2013-04-12 04:07:03
της Μαρίας Πάλλα
Νυχτώνει.
Οι σκιές έλκουν το βλέμμα μαζί με την αχλή που τις έχει αγκαλιάσει, το... χρωματικό όριο παραμερίστηκε, το σκοτάδι θ’ αντικαταστήσει μιαν ημέρα με αβέβαιο φως. Η κίνηση και η ζωή όπως χθες, όπως προχθές κι όπως πριν από είκοσι χειμώνες. Νύχτα στην πόλη σημαίνει ανθρώπους που δε σχόλασαν ακόμη, άλλους που αρχίζουν τώρα, κουρασμένα και ζωηρά μάτια που οργανώνονται για να δραστηριοποιηθούν ή να ξαποστάσουν, και φώτα που διευκολύνουν, φώτα που αποκρύπτουν. Πίσω από κλειστά παράθυρα και κουρτίνες εραστές αγκομαχούν ακόμη ή κείτονται αποκαμωμένοι, όχι χωρίς μιαν αίσθηση ματαίου. Αυτοκίνητα τρέχουν σε δρόμους που απορροφούν πιέσεις, διαχέουν θορύβους. Δέντρα, κτίρια τυλίχτηκαν με ομίχλη, μαντεύονται περισσότερο παρά ξεχωρίζουν. Ωχροί αναιμικοί όγκοι απολιθωμένοι στην ακινησία, οι αλήθειες στις οποίες θα βασιστείς.
Διακρίνω έναν όμοιο με το σκιαγράφημα της Αντιγόνης που μ’ άφησε κι έφυγε. Και καλά μου έκανε· να μετρώ τα λάθη μου. Σύντομα θα με ξεχάσει.
Αγνοώ πόσο θα κρατήσει.
Φαντάζομαι τη σκοτεινή θωριά της θάλασσας αυτή την ώρα· τα ψάρια θα κατεβαίνουν στους βυθούς περιμένοντας το φως του ξημερώματος. Οι γλάροι έχοντας μαζέψει φτερά θα ηρεμούν σε κάποια ερημική ακτή εδώ κοντά – αν υπάρχουν τέτοιες ακόμη. Πέρα μακριά εκεί, μαύροι ίσκιοι πλεούμενων λικνίζονται, σαν το καράβι που μου πήρε την Αντιγόνη κι επιμένει στον ψίθυρό του εν μέσω συμφωνίας κυμάτων. Στην ώρα της σιωπής, οι σκόνες που έφθασαν ως το νερό αγνοούνται από τους ζωντανούς και τις ιδέες των πεθαμένων. Ακόμα και τα λόγια της Αντιγόνης, προτού μ’ εγκαταλείψει. Πάνω στο αναπότρεπτο τέλος της μέρας η ζωή εμπεριέχει το χρόνο και μόνον αυτόν.
Θα καταγράψω ό,τι μου απέμεινε, τις τελευταίες λέξεις της κι όσα μου συλλάβισε ο ασυνήθιστα χλωμός ουρανός. Θα τα συνδέσω σαν μουσικές φράσεις, μήπως κι ανακαλύψω μιαν ουσία υπαρξιακής δικαίωσης. Αν είναι να συνεχίσω χωρίς εκείνην, θα γράφω χωρίς ανάσα, στριμώχνοντας τις σημασίες της κοινής ζωής μας, να πάρουν μορφή στο χαρτί, να μη διαφύγουν.
Θα χρειασθεί ν’ ανάψω ένα κερί – έτσι ζωντανεύουν μυστηριωδώς τα γραφόμενα.
Περνώ το χέρι μου πάνω από τη φλόγα κι αυτή σαλεύει δεξιά αριστερά παιχνιδιάρικη στη σύνθεση των ακινητοποιημένων γραφών και των σκέψεων που συνδέονται μαζί τους. Για μια στιγμή συντάγματα και συμβάσεις σαν να χαλαρώνουν, ετοιμάζονται να πετάξουν προς όλες τις κατευθύνσεις, όπως τα φύλλα των δέντρων που σαρώνει ο αέρας αυτή την εποχή. Σκόρπισαν τα νοήματα, τα ψαρεύω από γνωστές κι άγνωστες χώρες του νου, τα ξαναβάζω σε τάξη. Πιάνω το πλησιέστερο που αιωρείται. Γνώριμο και οικείο μού είναι: μια σημαδούρα στη θάλασσα με όρους χρωμάτων ημέρας, κάποιο αλιευτικό περνά αφήνοντας ένα ολοένα μετακινούμενο φως πίσω του, όσο να διακρίνω πως η σημαδούρα έχει χρώμα πορτοκαλί· εκείνη;
Αν αντισταθείς στον πειρασμό να ενεργοποιήσεις λαμπτήρα πυρακτώσεως που κατασκευάζει στη στιγμή μια τεχνητή μέρα για σένα –με τις ευκολίες (κατ’ άλλους ψευδαισθήσεις) συν αυτή–, ξαναβρίσκεις αυτό με το οποίο ένα συμπαντικό χέρι μάς ευεργέτησε παρεμβάλλοντας τη νύχτα ανάμεσα σε δυο μέρες, τότε που περισσεύουν ο στοχασμός και το δέος μπροστά στην ησυχία και την απεραντοσύνη του κόσμου, στη γενικότερη αδράνεια ή τη νοητή κίνηση, την αδυναμία της όρασής μας όταν έρχεται αντιμέτωπη με το σκοτάδι και την υποχώρηση των ορατών στα απαρατήρητα και τ’ αθέατα. Τα πλάσματα ησυχάζουν τη νύχτα. Κάθε φάσμα, οπτική απάτη, ήχος μεγεθύνονται, εκπλήσσουν, ακόμα κι αν προέρχονται από εσωτερικευμένες εικόνες και δραστηριότητες της καθημερινότητας. Το αναμμένο κερί επιτείνει τη σύγχυση σείοντας τα σχήματα των φοβερών ίσκιων πάνω στους τοίχους. Δεν είναι κανείς σίγουρος για τίποτε απ’ όσα βλέπει ή ακούει· κι ακόμα, η συνείδησή μου μαζί μ’ αυτά που ημερησίως με βασανίζουν, μπορεί να συρρικνώνονται σ’ έναν κόκκο σκόνης, ή ν’ απειλούν να με πνίξουν.
Η νύχτα είναι κάτι σαν κόμμα ή άνω τελεία που συμπλησιάζουν νοήματα κι αιτιακές σχέσεις. Όσο κι αν τα μελετάμε αυτά τα τελευταία, η παρεμβολή της ανάσας προκαλεί αλλοιώσεις. Τι είδους σιωπή είναι αυτή που την ακούμε διαπορούντες, έρχεται μαζί με την ύφεση των φθόγγων που μας περιβάλλουν, απελευθερώνοντας την υποτιθέμενη ευγονία του μυαλού μας; Τα αντικείμενα μεταβάλλουν όψη, άρα και νόημα, οι εναλλαγές φωτός και σκιάς που παραμορφώνεται ρευστοποιούν τις πραγματικές διαστάσεις μέσα από μηχανισμούς του χώρου του φαντασιακού, αναγκαίους σε αυτό που ονομάζουμε ισορροπία. Τότε η καινούργια εικόνα εισβάλλει στην πραγματικότητα, την ορίζει, την υπερβαίνει, όπως και να ’'χει την υποχρεώνει σε συγκατοίκηση. Ή σε συνύπαρξη με νέους όρους.
Μέσα στη φλόγα μόνη η φιγούρα της Αντιγόνης μέσα στην καταχνιά.
Πετάγομαι έξω, την ακολουθώ, έγινα ένα με όσα έχασαν το περίγραμμά τους, μουσκεύω στην ομίχλη, ο δρόμος χάνεται στο βάθος. Θα περάσω αν χρειαστεί κι από χαράδρες, κοιλάδες, βουνά και πόλεις· ρίχνω φευγαλέες ματιές σε ό,τι συναντώ στο πέρασμά μου προσέχοντας να μη χάσω από τα μάτια μου την οπτασία της.
Με φέρνει στην Ακρόπολη. Ας είναι, θα τη δω από κοντά –ποιαν από τις δύο;– στο φως των προβολέων.
Ανεβαίνω στα Προπύλαια πάνω στα βήματά της, ανάβαση υγρή, σκοτεινή, η νέφωση έχει κατεβεί τόσο χαμηλά, που τύλιξε κι εμένα σαν νοτισμένο ρούχο.
Αίφνης την καταπίνει μια σκιά, δεν τη βλέπω πια. Κανείς δεν είναι γύρω. Μόνον τα ερείπια και η βραδινή αχλή, όλο και πιο αδιαπέραστη από τους προβολείς που φωτίζουν το βράχο. Αυτό που φαίνεται τυλιγμένο σε γκρίζο σύννεφο είναι η ιδέα τους, όπως τη διατύπωναν το πάλαι ποτέ οι της Ακαδημίας. Αν μου δάνειζαν τα μάτια τους σε μια κατάσταση μετεμψύχωσης ύστερα από αιώνες κι αιώνες, για να δουν αυτό που έχει απομείνει, θα με έβλεπα τώρα ως μέρος εκείνου του όλου μέσα στη μεγάλη διάρκεια. Είμαστε άνθρωποι ή ιδέες; Ή μάλλον, λόγω εποχής, αυτοί θα με θεωρούσαν παραφωνία, ναι, παραφωνία, στην αρμονία που αναζήτησε τ’ ανθρώπινα, και τη βίωσαν εκείνα πρώτα.
Προχωρώ με την καρδιά να έχει στήσει τρελό χορό κοιτώντας δεξιά αριστερά.
Φθάνω στον σιωπηλό ναό. Διακρίνω τους κίονες χαμηλά, έπειτα το βλέμμα ανεβαίνει προς το αέτωμα. Αφήνω στην άκρη το σχήμα και τη μορφή που έχω συνηθίσει. Η νεφέλη απλώνεται, ψυχή της θεάς στην οποία είχε αφιερωθεί, ψυχή όλων όσοι εργάσθηκαν αφήνοντας πάνω του ίχνη αόρατων ιδεών και ερώτων, καλλιτέχνες, χειρώνακτες, δούλοι. Μια μελωδία ουρανόθεν χαϊδεύει γύρω το κτίσμα κι εμένα μαζί. Έπειτα η έντασή της χαμηλώνει, μόλις που ακούγεται, σκεπάζεται από ήχους γνωριμότερους. Μέσα στο ίδιο γκρίζο άνθρωποι-σκιές μπαινοβγαίνουν, κουβαλούν πέτρες, ενεργοποιούν μοχλούς και τροχαλίες, άλλοι λαξεύουν μάρμαρα, βάφουν, χρωματίζουν αγάλματα, ξαποσταίνουν. Κι ύστερα, όταν όλα έχουν ολοκληρωθεί, κόρες σε επίσημο τελετουργικό εισέρχονται, πέπλα, στεφάνια, πίσω τους πλήθος ακολουθεί με αναθήματα. Κάπου ανάμεσά τους πρέπει να βρίσκεται η Αντιγόνη.
Δεν ανήκει πια ούτε στους κατασκευαστές του ούτε σ’ εμάς.
Ένιοι χάθηκαν στο δρόμο· αγναντεύουν οι θνητοί την κωμόπολη από πάνω, περπατούν ανάμεσα σε ερείπια, διαλογίζονται πάνω στη ζωή και την εποχή τους. Δεν είναι αλλιώτικα τα ερωτήματά τους, κι εγώ, η συνέχειά τους, αναζητώ την Αντιγόνη σε κάθε γυναικείο πρόσωπο.
Εικόνες και ήχοι ανάμεσα σε θραύσματα. Κατοικία θεϊκή κάποτε, εξαϋλώνεται όπως οι ανθρώπινες μνήμες. Εκεί ψηλά, μέσα σ’ ένα σχεδόν λευκό σύννεφο, το έργο του μόχθου, του πνεύματος που ο Θεός δάνεισε στους ανθρώπους εναγκαλίζεται την ουράνια μουσική που δεν τελειώνει. Αν μπορούσα ν’ ανέβω ψηλότερα, να αισθάνομαι ότι μπορώ ν’ απλώσω το χέρι και να αγγίξω τις γραμμές μέσα στα σύννεφα, να μην τις βλέπω αλλά να είναι εκεί, να τις νιώθω με την αφή, να τις οικειώνομαι, να γίνομαι προέκτασή τους… Ν’ αποξενώνομαι από μένα, να γίνομαι ιδέα κι εγώ.
Περνάω από τα μεταλλικά ικριώματα με τα οποία οι νεωτερικοί πασχίζουν να κρατήσουν όρθιο τον ναό, ανεβαίνω την κρηπίδα, αγωνιώ να δω από στιγμή σε στιγμή την Αντιγόνη. Στέκομαι για λίγο ανάμεσα στις κολόνες, πατάω στα μάρμαρα του δαπέδου.
Δεν μπορεί, θα φανεί. Θα βρούμε μια ζεστή γωνιά να στεγνώσουμε από την υγρασία, μου έλειψες, θα της πω.
Όμως, συμπτώματα γκρίζου χωροχρόνου πλακώσαν, έχουν ζώσει ολούθε το μνημείο, την πόλη, τη χώρα και τα ακόμα πιο μακρινά. Ψάχνοντάς την, ρίχνω ένα γύρο το βλέμμα. Χωρίς καθαρό πεδίο, θολός, μακρινός ο ίδιος ο χρόνος. Οι κολόνες ρίχνουν βαριές τις θηριώδεις σκιές τους στο δάπεδο. Να την, μια σκιά που φαίνεται και χάνεται.
Της φωνάζω, απλώνω τα χέρια. Εγώ στη μια άκρη, εκείνη στην άλλη. Μ’ εξουθένωσαν τα εγκόσμια, τα θεία, δεν αντέχω πια να την κυνηγάω, ο τρόπος μου κατέστρεψε κι εμένα, τώρα εδώ γονατίζω μπροστά της ζητώντας έλεος, μετανιώνω, κι ας είναι αργά. Ίσως έτσι κατορθώσω ν’ αναβλέψω, να στηριχθώ. Αυτόν που έχει φτάσει σε έσχατη ατίμωση δεν τον χλευάζει κανείς.
Αλλά δε μου απαντά, με αγνοεί παραδίνοντάς με στη λύπηση, στην καταδίκη· δεν έχει τίποτε να περιμένει. Περιφέρεται κι αυτή σε σωρούς ερειπίων, σαν αιώνες ξοδεμένοι να την έχουν εξουθενώσει. Ανοίγω το στόμα μου, μα φωνή δε βγαίνει· δε μ’ ακούει. Κινούμαι προς τη μεριά της, να την πλησιάσω· απομακρύνεται.
Νιώθω την απόγνωση παιδιού που δε βρίσκει πουθενά τη μητέρα του. Κοιτάζω προς το μέρος όπου την έχασα από τα μάτια μου, οι προβολείς μόνο σκιές ρίχνουν στον θεόρατο ναό, δε βλέπω πια τίποτα, κι η ομίχλη πυκνώνει. Να φύγω. Τα μάρμαρα εκείνα πιέζουν το στήθος μου.
Αύριο θα με απορροφήσει και πάλι της Αντιγόνης η μορφή. Δε γλιτώνω.
Φωτίζει τις γραφές εις παρηγορίαν. Μόνο η φλόγα, προς το παρόν η φλόγα, μέχρι να φέξει· τρεμάμενη, αβέβαιη, μικρή αλλά δεν έχει χαθεί οριστικά, δε σβήνει, όχι το τίποτα, όχι το μηδέν.
Η Μαρία Πάλλα γεννήθηκε το 1952 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία στο ΑΠΘ και στη Γαλλία, στοUniversité Paris VII (Jussieu) και στην École des Hautes Études en Sciences Sociales (EHESS). Tο 2003 κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου από τις εκδόσεις «Νέα Πορεία» οι Απώλειες, εννέα πεζογραφήματα. Η νουβέλαΠυροτεχνήματα στη νύχτα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πάροδος, 9, περίοδος δεύτερη, Ιούν. 2006. Στην ιστοσελίδα One story (Openbook, Ανοιχτή λογοτεχνία) δημοσιεύτηκε το διήγημα Ο κύριος Χανς (Σεπτέμβριος 2012). Το μυθιστόρημά της Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2010 από τις εκδόσεις «Νησίδες».
diastixo.gr
Νυχτώνει.
Οι σκιές έλκουν το βλέμμα μαζί με την αχλή που τις έχει αγκαλιάσει, το... χρωματικό όριο παραμερίστηκε, το σκοτάδι θ’ αντικαταστήσει μιαν ημέρα με αβέβαιο φως. Η κίνηση και η ζωή όπως χθες, όπως προχθές κι όπως πριν από είκοσι χειμώνες. Νύχτα στην πόλη σημαίνει ανθρώπους που δε σχόλασαν ακόμη, άλλους που αρχίζουν τώρα, κουρασμένα και ζωηρά μάτια που οργανώνονται για να δραστηριοποιηθούν ή να ξαποστάσουν, και φώτα που διευκολύνουν, φώτα που αποκρύπτουν. Πίσω από κλειστά παράθυρα και κουρτίνες εραστές αγκομαχούν ακόμη ή κείτονται αποκαμωμένοι, όχι χωρίς μιαν αίσθηση ματαίου. Αυτοκίνητα τρέχουν σε δρόμους που απορροφούν πιέσεις, διαχέουν θορύβους. Δέντρα, κτίρια τυλίχτηκαν με ομίχλη, μαντεύονται περισσότερο παρά ξεχωρίζουν. Ωχροί αναιμικοί όγκοι απολιθωμένοι στην ακινησία, οι αλήθειες στις οποίες θα βασιστείς.
Διακρίνω έναν όμοιο με το σκιαγράφημα της Αντιγόνης που μ’ άφησε κι έφυγε. Και καλά μου έκανε· να μετρώ τα λάθη μου. Σύντομα θα με ξεχάσει.
Αγνοώ πόσο θα κρατήσει.
Φαντάζομαι τη σκοτεινή θωριά της θάλασσας αυτή την ώρα· τα ψάρια θα κατεβαίνουν στους βυθούς περιμένοντας το φως του ξημερώματος. Οι γλάροι έχοντας μαζέψει φτερά θα ηρεμούν σε κάποια ερημική ακτή εδώ κοντά – αν υπάρχουν τέτοιες ακόμη. Πέρα μακριά εκεί, μαύροι ίσκιοι πλεούμενων λικνίζονται, σαν το καράβι που μου πήρε την Αντιγόνη κι επιμένει στον ψίθυρό του εν μέσω συμφωνίας κυμάτων. Στην ώρα της σιωπής, οι σκόνες που έφθασαν ως το νερό αγνοούνται από τους ζωντανούς και τις ιδέες των πεθαμένων. Ακόμα και τα λόγια της Αντιγόνης, προτού μ’ εγκαταλείψει. Πάνω στο αναπότρεπτο τέλος της μέρας η ζωή εμπεριέχει το χρόνο και μόνον αυτόν.
Θα καταγράψω ό,τι μου απέμεινε, τις τελευταίες λέξεις της κι όσα μου συλλάβισε ο ασυνήθιστα χλωμός ουρανός. Θα τα συνδέσω σαν μουσικές φράσεις, μήπως κι ανακαλύψω μιαν ουσία υπαρξιακής δικαίωσης. Αν είναι να συνεχίσω χωρίς εκείνην, θα γράφω χωρίς ανάσα, στριμώχνοντας τις σημασίες της κοινής ζωής μας, να πάρουν μορφή στο χαρτί, να μη διαφύγουν.
Θα χρειασθεί ν’ ανάψω ένα κερί – έτσι ζωντανεύουν μυστηριωδώς τα γραφόμενα.
Περνώ το χέρι μου πάνω από τη φλόγα κι αυτή σαλεύει δεξιά αριστερά παιχνιδιάρικη στη σύνθεση των ακινητοποιημένων γραφών και των σκέψεων που συνδέονται μαζί τους. Για μια στιγμή συντάγματα και συμβάσεις σαν να χαλαρώνουν, ετοιμάζονται να πετάξουν προς όλες τις κατευθύνσεις, όπως τα φύλλα των δέντρων που σαρώνει ο αέρας αυτή την εποχή. Σκόρπισαν τα νοήματα, τα ψαρεύω από γνωστές κι άγνωστες χώρες του νου, τα ξαναβάζω σε τάξη. Πιάνω το πλησιέστερο που αιωρείται. Γνώριμο και οικείο μού είναι: μια σημαδούρα στη θάλασσα με όρους χρωμάτων ημέρας, κάποιο αλιευτικό περνά αφήνοντας ένα ολοένα μετακινούμενο φως πίσω του, όσο να διακρίνω πως η σημαδούρα έχει χρώμα πορτοκαλί· εκείνη;
Αν αντισταθείς στον πειρασμό να ενεργοποιήσεις λαμπτήρα πυρακτώσεως που κατασκευάζει στη στιγμή μια τεχνητή μέρα για σένα –με τις ευκολίες (κατ’ άλλους ψευδαισθήσεις) συν αυτή–, ξαναβρίσκεις αυτό με το οποίο ένα συμπαντικό χέρι μάς ευεργέτησε παρεμβάλλοντας τη νύχτα ανάμεσα σε δυο μέρες, τότε που περισσεύουν ο στοχασμός και το δέος μπροστά στην ησυχία και την απεραντοσύνη του κόσμου, στη γενικότερη αδράνεια ή τη νοητή κίνηση, την αδυναμία της όρασής μας όταν έρχεται αντιμέτωπη με το σκοτάδι και την υποχώρηση των ορατών στα απαρατήρητα και τ’ αθέατα. Τα πλάσματα ησυχάζουν τη νύχτα. Κάθε φάσμα, οπτική απάτη, ήχος μεγεθύνονται, εκπλήσσουν, ακόμα κι αν προέρχονται από εσωτερικευμένες εικόνες και δραστηριότητες της καθημερινότητας. Το αναμμένο κερί επιτείνει τη σύγχυση σείοντας τα σχήματα των φοβερών ίσκιων πάνω στους τοίχους. Δεν είναι κανείς σίγουρος για τίποτε απ’ όσα βλέπει ή ακούει· κι ακόμα, η συνείδησή μου μαζί μ’ αυτά που ημερησίως με βασανίζουν, μπορεί να συρρικνώνονται σ’ έναν κόκκο σκόνης, ή ν’ απειλούν να με πνίξουν.
Η νύχτα είναι κάτι σαν κόμμα ή άνω τελεία που συμπλησιάζουν νοήματα κι αιτιακές σχέσεις. Όσο κι αν τα μελετάμε αυτά τα τελευταία, η παρεμβολή της ανάσας προκαλεί αλλοιώσεις. Τι είδους σιωπή είναι αυτή που την ακούμε διαπορούντες, έρχεται μαζί με την ύφεση των φθόγγων που μας περιβάλλουν, απελευθερώνοντας την υποτιθέμενη ευγονία του μυαλού μας; Τα αντικείμενα μεταβάλλουν όψη, άρα και νόημα, οι εναλλαγές φωτός και σκιάς που παραμορφώνεται ρευστοποιούν τις πραγματικές διαστάσεις μέσα από μηχανισμούς του χώρου του φαντασιακού, αναγκαίους σε αυτό που ονομάζουμε ισορροπία. Τότε η καινούργια εικόνα εισβάλλει στην πραγματικότητα, την ορίζει, την υπερβαίνει, όπως και να ’'χει την υποχρεώνει σε συγκατοίκηση. Ή σε συνύπαρξη με νέους όρους.
Μέσα στη φλόγα μόνη η φιγούρα της Αντιγόνης μέσα στην καταχνιά.
Πετάγομαι έξω, την ακολουθώ, έγινα ένα με όσα έχασαν το περίγραμμά τους, μουσκεύω στην ομίχλη, ο δρόμος χάνεται στο βάθος. Θα περάσω αν χρειαστεί κι από χαράδρες, κοιλάδες, βουνά και πόλεις· ρίχνω φευγαλέες ματιές σε ό,τι συναντώ στο πέρασμά μου προσέχοντας να μη χάσω από τα μάτια μου την οπτασία της.
Με φέρνει στην Ακρόπολη. Ας είναι, θα τη δω από κοντά –ποιαν από τις δύο;– στο φως των προβολέων.
Ανεβαίνω στα Προπύλαια πάνω στα βήματά της, ανάβαση υγρή, σκοτεινή, η νέφωση έχει κατεβεί τόσο χαμηλά, που τύλιξε κι εμένα σαν νοτισμένο ρούχο.
Αίφνης την καταπίνει μια σκιά, δεν τη βλέπω πια. Κανείς δεν είναι γύρω. Μόνον τα ερείπια και η βραδινή αχλή, όλο και πιο αδιαπέραστη από τους προβολείς που φωτίζουν το βράχο. Αυτό που φαίνεται τυλιγμένο σε γκρίζο σύννεφο είναι η ιδέα τους, όπως τη διατύπωναν το πάλαι ποτέ οι της Ακαδημίας. Αν μου δάνειζαν τα μάτια τους σε μια κατάσταση μετεμψύχωσης ύστερα από αιώνες κι αιώνες, για να δουν αυτό που έχει απομείνει, θα με έβλεπα τώρα ως μέρος εκείνου του όλου μέσα στη μεγάλη διάρκεια. Είμαστε άνθρωποι ή ιδέες; Ή μάλλον, λόγω εποχής, αυτοί θα με θεωρούσαν παραφωνία, ναι, παραφωνία, στην αρμονία που αναζήτησε τ’ ανθρώπινα, και τη βίωσαν εκείνα πρώτα.
Προχωρώ με την καρδιά να έχει στήσει τρελό χορό κοιτώντας δεξιά αριστερά.
Φθάνω στον σιωπηλό ναό. Διακρίνω τους κίονες χαμηλά, έπειτα το βλέμμα ανεβαίνει προς το αέτωμα. Αφήνω στην άκρη το σχήμα και τη μορφή που έχω συνηθίσει. Η νεφέλη απλώνεται, ψυχή της θεάς στην οποία είχε αφιερωθεί, ψυχή όλων όσοι εργάσθηκαν αφήνοντας πάνω του ίχνη αόρατων ιδεών και ερώτων, καλλιτέχνες, χειρώνακτες, δούλοι. Μια μελωδία ουρανόθεν χαϊδεύει γύρω το κτίσμα κι εμένα μαζί. Έπειτα η έντασή της χαμηλώνει, μόλις που ακούγεται, σκεπάζεται από ήχους γνωριμότερους. Μέσα στο ίδιο γκρίζο άνθρωποι-σκιές μπαινοβγαίνουν, κουβαλούν πέτρες, ενεργοποιούν μοχλούς και τροχαλίες, άλλοι λαξεύουν μάρμαρα, βάφουν, χρωματίζουν αγάλματα, ξαποσταίνουν. Κι ύστερα, όταν όλα έχουν ολοκληρωθεί, κόρες σε επίσημο τελετουργικό εισέρχονται, πέπλα, στεφάνια, πίσω τους πλήθος ακολουθεί με αναθήματα. Κάπου ανάμεσά τους πρέπει να βρίσκεται η Αντιγόνη.
Δεν ανήκει πια ούτε στους κατασκευαστές του ούτε σ’ εμάς.
Ένιοι χάθηκαν στο δρόμο· αγναντεύουν οι θνητοί την κωμόπολη από πάνω, περπατούν ανάμεσα σε ερείπια, διαλογίζονται πάνω στη ζωή και την εποχή τους. Δεν είναι αλλιώτικα τα ερωτήματά τους, κι εγώ, η συνέχειά τους, αναζητώ την Αντιγόνη σε κάθε γυναικείο πρόσωπο.
Εικόνες και ήχοι ανάμεσα σε θραύσματα. Κατοικία θεϊκή κάποτε, εξαϋλώνεται όπως οι ανθρώπινες μνήμες. Εκεί ψηλά, μέσα σ’ ένα σχεδόν λευκό σύννεφο, το έργο του μόχθου, του πνεύματος που ο Θεός δάνεισε στους ανθρώπους εναγκαλίζεται την ουράνια μουσική που δεν τελειώνει. Αν μπορούσα ν’ ανέβω ψηλότερα, να αισθάνομαι ότι μπορώ ν’ απλώσω το χέρι και να αγγίξω τις γραμμές μέσα στα σύννεφα, να μην τις βλέπω αλλά να είναι εκεί, να τις νιώθω με την αφή, να τις οικειώνομαι, να γίνομαι προέκτασή τους… Ν’ αποξενώνομαι από μένα, να γίνομαι ιδέα κι εγώ.
Περνάω από τα μεταλλικά ικριώματα με τα οποία οι νεωτερικοί πασχίζουν να κρατήσουν όρθιο τον ναό, ανεβαίνω την κρηπίδα, αγωνιώ να δω από στιγμή σε στιγμή την Αντιγόνη. Στέκομαι για λίγο ανάμεσα στις κολόνες, πατάω στα μάρμαρα του δαπέδου.
Δεν μπορεί, θα φανεί. Θα βρούμε μια ζεστή γωνιά να στεγνώσουμε από την υγρασία, μου έλειψες, θα της πω.
Όμως, συμπτώματα γκρίζου χωροχρόνου πλακώσαν, έχουν ζώσει ολούθε το μνημείο, την πόλη, τη χώρα και τα ακόμα πιο μακρινά. Ψάχνοντάς την, ρίχνω ένα γύρο το βλέμμα. Χωρίς καθαρό πεδίο, θολός, μακρινός ο ίδιος ο χρόνος. Οι κολόνες ρίχνουν βαριές τις θηριώδεις σκιές τους στο δάπεδο. Να την, μια σκιά που φαίνεται και χάνεται.
Της φωνάζω, απλώνω τα χέρια. Εγώ στη μια άκρη, εκείνη στην άλλη. Μ’ εξουθένωσαν τα εγκόσμια, τα θεία, δεν αντέχω πια να την κυνηγάω, ο τρόπος μου κατέστρεψε κι εμένα, τώρα εδώ γονατίζω μπροστά της ζητώντας έλεος, μετανιώνω, κι ας είναι αργά. Ίσως έτσι κατορθώσω ν’ αναβλέψω, να στηριχθώ. Αυτόν που έχει φτάσει σε έσχατη ατίμωση δεν τον χλευάζει κανείς.
Αλλά δε μου απαντά, με αγνοεί παραδίνοντάς με στη λύπηση, στην καταδίκη· δεν έχει τίποτε να περιμένει. Περιφέρεται κι αυτή σε σωρούς ερειπίων, σαν αιώνες ξοδεμένοι να την έχουν εξουθενώσει. Ανοίγω το στόμα μου, μα φωνή δε βγαίνει· δε μ’ ακούει. Κινούμαι προς τη μεριά της, να την πλησιάσω· απομακρύνεται.
Νιώθω την απόγνωση παιδιού που δε βρίσκει πουθενά τη μητέρα του. Κοιτάζω προς το μέρος όπου την έχασα από τα μάτια μου, οι προβολείς μόνο σκιές ρίχνουν στον θεόρατο ναό, δε βλέπω πια τίποτα, κι η ομίχλη πυκνώνει. Να φύγω. Τα μάρμαρα εκείνα πιέζουν το στήθος μου.
Αύριο θα με απορροφήσει και πάλι της Αντιγόνης η μορφή. Δε γλιτώνω.
Φωτίζει τις γραφές εις παρηγορίαν. Μόνο η φλόγα, προς το παρόν η φλόγα, μέχρι να φέξει· τρεμάμενη, αβέβαιη, μικρή αλλά δεν έχει χαθεί οριστικά, δε σβήνει, όχι το τίποτα, όχι το μηδέν.
Η Μαρία Πάλλα γεννήθηκε το 1952 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία στο ΑΠΘ και στη Γαλλία, στοUniversité Paris VII (Jussieu) και στην École des Hautes Études en Sciences Sociales (EHESS). Tο 2003 κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου από τις εκδόσεις «Νέα Πορεία» οι Απώλειες, εννέα πεζογραφήματα. Η νουβέλαΠυροτεχνήματα στη νύχτα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πάροδος, 9, περίοδος δεύτερη, Ιούν. 2006. Στην ιστοσελίδα One story (Openbook, Ανοιχτή λογοτεχνία) δημοσιεύτηκε το διήγημα Ο κύριος Χανς (Σεπτέμβριος 2012). Το μυθιστόρημά της Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2010 από τις εκδόσεις «Νησίδες».
diastixo.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έκλεψαν την καμπάνα από το εξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας στον Αετό
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ