2013-09-17 20:08:04
Η Ρεγκίνα Ματσέγκα κουβέντιαζε τις προάλλες με ένα γείτονα στην παραγκούπολη της Πρετόρια όπου ζουν και ξαφνικά είδε ένα ασυνήθιστο θέαμα: ένα ζευγάρι λευκών Νοτιοαφρικανών με τα δύο τους παιδιά κατευθυνόταν προς το μέρος τους. «Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου», λέει η Ματσέγκα. «Τι κάνουν εδώ οι λευκοί; Αυτοί ζουν σε πλούσιες περιοχές. Ποτέ δεν έρχονται στα μέρη μας». Το ζευγάρι των λευκών προσπέρασε τους σωρούς με τα σκουπίδια, πλησίασε τη μαύρη γυναίκα και συστήθηκε: ονομάζονταν Τζούλιαν και Ίνα Χιούιτ και κατοικούσαν σε ένα περίφρακτο κτήμα της Πρετόρια, κάπου 10 χιλιόμετρα μακριά. Ήθελαν όμως να δουν πώς ζουν οι φτωχοί μαύροι της χώρας. Οι Χιούιτ μετακόμισαν για τον Αύγουστο σε μια καλύβα δέκα τετραγωνικών μέτρων χωρίς νερό και ηλεκτρικό στο πλαίσιο ενός πειράματος προσέγγισης με την πλειοψηφία των μαύρων. «Άλλο είναι να διδάσκεσαι θεωρητικά για τα πράγματα που μας χωρίζουν κι άλλο να τα ζεις ο ίδιος», λέει ο Χιούιτ στους Νιού Γιορκ Τάιμς
. Οι Χιούιτ άφησαν πίσω τους όλα τους τα υπάρχοντα εκτός από τα ελάχιστα που έχουν και οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων. Το μόνο που επιτρεπόταν ήταν μερικές αλλαξιές, δυο κατσαρόλες, μερικές κουβέρτες και δύο λεπτά στρώματα. Καθώς δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, μπορούσαν να κάνουν μόνο χλιαρό μπάνιο με τη βοήθεια κουβάδων. Καθώς δεν υπήρχαν χημικές τουαλέτες, αναγκάζονταν να μοιράζονται ένα αφοδευτήριο με τους γείτονες. Δεν είχαν φυσικά το αυτοκίνητό τους. Τα δύο τους παιδιά, ηλικίας 2 και 4 ετών, χρειάστηκε να αφήσουν πίσω τους τα παιχνίδια τους και να τα βγάλουν πέρα μόνο με ένα βιβλίο. «Όπως πολλοί άνθρωποι στη Νότια Αφρική, ζούμε σε ένα χρυσό κλουβί», λέει η Ίνα Χιούιτ, που είναι μεσίτρια. «Θέλαμε να βγούμε για λίγο από αυτόν τον κόσμο». Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο. Μερικοί κάτοικοι του γκέτο Μαμελόντι επιδοκίμασαν την επιλογή του ζευγαριού. «Είναι καλό να επικοινωνούμε μεταξύ μας», είπε ο μουσικός Βούσι Μασλασέλα, που μένει στο γκέτο. Γρήγορα όμως ανέκυψαν μερικά ενοχλητικά ερωτήματα. Η οικογένεια Χιούιτ ήταν τουρίστες της φτώχειας; Θέλουν να γράψουν κανένα βιβλίο ή να γυρίσουν καμιά ταινία με βάση την εμπειρία τους; Η —ακόμη χειρότερα— μήπως όλο αυτό ήταν μέρος ενός ριάλιτι; Ακόμη κι αν τα κίνητρά τους ήταν αγνά, δεν επιβεβαίωσαν αυτό που οι περισσότεροι υποπτεύονται, ότι δηλαδή η μοίρα των μαύρων έρχεται στο προσκήνιο μόνο όταν τη μοιράζεται ένας λευκός; Το ζευγάρι περιέγραψε την εμπειρία του σε ένα μπλογκ. Και τα σχόλια ήταν πολλές φορές εμπρηστικά. «Ελπίζω η σόμπα να πάρει φωτιά και να καείτε ζωντανοί!», έγραψε κάποιος. Άλλοι ήταν πιο μετριοπαθείς. «Θα περίμενε κανείς ύστερα από είκοσι χρόνια δημοκρατίας να γνωρίζουν οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί πιο σοβαρούς τρόπους για την κοινωνική ένταξη των μαύρων», σημείωσε ένας νεαρός μαύρος επιχειρηματίας, ο Σιμπουσίσο Τσαμπαλάλα. Ο Μπούσι Ντιαμίνι, διευθυντής της οργάνωσης «Dignity International» (Διεθνής Αξιοπρέπεια) μίλησε για «πορνογραφία της φτώχειας». Όπως είπε, «οι Χιούιτ τοποθετήθηκαν στο κέντρο της αφήγησης που ενισχύει τον κεντρικό χαρακτήρα των λευκών στη Νότια Αφρική». «Η εμπειρία αυτή ήταν επιλογή για τους Χιούιτ, ενώ για εκατομμύρια άλλους είναι ανάγκη», επισήμανε ο Οσιάμε Μολέφε, που γράφει ένα βιβλίο για τις φυλετικές σχέσεις στη Νότια Αφρική. Όταν ρωτήθηκε γιατί αποφάσισε να εγκατασταθεί με την οικογένειά του για ένα μήνα σε μια καλύβα αντί να ενισχύσει την κατασκευή ενός σχολείου ή μιας παιδικής χαράς, ο Τζούλιαν Χιούιτ απάντησε: «Είναι πολύ απλό. Το κάναμε για μας. Το κάναμε για να αλλάξουμε εμείς. Μπορείς να αλλάξεις μόνο έναν άνθρωπο κάθε φορά και ξεκινήσαμε από τον εαυτό μας». Οι γονείς τους άκουσαν με φρίκη την ιδέα ότι οι μικρές τους εγγονές θα ζούσαν για λίγο σε ένα γκέτο. Οι Χιούιτ όμως επέμειναν ότι πρέπει τα παιδιά τους να μάθουν από μικρά να διασχίζουν τις φυλετικές και ταξικές διαχωριστικές γραμμές. «Πολλοί λένε ότι είναι ανεύθυνο να φέρεις παιδιά σε αυτές τις συνθήκες», λέει ο Χιούιτ. «Εγώ θα έλεγα όμως ότι είναι ανεύθυνο να μεγαλώνεις παιδιά σε αυτή τη χώρα που δεν έχουν μάθει να διασχίζουν τα σύνορα». Οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας ήταν πολύ δύσκολες. Τον Αύγουστο κάνει πολύ κρύο στη Νότια Αφρική κι έπρεπε να κοιμούνται όλοι μαζί σε ένα στρώμα τυλιγμένοι με ρούχα και κουβέρτες. Ακόμη κι έτσι, ολόκληρη η οικογένεια αρρώστησε την πρώτη εβδομάδα. Δύσκολο ήταν και το μαγείρεμα. «Στο σπίτι χρειάζομαι είκοσι λεπτά για να βράσω μακαρόνια, ενώ στο γκέτο ήθελα μιάμιση ώρα», λέει η Ίνα Χιούιτ. Η μεγαλύτερη έκπληξη όμως ήταν το πόσο ακριβό ήταν να μετακινηθούν. Τα τοπικά συγκοινωνιακά μέσα, τα οποία χρησιμοποιούν οι περισσότεροι φτωχοί, απορρόφησαν τον μισό μηνιαίο προϋπολογισμό τους, που ήταν 300 δολάρια. Τώρα, οι Χιούιτ γύρισαν στο σπίτι τους. Κι όπως λένε, το κοινοτικό πνεύμα της παραγκούπολης θα τους λείψει πολύ.
left.gr
left.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΟΥ ΧΗΜΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Ο Βλαντ της Αραβίας»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ