2013-04-17 17:04:07
Γεννημένος πριν από 200 χρόνια, ο πιο αμφιλεγόμενος συνθέτης της Γερμανίας έχει τιμηθεί στα πέρατα του κόσμου έχοντας, ωστόσο, συνδέσει το όνομά του τόσο με τον αντισημιτισμό όσο και με την «προτίμηση» του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ. Ο λόγος, για τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Επιμέλεια: Γρηγόρης Καυκιάς
Ο Στέφαν Μπάκενχολ, 56ετών, είναι ο γλύπτης που ανέλαβε τη δημιουργία ενός χάλκινου γλυπτού του Βάγκνερ. Η προθεσμία είναι μέχρι τις 22 Μαΐου που θα γίνουν και τα αποκαλυπτήρια στη Λειψία, γενέτειρά του συνθέτη, με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα του γερμανικού Der Spiegel, η αποτύπωση θα είναι μάλλον ρεαλιστική και σίγουρα όχι εξωραϊσμένη, με το χαρακτηριστικό του πρόσωπο, το ψηλό μέτωπο τη μεγάλη μύτη και το δυνατό πιγούνι να μη δίνουν και την εικόνα του πιο όμορφου ανθρώπου. Στο ύψος του συνθέτη, μόλις 1,55μ, δεν θα προστεθεί καμία υπερβολή ή ένταση. Εκτός από τη σκιά, που θα ακολουθεί το άγαλμα πάνω στο βάθρο του, ενδεικτική,τόσο του έργου που άφησε πίσω του, σίγουρα μεγαλύτερο του ίδιου του ανδρός, όσο και της ίδιας της προσωπικότητάς του.
Η σκιά του αγάλματος, δεν δηλώνει παρά τον συγκερασμό της μουσικής με το ολοκαύτωμα. Μία από τις ομορφότερες μουσικές που δημιούργησε ποτέ άνθρωπος από τη μία, και, από την άλλη, ένα από τα χειρότερα πράγματα που έχουν γίνει από ανθρώπινο χέρι.
Η παρανοϊκή ιδιοφυία του Βάγκνερ, επηρέασε τον Αδόλφο Χίτλερ, και το Γ’ Ράιχ ακόμα και όταν ο πρώτος ήταν ήδη νεκρός. Ο 12χρονος τότε Χίτλερ, ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την μουσική του συνθέτη, ζωντανά, σε μία παραγωγή του «Lohengrin» στην αυστριακή πόλη Λίντς το 1901. Περιγράφοντας αργότερα ο ίδιος την εμπειρία θα δήλωνε: «Γοητεύτηκα αμέσως».
Η αλήθεια είναι πως είναι αρκετοί αυτοί που μαγεύονται και συνεπαίρνονται ακούγοντας τη μουσική του Βάγκνερ. Η δισέγγονή του ωστόσο, Νίκη Βάγκνερ, θέτει το εξής ερώτημα: «Πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να ακούν τα έργα του με ευχαρίστηση ακόμα και αν γνωρίζουμε πως ήταν αντισημιτικός;». Πίσω από αυτό το ερώτημα, βέβαια, υποβόσκει το αμέσως επόμενο: «Μπορούν οι Γερμανοί να απολαύσουν οποιοδήποτε μέρος της ιστορίας του, ξέγνοιαστα;».
Υπάρχει σίγουρα μια κακή μνήμη, με τα έργα και τις ημέρες των Ναζί να κηλιδώνουν την άλλη Γερμανία, των συνθετών, των ποιητών και των φιλοσόφων που «φώτισαν» τον κόσμο τον 18ο και 19ο αιώνα όπως, οι Καντ, Χέγκελ, Γκαίτε, Σίλερ, Μπετόβεν, Βάγκνερ, και οι Ρομαντικοί.
Εδώ ίσως ανακύπτουν τα ερωτήματα. Πώς μέσα σε λίγα χρόνια ένα τέτοιο έθνος των γραμμάτων και των τεχνών αποκτηνώνεται, εκλέγει τον Χίτλερ και «δημιουργεί» την απόλυτη καταστροφή; Μήπως αυτό το ένδοξο παρελθόν, της φιλοσοφικής αφαίρεσης, της καλλιτεχνικής έξαρσης και της λαχτάρας για συλλογική σωτηρία προλείανε, μέχρι ενός σημείου, το έδαφος για τη ναζιστική έξαρση και την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού; Ή μήπως οι γερμανικές πολιτιστικές ελίτ δεν γονάτισαν και αυτές στα πόδια του Χίτλερ;
Σε κάθε περίπτωση, αυτή ακριβώς την αντίφαση αποπνέει και το έργο του συνθέτη. Το φως της μουσικής ενάντια στο ναζιστικό έρεβος. Αυτή η απροσδιόριστη έλξη που ασκεί η μουσική του Βάγκνερ σε όσους την ακούν, είναι ίσως αυτό που μετουσιώνεται αργότερα σε κάτι, όχι απαραίτητα καλό.
Ο 60χρονος δημοσιογράφος Χοακίμ Κόλερ, στο βιβλίο του «Ο Χίτλερ του Βάγκνερ-Ο Προφήτης και ο Μαθητευόμενός του» που κυκλοφόρησε το 1997 στη Γερμανία, σκιαγραφεί ακριβώς τον Χίτλερ ως δημιούργημα του συνθέτη. Όπως γράφει ο Κόλερ, όταν ο Χίτλερ είδε την όπερα «Ριένζι» για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να γίνει πολιτικός.
Ο Κόλερ, εξαιρετικά ευπροσήγορος για συγγραφέας ενός τόσο επιθετικού βιβλίου, αναφέρει σε ένα ιταλικό εστιατόριο του Αμβούργου, το πώς εμπνεύστηκε τη συγγραφή του. Όπως υποστηρίζει, όταν το 1990, δούλευε για το εβδομαδιαίο περιοδικό Στέρν, θύμωσε διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του Βάγκνερ, καθώς «η ιστορία του ήταν ασβεστωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε ήταν σχεδόν ντροπή και φωτογράφιζε τον Χίτλερ ως τον φιλικό Θείο Γουλφ».
Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Προσέγγισα το θέμα με τον τρόπο ενός ντετέκτιβ, όπως ο Σέρλοκ Χόλμς, για παράδειγμα», συμπληρώνοντας: «Αυτό που μου έλειψε , ωστόσο, ήταν η ιδιοφυία του αιώνα, ‘’ο τελευταίος των Τιτάνων’’». Δείχνοντας πλέον συγκινημένος, σχολιάζει το γεγονός ότι ο Βάγκνερ κατηγορήθηκε εν μέρει για το ολοκαύτωμα λέγοντας: «Σχεδόν κανείς περισσότερο, όσο οι αντισημιτικοί, Χέγκελ, Μάρξ και Σοπενάουερ. Ένας διανοούμενος αντισημιτικός ήταν σχεδόν κοινωνικά αποδεκτός την εποχή εκείνη».
Ένα από τα μισητά δοκίμια του Βάγκνερ, με τίτλο «Ιουδαϊσμός στη Μουσική» έδωσε στο Χίτλερ μια ιδέα για το πόσο μακριά θα μπορούσε να φτάνει ο αντισημιτισμός ενώ σε πολλές όπερες του συνθέτη εμφανίζονταν σατανικές καρικατούρες των «κατώτερων» Εβραίων, δίνοντας έναυσμα στον υπουργό Προπαγάνδας, Ζόζεφ Γκέμπελς να πει: «Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ μας δίδαξε τι είναι οι Εβραίοι».
Είναι δυνατόν σήμερα, παρόλα αυτά, να εντοπίσει κανείς τα αντισημιτικά στοιχεία στο έργο του Βάγκνερ ή με την απουσία του αντίστοιχου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, χάνουν το νόημά τους, επιτρέποντας το διαχωρισμό της μουσικής από τις πεποιθήσεις του συνθέτη; Μάλλον όχι.
Αυτό τουλάχιστον υποστήριζε στην ουσία η ίδια η δισέγγονη του Βάγκνερ, στο λόμπι του ξενοδοχείου Άντλον στο Βερολίνο. Μάταια θα ψάξει κανείς ομοιότητες με τον προπάππου της στα ήπια χαρακτηριστικά του δικού της προσώπου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το όνομα της οικογένειας δεν απασχολεί ακόμη τη Γερμανία.
Για τους Γερμανούς, οι Βάγκνερ είναι ίσως ό,τι οι Ατρείδες στην ελληνική μυθολογία. Ο Ατρέας ξεκίνησε στην ουσία την κατάρα του οίκου του, που ακολούθησε έπειτα όλες τις επόμενες γενιές.
Η Νίκη Βάγκνερ, έζησε στη Βίλα Βάνφρεντ, όπου έχτισε ο προπάππους της στο Μπαϊρόιτ και μεγάλωσε σχεδόν μέσα στο θέατρο Φέστσπιελχαους, όπου έπαιζε ως παιδί και παρακολουθούσε παραστάσεις.
Ένα τείχος τεσσάρων μέτρων υψώνονταν στον κήπο του σπιτιού, το οποίο έχτισε ο πατέρας της ώστε να αποφεύγει την οπτική επαφή με τη μητέρα του, Γουίνιφρεντ, που ζούσε δίπλα και συνέχιζε να δέχεται Ναζί φίλους, μέχρι το θάνατό της τα 1980.
Όπως αναφέρει η Νίκη, ο πατέρας της ποτέ δε μπήκε στο σπίτι της μητέρας του καθώς ο ίδιος την κατηγορούσε ότι τον παρασύρει σε ναζιστικές υποθέσεις. Ο Χίτλερ συμπαθούσε ιδιαίτερα το πατέρα της Νίκη, Γουίλαντ Βάγκνερ, τόσο, που του έκανε δώρο μια Μερσεντές για τα 18α γενέθλιά του. Ενώ προσχώρησε στους Ναζί και πλούτισε πουλώντας αποκλειστικά φωτογραφικά πορτρέτα του Χίτλερ, αργότερα ως διευθυντής του φεστιβάλ, ο Γουίλαντ κατάφερε να αυτοπαρουσιαστεί στους κόλπους της γερμανικής ελίτ ως ο «καλός» Βάγκνερ, στρέφοντας τη προσοχή στην καλλιτεχνική φύση του παππού του.
Αυτό που παρατηρεί κανείς από τα λεγόμενα και της Καταρίνα Βάγκνερ, ξαδέρφης της Νίκη, είναι ότι όλο το οικογενειακό βάρος της ναζιστικής προσχώρησης επιχειρείται να επιρριφθεί στη Γουίνιφρεντ , αποσείοντάς το από την υπόλοιπη οικογένεια Βάγκνερ.
tvxs.gr
Ο Στέφαν Μπάκενχολ, 56ετών, είναι ο γλύπτης που ανέλαβε τη δημιουργία ενός χάλκινου γλυπτού του Βάγκνερ. Η προθεσμία είναι μέχρι τις 22 Μαΐου που θα γίνουν και τα αποκαλυπτήρια στη Λειψία, γενέτειρά του συνθέτη, με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα του γερμανικού Der Spiegel, η αποτύπωση θα είναι μάλλον ρεαλιστική και σίγουρα όχι εξωραϊσμένη, με το χαρακτηριστικό του πρόσωπο, το ψηλό μέτωπο τη μεγάλη μύτη και το δυνατό πιγούνι να μη δίνουν και την εικόνα του πιο όμορφου ανθρώπου. Στο ύψος του συνθέτη, μόλις 1,55μ, δεν θα προστεθεί καμία υπερβολή ή ένταση. Εκτός από τη σκιά, που θα ακολουθεί το άγαλμα πάνω στο βάθρο του, ενδεικτική,τόσο του έργου που άφησε πίσω του, σίγουρα μεγαλύτερο του ίδιου του ανδρός, όσο και της ίδιας της προσωπικότητάς του.
Η σκιά του αγάλματος, δεν δηλώνει παρά τον συγκερασμό της μουσικής με το ολοκαύτωμα. Μία από τις ομορφότερες μουσικές που δημιούργησε ποτέ άνθρωπος από τη μία, και, από την άλλη, ένα από τα χειρότερα πράγματα που έχουν γίνει από ανθρώπινο χέρι.
Η παρανοϊκή ιδιοφυία του Βάγκνερ, επηρέασε τον Αδόλφο Χίτλερ, και το Γ’ Ράιχ ακόμα και όταν ο πρώτος ήταν ήδη νεκρός. Ο 12χρονος τότε Χίτλερ, ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την μουσική του συνθέτη, ζωντανά, σε μία παραγωγή του «Lohengrin» στην αυστριακή πόλη Λίντς το 1901. Περιγράφοντας αργότερα ο ίδιος την εμπειρία θα δήλωνε: «Γοητεύτηκα αμέσως».
Η αλήθεια είναι πως είναι αρκετοί αυτοί που μαγεύονται και συνεπαίρνονται ακούγοντας τη μουσική του Βάγκνερ. Η δισέγγονή του ωστόσο, Νίκη Βάγκνερ, θέτει το εξής ερώτημα: «Πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να ακούν τα έργα του με ευχαρίστηση ακόμα και αν γνωρίζουμε πως ήταν αντισημιτικός;». Πίσω από αυτό το ερώτημα, βέβαια, υποβόσκει το αμέσως επόμενο: «Μπορούν οι Γερμανοί να απολαύσουν οποιοδήποτε μέρος της ιστορίας του, ξέγνοιαστα;».
Υπάρχει σίγουρα μια κακή μνήμη, με τα έργα και τις ημέρες των Ναζί να κηλιδώνουν την άλλη Γερμανία, των συνθετών, των ποιητών και των φιλοσόφων που «φώτισαν» τον κόσμο τον 18ο και 19ο αιώνα όπως, οι Καντ, Χέγκελ, Γκαίτε, Σίλερ, Μπετόβεν, Βάγκνερ, και οι Ρομαντικοί.
Εδώ ίσως ανακύπτουν τα ερωτήματα. Πώς μέσα σε λίγα χρόνια ένα τέτοιο έθνος των γραμμάτων και των τεχνών αποκτηνώνεται, εκλέγει τον Χίτλερ και «δημιουργεί» την απόλυτη καταστροφή; Μήπως αυτό το ένδοξο παρελθόν, της φιλοσοφικής αφαίρεσης, της καλλιτεχνικής έξαρσης και της λαχτάρας για συλλογική σωτηρία προλείανε, μέχρι ενός σημείου, το έδαφος για τη ναζιστική έξαρση και την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού; Ή μήπως οι γερμανικές πολιτιστικές ελίτ δεν γονάτισαν και αυτές στα πόδια του Χίτλερ;
Σε κάθε περίπτωση, αυτή ακριβώς την αντίφαση αποπνέει και το έργο του συνθέτη. Το φως της μουσικής ενάντια στο ναζιστικό έρεβος. Αυτή η απροσδιόριστη έλξη που ασκεί η μουσική του Βάγκνερ σε όσους την ακούν, είναι ίσως αυτό που μετουσιώνεται αργότερα σε κάτι, όχι απαραίτητα καλό.
Ο 60χρονος δημοσιογράφος Χοακίμ Κόλερ, στο βιβλίο του «Ο Χίτλερ του Βάγκνερ-Ο Προφήτης και ο Μαθητευόμενός του» που κυκλοφόρησε το 1997 στη Γερμανία, σκιαγραφεί ακριβώς τον Χίτλερ ως δημιούργημα του συνθέτη. Όπως γράφει ο Κόλερ, όταν ο Χίτλερ είδε την όπερα «Ριένζι» για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να γίνει πολιτικός.
Ο Κόλερ, εξαιρετικά ευπροσήγορος για συγγραφέας ενός τόσο επιθετικού βιβλίου, αναφέρει σε ένα ιταλικό εστιατόριο του Αμβούργου, το πώς εμπνεύστηκε τη συγγραφή του. Όπως υποστηρίζει, όταν το 1990, δούλευε για το εβδομαδιαίο περιοδικό Στέρν, θύμωσε διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του Βάγκνερ, καθώς «η ιστορία του ήταν ασβεστωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε ήταν σχεδόν ντροπή και φωτογράφιζε τον Χίτλερ ως τον φιλικό Θείο Γουλφ».
Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Προσέγγισα το θέμα με τον τρόπο ενός ντετέκτιβ, όπως ο Σέρλοκ Χόλμς, για παράδειγμα», συμπληρώνοντας: «Αυτό που μου έλειψε , ωστόσο, ήταν η ιδιοφυία του αιώνα, ‘’ο τελευταίος των Τιτάνων’’». Δείχνοντας πλέον συγκινημένος, σχολιάζει το γεγονός ότι ο Βάγκνερ κατηγορήθηκε εν μέρει για το ολοκαύτωμα λέγοντας: «Σχεδόν κανείς περισσότερο, όσο οι αντισημιτικοί, Χέγκελ, Μάρξ και Σοπενάουερ. Ένας διανοούμενος αντισημιτικός ήταν σχεδόν κοινωνικά αποδεκτός την εποχή εκείνη».
Ένα από τα μισητά δοκίμια του Βάγκνερ, με τίτλο «Ιουδαϊσμός στη Μουσική» έδωσε στο Χίτλερ μια ιδέα για το πόσο μακριά θα μπορούσε να φτάνει ο αντισημιτισμός ενώ σε πολλές όπερες του συνθέτη εμφανίζονταν σατανικές καρικατούρες των «κατώτερων» Εβραίων, δίνοντας έναυσμα στον υπουργό Προπαγάνδας, Ζόζεφ Γκέμπελς να πει: «Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ μας δίδαξε τι είναι οι Εβραίοι».
Είναι δυνατόν σήμερα, παρόλα αυτά, να εντοπίσει κανείς τα αντισημιτικά στοιχεία στο έργο του Βάγκνερ ή με την απουσία του αντίστοιχου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, χάνουν το νόημά τους, επιτρέποντας το διαχωρισμό της μουσικής από τις πεποιθήσεις του συνθέτη; Μάλλον όχι.
Αυτό τουλάχιστον υποστήριζε στην ουσία η ίδια η δισέγγονη του Βάγκνερ, στο λόμπι του ξενοδοχείου Άντλον στο Βερολίνο. Μάταια θα ψάξει κανείς ομοιότητες με τον προπάππου της στα ήπια χαρακτηριστικά του δικού της προσώπου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το όνομα της οικογένειας δεν απασχολεί ακόμη τη Γερμανία.
Για τους Γερμανούς, οι Βάγκνερ είναι ίσως ό,τι οι Ατρείδες στην ελληνική μυθολογία. Ο Ατρέας ξεκίνησε στην ουσία την κατάρα του οίκου του, που ακολούθησε έπειτα όλες τις επόμενες γενιές.
Η Νίκη Βάγκνερ, έζησε στη Βίλα Βάνφρεντ, όπου έχτισε ο προπάππους της στο Μπαϊρόιτ και μεγάλωσε σχεδόν μέσα στο θέατρο Φέστσπιελχαους, όπου έπαιζε ως παιδί και παρακολουθούσε παραστάσεις.
Ένα τείχος τεσσάρων μέτρων υψώνονταν στον κήπο του σπιτιού, το οποίο έχτισε ο πατέρας της ώστε να αποφεύγει την οπτική επαφή με τη μητέρα του, Γουίνιφρεντ, που ζούσε δίπλα και συνέχιζε να δέχεται Ναζί φίλους, μέχρι το θάνατό της τα 1980.
Όπως αναφέρει η Νίκη, ο πατέρας της ποτέ δε μπήκε στο σπίτι της μητέρας του καθώς ο ίδιος την κατηγορούσε ότι τον παρασύρει σε ναζιστικές υποθέσεις. Ο Χίτλερ συμπαθούσε ιδιαίτερα το πατέρα της Νίκη, Γουίλαντ Βάγκνερ, τόσο, που του έκανε δώρο μια Μερσεντές για τα 18α γενέθλιά του. Ενώ προσχώρησε στους Ναζί και πλούτισε πουλώντας αποκλειστικά φωτογραφικά πορτρέτα του Χίτλερ, αργότερα ως διευθυντής του φεστιβάλ, ο Γουίλαντ κατάφερε να αυτοπαρουσιαστεί στους κόλπους της γερμανικής ελίτ ως ο «καλός» Βάγκνερ, στρέφοντας τη προσοχή στην καλλιτεχνική φύση του παππού του.
Αυτό που παρατηρεί κανείς από τα λεγόμενα και της Καταρίνα Βάγκνερ, ξαδέρφης της Νίκη, είναι ότι όλο το οικογενειακό βάρος της ναζιστικής προσχώρησης επιχειρείται να επιρριφθεί στη Γουίνιφρεντ , αποσείοντάς το από την υπόλοιπη οικογένεια Βάγκνερ.
tvxs.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αγωνία των πολιτών για τα φάρμακά τους
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ