σε συνέντευξή του πριν από δέκα χρόνια με αφορμή την 30ή επέτειο από το δυστύχημα.
Οι επιζήσαντες υπέμειναν πολλές εβδομάδες με σφοδρές καταιγίδες και πολικό ψύχος. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και πέθαναν. Οι πιο δυνατοί απομακρύνονταν κάθε τόσο προσπαθώντας, μάταια, να καταλάβουν που βρίσκονται. Ήταν καθηλωμένοι σε ένα απομονωμένο σημείο, καλυμμένο με χιόνι, στη μακρύτερη οροσειρά της Γης.
Αργά το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, καθώς η ομάδα των επιζησάντων ετοιμαζόταν για μια ακόμη πολική νύχτα, μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε ό,τι είχε απομείνει από το αεροπλάνο και στοίχισε τη ζωή σε επτά άνδρες και μια γυναίκα.
Ο αριθμός των επιζώντων μειώθηκε στους 19 και το αντικείμενο των συζητήσεών τους ήταν πλέον συχνά η τροφή τους.
«Πεινούσαμε τόσο πολύ», θυμάται ο Παέζ, ο οποίος τότε ήταν 18 ετών. «Καταρτήσαμε μια λίστα με 130 εστιατόρια στο Μοντεβιδέο. Κανονικός μαζοχισμός».
Η παρέα χάραξε έναν σταυρό στο χιόνι με τα απομεινάρια των αποσκευών της ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά.
«Αυτό που μας κρατούσε δυνατούς ήταν η σκέψη της επόμενης μέρας. 'Ισως αύριο!'-- αυτό ήταν που μας κράτησε ζωντανούς για 72 μέρες. 'Ισως αύριο!' --αυτό ήταν το σύνθημά μας», θυμόταν ο Ρομπέρτο Κανέσα το 2002.
Ήταν εκείνος, μαζί με τον Φερνάντο Παράδο, που κατάφεραν να ανέβουν σε ένα βουνό και να ζητήσουν βοήθεια. Μέσα σε δέκα μέρες περπάτησαν 70 χιλιόμετρα στις Άνδεις μέχρι που βρήκαν έναν χιλιανό αγρότη, ο οποίος κάλεσε τα σωστικά συνεργεία που τελικά περισυνέλεξαν τους επιζώντες με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου.
Η υποδοχή που τους επεφύλαξαν στο Μοντεβιδέο ήταν ενθουσιώδης. «Κάποιοι το αποκάλεσαν 'Θαύμα των Άνδεων'. Νομίζω ότι ήταν μάλλον μια μάχη του ανθρώπου για επιβίωση», λέει ο Παέζ.
Δεκαέξι άνθρωποι επέζησαν τελικά του δυστυχήματος.
«Θα επρόκειτο για θαύμα αν και οι 45 είχαμε επιζήσει ύστερα από 70 ημέρες, αλλά δεν συνέβη έτσι», συμπληρώνει ο ίδιος.
Έπειτα από 40 χρόνια, 11 από τους επιζώντες εξακολουθούν να δίνουν διαλέξεις με θέμα τη δοκιμασία τους.
«Πάντα μπορούμε να το επιτύχουμε-- αν διαθέτουμε την απαραίτητη πίστη-- ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες», λέει ο Κανέσα, ένας 59χρονος παιδοκαρδιολόγος.
Το 1974, ο Βρετανός συγγραφέας Πιρς Πολ Ριντ έδωσε την πρώτη, εκτενή περιγραφή του δυστυχήματος στο βιβλίο του «Ζωντανοί: Η Ιστορία όσων επέζησαν στις Άνδεις».
newpost.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΚΚΕ: Ο λαός να απομονώσει τη Χρυσή Αυγή
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ