2013-12-09 09:33:06
*Του Κωνσταντίνου Νάκκα
«Οι άνθρωποι αλλάζουν, και χαμογελούν:
αλλά η αγωνία παραμένει.»
Τ.Σ. Έλιοτ – Τέσσερα Κουαρτέτα Δεν ήταν καλά ο Βαγγέλης σήμερα. Φαινόταν από την καλημέρα που δεν είπε μόλις μπήκε στο γραφείο.
«Γεια σας παιδιά», είπε κοιτώντας το πάτωμα.
Χαιρετισμός ήταν αυτός; Ξέπνοα βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του.
«Καλημέρα λέει ο κόσμος, Βαγγέλη», είπα χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου από τα χαρτιά που είχα να υπογράψω. Το ’χω για γρουσουζιά να μην λέει καλημέρα ο άλλος πρωί-πρωί. Το ξέρουν αυτό τα παιδιά στο γραφείο και το σέβονται. Δεν ξέρω τι τον έπιασε το Βαγγέλη σήμερα και δεν είπε.
«Καλημέρα Βαγγελάκη», είπε η Κάτια χαμογελαστά, κοιτώντας τον στα μάτια σαν ξερολούκουμο.
Τον πειράζαμε τον Βαγγέλη για την Κάτια. Ήταν γνωστό σε όλους ότι τον καλοκοίταζε από την πρώτη μέρα που είχε έρθει στο γραφείο παρά τα 15 χρονάκια που της έριχνε ο Βαγγέλης -που πλησίαζε τα 60 καλοκαίρια- και τα 30 κιλά Χριστουγεννιάτικων κουραμπιέδων και μελομακάρονων που του έριχνε η Κάτια.
«Βαγγελάκη τυχερούλη» του λέγαμε κάθε φορά που ήμαστε μόνοι οι άνδρες. «Χράτσα-χρούτσα, χράτσα-χρούτσα… με την μασελίτσα σου… όλο και κάτι θα καταφέρεις να “φας” στην ηλικία σου… πoρνόγeρε» συμπληρώναμε και γελούσαμε μέχρι δακρύων βλέποντάς τον να τρίβει χαμηλά την ανύπαρκτη κοιλιά του, κλείνοντάς μας το μάτι πονηρά, όλο νόημα.
«Πρόσεχε όμως μη κουραστείς να ‘τρως’ γιατί ούτε τα χρόνια της αλλά ούτε και τα κιλά της αντέχεις» του έλεγε περιπαικτικά ο Νίκος συνοδεύοντας πάντα τα λόγια του με την απαραίτητη θεατρικότητα.
Φούντωνε τότε ο Βαγγέλης με την προσβολή για τις αντοχές του και άρχιζε τα γαλλικά του κατεβάζοντας κάθε φορά και τον εορτάζοντα άγιο του Ιουλιανού ημερολογίου
.
Η σημερινή, όμως, μέρα, δεν θύμιζε σε τίποτα τις γεμάτες γέλιο μέρες που περνούσαμε. Τις καλές εποχές.
«Πού την είδες, ρε Κώστα, την καλή μέρα και θες να στη λέω κιόλας; Πού την είδες;», μουρμούρισε εμφανώς στεναχωρημένος.
«Έλα ρε Βαγγέλη, με τις μαύρες σου πάλι», αντιγύρισα ενοχλημένος.
Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά είναι δύστροπος, γκρινιάρης και κακοδιάθετος. Δεν τον ξέραμε έτσι τον Βαγγέλη και είχε αρχίσει να μας κουράζει.
«Λίγο κρύο έβαλε, λίγους αέρηδες και λίγη παραπάνω από το κανονικό βροχή έριξε», συμπλήρωσα. «Σιγά το θέμα δηλαδή για να γκρινιάζεις. Τον καιρό του κάνει» είπα και με μιας θυμήθηκα τη γιαγιά μου που το έλεγε και αυτές τις μέρες καβατζάρει τα 100 χρονάκια.
Ναι κυρίες και κύριοι, ο επίτιμος –ο Highlander– είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «και εμείς οι μεγάλοι δεν λέμε να πεθάνουμε». Τρανταχτό παράδειγμα, εκτός φυσικά από την μεγαλειότητά του, η καλή μου η γιαγιά. Ναι, κυρίες και κύριοι της κυβέρνησης, η γιαγιά ζει και βασιλεύει και προσαρμόζεται στις περικοπές του Ε(ΝΤΡ)ΟΠΠΥ. Έχει φάρμακα, παίρνει. Δεν έχει φάρμακα, δεν παίρνει, δεν τα χρειάζεται. Λειτουργεί το νοσοκομείο, αρρωσταίνει. Δεν λειτουργεί, δεν αρρωσταίνει. Τι να λέμε τώρα; Εξελιγμένο είδος η γιαγιά. Α ρε, Δαρβίνε! «Μοντελάκι» θα την είχες για να μελετάς την εξέλιξη των ειδών σου.
«Καλά, με ακούς που σου μιλάω τόση ώρα ή χάζεψες εντελείως;» άκουσα τον Βαγγέλη να μου φωνάζει μεσ’ στα αυτί σαν να ήμουν κουφός.
Αυτό το «εντελείως» το είχε κολλήσει και αυτός από τον Γιωργάκη μου που, χωρίς φυσικά να το θέλει, είχε συμπτύξει το «εντελώς» και το «τελείως» σε μία λέξη. Και όλοι εμείς, για πλάκα στην αρχή, από συνήθεια στη συνέχεια, το έχουμε υιοθετήσει στο καθημερινό μας λεξιλόγιό.
«Συγνώμη ρε φίλε. Κάτι θυμήθηκα και αφαιρέθηκα» του είπα, προσπαθώντας να δικαιολογηθώ. Δεν ήθελα να του πω τι σκέφτηκα, γιατί θα άρχιζε την πάρλα του και άλλη όρεξη δεν είχα τώρα να με χασομεράει ο Βαγγέλης με τις αμπελοφιλοσοφίες του.
«Έλεγα», είπε επιμένοντας να ανοίξει κουβέντα «ότι δεν μου φταίει ο καιρός. Αν και… πολλοί θα κρυώνουν σήμερα. Πολλοί θα κρυώνουν και πάλι» συμπλήρωσε κοιτώντας τον βαρύ σαν μολύβι γκρίζο ουρανό από το παράθυρο του γραφείου. Πρόσεξα το πρόσωπό του να συννεφιάζει στη σκέψη των συμπολιτών του που κρύωναν. Είναι ευαίσθητος ο Βαγγέλης. Είναι γνωστό αυτό σε όλους. Με μια κουβέντα, «ψυχούλα ο Βαγγελάκης».
«Άλλο είναι το θέμα μου» είπε, ανακτώντας την επαφή με το περιβάλλον καθώς στρογγυλοκαθόταν στην καρέκλα δίπλα στο γραφείο μου.
Είχα μπλέξει για τα καλά. Θα καθόταν εκεί με τις ώρες και θα μου ζάλιζε τον eρωτα με τις γνωστές του αναλύσεις περί των πανεπιστημιακών που κοτσάρουν το όνομά τους σε κάθε δημοσίευση που βρίσκουν και γίνονται καθηγητές με το μόχθο των άλλων. Πώς όλα τα γεροχούφταλα έχουν δώσει τις έδρες τους στους γιούς και τις κόρες τους. Πώς ο άλλος ο άσχετος πήρε πτυχίο στην Ιταλία χωρίς να φοιτά και με δύο δημοσιεύσεις έγινε καθηγητής και τώρα υπουργός-«τύραννος», που «μaμάeι και δέρνει» κατά την προσφιλή έκφραση του Βαγγέλη. Πως κάπως έτσι τα κάνουν πλακάκια μεταξύ τους και βάζουν χέρι στα λεφτά της έρευνας και δεν θέλουν να «απλώσει η πίτα» και πάει λέγοντας.
Τον ξέραμε όλοι πια τον Βαγγέλη και κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τα λεγόμενά του αλλά ούτε τον απόπαιρνε κιόλας. Ίσως γιατί κατά βάθος όλοι πιστεύαμε ότι κάποιο δίκιο έχει χωρίς όμως να έχουμε την διάθεση να το παραδεχτούμε αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αναζητήσουμε την αλήθεια ή ακόμη χειρότερα να συνεχίσουμε την κουβέντα μαζί του.
«Καφέ θα πιούμε» τον ρώτησα «ή θα τα λέμε ξεροσφύρι;»
Παραγγείλαμε τα καφεδάκια μας, δύο ελληνικούς, βαρύ γλυκό για μένα, σκέτο ελαφρύ για τον Βαγγέλη. Μας αρέσει ο ελληνικός. Μερακλίδικος καφές. Και ο φίλος, ο Άγγελος, τον φτιάχνει τέλεια. Στην χόβολη να σιγοψήνεται και μετά σε χοντρό φλιτζάνι να διατηρείται ζεστός για πιο πολύ ώρα. Άρχοντας ο Άγγελος, μαγικός ο καφές του.
Μέχρι να κάνουμε από ένα τσιγάρο ήρθαν και τα καφεδάκια μας.
«Στην υγεία σου Βαγγέλη» του είπα πριν την πρώτη ρουφηξιά. «Να σαι καλά ρε Κώστα» είπε. «Όλος ο κόσμος να είναι καλά» συνέχισε. Το έλεγε και το εννοούσε. Γέμιζε το στόμα του. Είπαμε, «ψυχούλα ο Βαγγελάκης».
«Θα μου πεις τώρα τι σε απασχολεί και είσαι έτσι πρωί-πρωί;» του είπα. «Τι έγινε. Ήρθε πάλι στο σπίτι η πρώην σου και τσακωθήκατε;»
«Όχι ρε. Ποια πρώην μου και πράσινα άλογα. Ποιος την …, άσε με τώρα μην αρχίσω. Εδώ υπάρχουν πιο σοβαρά πράγματα να στεναχωρηθούμε», είπε ενοχλημένος, όχι τόσο επειδή το ανάφερα αλλά περισσότερο επειδή την θυμήθηκε. Την είχε άχτι από όταν, χρόνια μετά το διαζύγιο, είχε μάθει ότι του τα «φόραγε» με τον Μπάμπη πριν της ζητήσει να χωρίσουν.
«Συγνώμη φίλε. Δεν ήθελα να σε φουντώσω» δικαιολογήθηκα και έδειξε ότι κατάλαβε αφού κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά. Ήξερε ότι μου άρεσε να τον πειράζω αλλά ήξερε επίσης ότι δεν μου αρέσει να παίζω με τα συναισθήματα των άλλων.
«Με πήραν τηλέφωνο από την Λάρισα», μου ανακοίνωσε.
Ανησύχησα στο άκουσα της είδησης για το τηλεφώνημα. Και ποιος δεν έχει ανησυχήσει στο άκουσμα για ένα τηλεφώνημα που δεν το περιμένει. Δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη και ο Βαγγέλης συνέχισε.
«Με πήρε ο συμφοιτητής μου από το νοσοκομείο και μου είπε ότι το νοσοκομείο κλείνει. Δεν μπορώ να το πιστέψω!»
«Πες το ρε Βαγγέλη και με τρόμαξες» είπα ανακουφισμένος. «Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στο κακό. Καταλαβαίνεις... Δεν είναι δα και μικροί οι δικοί μας πια» συμπλήρωσα και κούνησα εγώ το κεφάλι μου τώρα όλο νόημα.
«Κώστα. Τι θα κάνω τώρα που κλείνει το νοσοκομείο; Πώς θα τα βγάλω πέρα;»
«Τι λες Βαγγέλη;» είπα όλο απορία. Πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι τον έκοφτε. «Έχεις δίκιο» είπα «ότι δεν είναι ωραίο να κλείνει ένα νοσοκομείο, να χάνουν τη δουλειά τους τόσοι άνθρωποι, να αναστατώνονται τόσοι ασθενείς, αλλά τι μπορεί να γίνει; Τι μπορείς να κάνεις εσύ; Άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις Βαγγέλη. Όχι εσύ. Εσένα και μένα δεν μας ρωτάνε βλέπεις. Μόνο μας επιβάλλουν τη “λύση”» είπα και τώρα ήταν η σειρά μου να φουντώσω για την τόση δημοκρατία που ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.
«Τι λες; Ούτε να σκεφτείς δεν μπορείς μου φαίνεται», είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του φανερά εκνευρισμένος. «Έμενα; Εμένα τι με κόφτει που κλείνει το νοσοκομείο; Ή μήπως νόμισες ότι με ένοιαξε ο εαυτούλης μου;»
Ειδικά για το τελευταίο είχε δίκιο ο Βαγγέλης. Πρώτα νοιαζόταν για τον άλλο, πρώτα νοιαζόταν να ναι καλά ο δίπλα του και μετά για την πάρτη του, μετά για τον εαυτό του. Αχ και να ήμαστε όλοι έτσι! Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα. Πόσο διαφορετικά, μα την αλήθεια!
«Τι να σου πω, ρε Κώστα», συνέχισε διακόπτοντας για μια ακόμη φορά τις σκέψεις μου. «Τι να σου πω;» επανέλαβε.
«Βόηθα ρε αδερφέ λίγο και συ» του είπα. «Όλο κάτι πας να πεις και όλο τίποτα δεν λες», συμπλήρωσα. «Τα νύχια μου να μυρίσω για να καταλάβω ή να ρίξω το φλιτζάνι;»
Τον είδα να καρφώνει το βλέμμα του στα μάτια μου. Με κοιτούσε έντονα, διαπεραστικά. Κάτι είχε το βλέμμα του. Κάτι είχαν τα μάτια του. Πίσω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του διέκρινα δάκρυα. Με δυσκολία τα διέκρινες αλλά ήταν εκεί. Τα συγκρατούσε με κόπο καθώς γέμιζαν τα μάτια του αλλά ούτε μια σταγόνα δεν γλιστρούσε στο πρόσωπό του.
«Ώπα Βαγγέλη. Ώπα», είπα. «Με το μαλακό. Θα μας πάθεις τίποτα και τι θα σε κάνουμε. Όχι τίποτα άλλο, ποιος ακούει το Κατερινάκι που θα φωνάζει σαν παλαβή τι σου έκανα. Άσε που θα θελήσει να σου δώσει και το φιλί της ζωής» συμπλήρωσα χαμογελώντας πονηρά. Προσπαθούσα, με ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό να τον συνεφέρω λίγο, να τον επαναφέρω, να το κάνω να ξεχαστεί. Δεν είχε περάσει καιρό από τότε που οι γιατροί του είχαν πει ότι έχει «ευαίσθητη καρδιά».
Αυτός όμως δεν γέλασε. Απλά συνέχισε να με κοιτάζει μες στα μάτια σαν να έψαχνε …δεν ξέρω και εγώ τι. Σαν να προσπαθούσε να δει κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Σαν να ήθελε από κάπου να πιαστεί. Με δυσκολία βγήκαν τα λόγια από μέσα του. Με τρεμάμενη φωνή τον άκουσα να λέει «και η καημένη η μανούλα μου πού θα πάει τώρα αν πάθει πάλι κάτι; Πού θα πάει αν κλείσει το νοσοκομείο, Κώστα; Πού;»
Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να πω να του συμπαρασταθώ. Αν το προσπαθούσα λίγο κάτι θα σκεφτόμουν, το ξέρω, κάποια βλακεία θα ξεφούρνιζα. Δεν θέλησα όμως. Προτίμησα να μην πω κάτι. Είναι φορές που είναι προτιμότερο να σιωπά κανείς μπροστά στο άπειρο. Και αυτό που άκουσα από το στόμα του φίλου μου –ή μήπως από την καρδιά του– ακουμπούσε το άπειρο. Τι θα γίνει η καημένη η μάνα ήταν η αγωνία και η έγνοια του Βαγγέλη. Είπαμε και το συμφωνήσαμε: Ψυχούλα ο Βαγγελάκης. «Τι θα γίνει η μάνα;» λοιπόν.
Σκέφτηκα αμέσως τη μάνα μου. Τη θέση της μάνας τού Βαγγέλη είχε πάρει τώρα η δική μου μάνα. Τα λόγια του Βαγγέλη ήταν τώρα δικά μου λόγια. Λόγια μαχαιριά στην καρδιά. «Τι θα γίνει τώρα η καημένη η μάνα μου;» σκέφτηκα και ήταν η σειρά των ματιών μου να γεμίσουν δάκρυα.
Παράξενο είδος ο άνθρωπος, μα την αλήθεια. Να μην μπορεί να συμπονέσει τον συνάνθρωπό του αν δεν μπει στην θέση του, αν δεν νιώσει και όχι απλά να ακούσει τον πόνο του. Να οφείλεται άραγε αυτό στην φυσική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους ή να είναι κοινωνικό δημιούργημα με το πέρασμα των χρόνων;
«Τι θα γίνει η καημένη η μανούλα μου» ήταν η κουβέντα που κυριαρχούσε στη σκέψη μου. Την είχε πει ο Βαγγέλης για τη μάνα του, για την δική μου μάνα, για τις μανάδες όλων μας.
Χωρίς να το θέλω θυμήθηκα πάλι τον Λάκη και τα λόγια που μου είχε πει πριν χρόνια, οδηγώντας το πρώτο του αυτοκίνητο –ένα άσπρο Datsun σεντάν– κάπου στην Λεωφόρο Ηρακλείου. «Κοίτα Κωστάκη», είχε πει με τρεμουλιαστή φωνή, «αν μου έλεγαν τώρα ποιον από όσους έχεις χάσεις θα ήθελες να δεις έστω και για λίγο, δεν θα έλεγα τα αδέρφια μου αλλά τη Μάνα μου. Την καημένη τη Μάνα μου». Ήμουν νέος τότε και ενώ καταλάβαινα τι έλεγε αλλά και πώς το εννοούσε, σήμερα μόνο συνειδητοποίησα την αληθινή διάσταση των λόγων του.
Αυτή η συνειδητοποίηση ήταν που με επανέφερε.. στον Βαγγέλη.
«Μην ανησυχείς Βαγγέλη» είπα με πλήρη αυτοκυριαρχία, χωρίς να καταβάλω καμία προσπάθεια να σκουπίσω τα πρώτα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό μου.
«Μην ανησυχείς. Εδώ είμαστε εμείς. Θα την φέρεις τη μάνα σου στην Αθήνα που πάντα θα έχει την φροντίδα που της αρμόζει και εμείς θα σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε εδώ.»
Νομίζω ότι με αγκάλιασε μετά την κουβέντα μου αυτή. Πρέπει να με αγκάλιασε, όμως όρκο δεν παίρνω. Δεν θυμάμαι να σου πω. Το μυαλό μου ταξίδευε ήδη σε μονοπάτια σκοτεινά, όλο πόνο και θλίψη. Και καθώς τα διάβαινα, μια σκέψη τα έκανε ακόμη πιο σκοτεινά: «Πόσες μανάδες άραγε θα μπορέσουν τα παιδιά τους να τις φέρουν στην Αθήνα για να έχουν την φροντίδα που τους αρμόζει; Πόσες;»
constantinosnakkas.blogspot.gr
«Οι άνθρωποι αλλάζουν, και χαμογελούν:
αλλά η αγωνία παραμένει.»
Τ.Σ. Έλιοτ – Τέσσερα Κουαρτέτα Δεν ήταν καλά ο Βαγγέλης σήμερα. Φαινόταν από την καλημέρα που δεν είπε μόλις μπήκε στο γραφείο.
«Γεια σας παιδιά», είπε κοιτώντας το πάτωμα.
Χαιρετισμός ήταν αυτός; Ξέπνοα βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του.
«Καλημέρα λέει ο κόσμος, Βαγγέλη», είπα χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου από τα χαρτιά που είχα να υπογράψω. Το ’χω για γρουσουζιά να μην λέει καλημέρα ο άλλος πρωί-πρωί. Το ξέρουν αυτό τα παιδιά στο γραφείο και το σέβονται. Δεν ξέρω τι τον έπιασε το Βαγγέλη σήμερα και δεν είπε.
«Καλημέρα Βαγγελάκη», είπε η Κάτια χαμογελαστά, κοιτώντας τον στα μάτια σαν ξερολούκουμο.
Τον πειράζαμε τον Βαγγέλη για την Κάτια. Ήταν γνωστό σε όλους ότι τον καλοκοίταζε από την πρώτη μέρα που είχε έρθει στο γραφείο παρά τα 15 χρονάκια που της έριχνε ο Βαγγέλης -που πλησίαζε τα 60 καλοκαίρια- και τα 30 κιλά Χριστουγεννιάτικων κουραμπιέδων και μελομακάρονων που του έριχνε η Κάτια.
«Βαγγελάκη τυχερούλη» του λέγαμε κάθε φορά που ήμαστε μόνοι οι άνδρες. «Χράτσα-χρούτσα, χράτσα-χρούτσα… με την μασελίτσα σου… όλο και κάτι θα καταφέρεις να “φας” στην ηλικία σου… πoρνόγeρε» συμπληρώναμε και γελούσαμε μέχρι δακρύων βλέποντάς τον να τρίβει χαμηλά την ανύπαρκτη κοιλιά του, κλείνοντάς μας το μάτι πονηρά, όλο νόημα.
«Πρόσεχε όμως μη κουραστείς να ‘τρως’ γιατί ούτε τα χρόνια της αλλά ούτε και τα κιλά της αντέχεις» του έλεγε περιπαικτικά ο Νίκος συνοδεύοντας πάντα τα λόγια του με την απαραίτητη θεατρικότητα.
Φούντωνε τότε ο Βαγγέλης με την προσβολή για τις αντοχές του και άρχιζε τα γαλλικά του κατεβάζοντας κάθε φορά και τον εορτάζοντα άγιο του Ιουλιανού ημερολογίου
.
Η σημερινή, όμως, μέρα, δεν θύμιζε σε τίποτα τις γεμάτες γέλιο μέρες που περνούσαμε. Τις καλές εποχές.
«Πού την είδες, ρε Κώστα, την καλή μέρα και θες να στη λέω κιόλας; Πού την είδες;», μουρμούρισε εμφανώς στεναχωρημένος.
«Έλα ρε Βαγγέλη, με τις μαύρες σου πάλι», αντιγύρισα ενοχλημένος.
Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά είναι δύστροπος, γκρινιάρης και κακοδιάθετος. Δεν τον ξέραμε έτσι τον Βαγγέλη και είχε αρχίσει να μας κουράζει.
«Λίγο κρύο έβαλε, λίγους αέρηδες και λίγη παραπάνω από το κανονικό βροχή έριξε», συμπλήρωσα. «Σιγά το θέμα δηλαδή για να γκρινιάζεις. Τον καιρό του κάνει» είπα και με μιας θυμήθηκα τη γιαγιά μου που το έλεγε και αυτές τις μέρες καβατζάρει τα 100 χρονάκια.
Ναι κυρίες και κύριοι, ο επίτιμος –ο Highlander– είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «και εμείς οι μεγάλοι δεν λέμε να πεθάνουμε». Τρανταχτό παράδειγμα, εκτός φυσικά από την μεγαλειότητά του, η καλή μου η γιαγιά. Ναι, κυρίες και κύριοι της κυβέρνησης, η γιαγιά ζει και βασιλεύει και προσαρμόζεται στις περικοπές του Ε(ΝΤΡ)ΟΠΠΥ. Έχει φάρμακα, παίρνει. Δεν έχει φάρμακα, δεν παίρνει, δεν τα χρειάζεται. Λειτουργεί το νοσοκομείο, αρρωσταίνει. Δεν λειτουργεί, δεν αρρωσταίνει. Τι να λέμε τώρα; Εξελιγμένο είδος η γιαγιά. Α ρε, Δαρβίνε! «Μοντελάκι» θα την είχες για να μελετάς την εξέλιξη των ειδών σου.
«Καλά, με ακούς που σου μιλάω τόση ώρα ή χάζεψες εντελείως;» άκουσα τον Βαγγέλη να μου φωνάζει μεσ’ στα αυτί σαν να ήμουν κουφός.
Αυτό το «εντελείως» το είχε κολλήσει και αυτός από τον Γιωργάκη μου που, χωρίς φυσικά να το θέλει, είχε συμπτύξει το «εντελώς» και το «τελείως» σε μία λέξη. Και όλοι εμείς, για πλάκα στην αρχή, από συνήθεια στη συνέχεια, το έχουμε υιοθετήσει στο καθημερινό μας λεξιλόγιό.
«Συγνώμη ρε φίλε. Κάτι θυμήθηκα και αφαιρέθηκα» του είπα, προσπαθώντας να δικαιολογηθώ. Δεν ήθελα να του πω τι σκέφτηκα, γιατί θα άρχιζε την πάρλα του και άλλη όρεξη δεν είχα τώρα να με χασομεράει ο Βαγγέλης με τις αμπελοφιλοσοφίες του.
«Έλεγα», είπε επιμένοντας να ανοίξει κουβέντα «ότι δεν μου φταίει ο καιρός. Αν και… πολλοί θα κρυώνουν σήμερα. Πολλοί θα κρυώνουν και πάλι» συμπλήρωσε κοιτώντας τον βαρύ σαν μολύβι γκρίζο ουρανό από το παράθυρο του γραφείου. Πρόσεξα το πρόσωπό του να συννεφιάζει στη σκέψη των συμπολιτών του που κρύωναν. Είναι ευαίσθητος ο Βαγγέλης. Είναι γνωστό αυτό σε όλους. Με μια κουβέντα, «ψυχούλα ο Βαγγελάκης».
«Άλλο είναι το θέμα μου» είπε, ανακτώντας την επαφή με το περιβάλλον καθώς στρογγυλοκαθόταν στην καρέκλα δίπλα στο γραφείο μου.
Είχα μπλέξει για τα καλά. Θα καθόταν εκεί με τις ώρες και θα μου ζάλιζε τον eρωτα με τις γνωστές του αναλύσεις περί των πανεπιστημιακών που κοτσάρουν το όνομά τους σε κάθε δημοσίευση που βρίσκουν και γίνονται καθηγητές με το μόχθο των άλλων. Πώς όλα τα γεροχούφταλα έχουν δώσει τις έδρες τους στους γιούς και τις κόρες τους. Πώς ο άλλος ο άσχετος πήρε πτυχίο στην Ιταλία χωρίς να φοιτά και με δύο δημοσιεύσεις έγινε καθηγητής και τώρα υπουργός-«τύραννος», που «μaμάeι και δέρνει» κατά την προσφιλή έκφραση του Βαγγέλη. Πως κάπως έτσι τα κάνουν πλακάκια μεταξύ τους και βάζουν χέρι στα λεφτά της έρευνας και δεν θέλουν να «απλώσει η πίτα» και πάει λέγοντας.
Τον ξέραμε όλοι πια τον Βαγγέλη και κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τα λεγόμενά του αλλά ούτε τον απόπαιρνε κιόλας. Ίσως γιατί κατά βάθος όλοι πιστεύαμε ότι κάποιο δίκιο έχει χωρίς όμως να έχουμε την διάθεση να το παραδεχτούμε αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αναζητήσουμε την αλήθεια ή ακόμη χειρότερα να συνεχίσουμε την κουβέντα μαζί του.
«Καφέ θα πιούμε» τον ρώτησα «ή θα τα λέμε ξεροσφύρι;»
Παραγγείλαμε τα καφεδάκια μας, δύο ελληνικούς, βαρύ γλυκό για μένα, σκέτο ελαφρύ για τον Βαγγέλη. Μας αρέσει ο ελληνικός. Μερακλίδικος καφές. Και ο φίλος, ο Άγγελος, τον φτιάχνει τέλεια. Στην χόβολη να σιγοψήνεται και μετά σε χοντρό φλιτζάνι να διατηρείται ζεστός για πιο πολύ ώρα. Άρχοντας ο Άγγελος, μαγικός ο καφές του.
Μέχρι να κάνουμε από ένα τσιγάρο ήρθαν και τα καφεδάκια μας.
«Στην υγεία σου Βαγγέλη» του είπα πριν την πρώτη ρουφηξιά. «Να σαι καλά ρε Κώστα» είπε. «Όλος ο κόσμος να είναι καλά» συνέχισε. Το έλεγε και το εννοούσε. Γέμιζε το στόμα του. Είπαμε, «ψυχούλα ο Βαγγελάκης».
«Θα μου πεις τώρα τι σε απασχολεί και είσαι έτσι πρωί-πρωί;» του είπα. «Τι έγινε. Ήρθε πάλι στο σπίτι η πρώην σου και τσακωθήκατε;»
«Όχι ρε. Ποια πρώην μου και πράσινα άλογα. Ποιος την …, άσε με τώρα μην αρχίσω. Εδώ υπάρχουν πιο σοβαρά πράγματα να στεναχωρηθούμε», είπε ενοχλημένος, όχι τόσο επειδή το ανάφερα αλλά περισσότερο επειδή την θυμήθηκε. Την είχε άχτι από όταν, χρόνια μετά το διαζύγιο, είχε μάθει ότι του τα «φόραγε» με τον Μπάμπη πριν της ζητήσει να χωρίσουν.
«Συγνώμη φίλε. Δεν ήθελα να σε φουντώσω» δικαιολογήθηκα και έδειξε ότι κατάλαβε αφού κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά. Ήξερε ότι μου άρεσε να τον πειράζω αλλά ήξερε επίσης ότι δεν μου αρέσει να παίζω με τα συναισθήματα των άλλων.
«Με πήραν τηλέφωνο από την Λάρισα», μου ανακοίνωσε.
Ανησύχησα στο άκουσα της είδησης για το τηλεφώνημα. Και ποιος δεν έχει ανησυχήσει στο άκουσμα για ένα τηλεφώνημα που δεν το περιμένει. Δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη και ο Βαγγέλης συνέχισε.
«Με πήρε ο συμφοιτητής μου από το νοσοκομείο και μου είπε ότι το νοσοκομείο κλείνει. Δεν μπορώ να το πιστέψω!»
«Πες το ρε Βαγγέλη και με τρόμαξες» είπα ανακουφισμένος. «Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στο κακό. Καταλαβαίνεις... Δεν είναι δα και μικροί οι δικοί μας πια» συμπλήρωσα και κούνησα εγώ το κεφάλι μου τώρα όλο νόημα.
«Κώστα. Τι θα κάνω τώρα που κλείνει το νοσοκομείο; Πώς θα τα βγάλω πέρα;»
«Τι λες Βαγγέλη;» είπα όλο απορία. Πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι τον έκοφτε. «Έχεις δίκιο» είπα «ότι δεν είναι ωραίο να κλείνει ένα νοσοκομείο, να χάνουν τη δουλειά τους τόσοι άνθρωποι, να αναστατώνονται τόσοι ασθενείς, αλλά τι μπορεί να γίνει; Τι μπορείς να κάνεις εσύ; Άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις Βαγγέλη. Όχι εσύ. Εσένα και μένα δεν μας ρωτάνε βλέπεις. Μόνο μας επιβάλλουν τη “λύση”» είπα και τώρα ήταν η σειρά μου να φουντώσω για την τόση δημοκρατία που ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.
«Τι λες; Ούτε να σκεφτείς δεν μπορείς μου φαίνεται», είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του φανερά εκνευρισμένος. «Έμενα; Εμένα τι με κόφτει που κλείνει το νοσοκομείο; Ή μήπως νόμισες ότι με ένοιαξε ο εαυτούλης μου;»
Ειδικά για το τελευταίο είχε δίκιο ο Βαγγέλης. Πρώτα νοιαζόταν για τον άλλο, πρώτα νοιαζόταν να ναι καλά ο δίπλα του και μετά για την πάρτη του, μετά για τον εαυτό του. Αχ και να ήμαστε όλοι έτσι! Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα. Πόσο διαφορετικά, μα την αλήθεια!
«Τι να σου πω, ρε Κώστα», συνέχισε διακόπτοντας για μια ακόμη φορά τις σκέψεις μου. «Τι να σου πω;» επανέλαβε.
«Βόηθα ρε αδερφέ λίγο και συ» του είπα. «Όλο κάτι πας να πεις και όλο τίποτα δεν λες», συμπλήρωσα. «Τα νύχια μου να μυρίσω για να καταλάβω ή να ρίξω το φλιτζάνι;»
Τον είδα να καρφώνει το βλέμμα του στα μάτια μου. Με κοιτούσε έντονα, διαπεραστικά. Κάτι είχε το βλέμμα του. Κάτι είχαν τα μάτια του. Πίσω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του διέκρινα δάκρυα. Με δυσκολία τα διέκρινες αλλά ήταν εκεί. Τα συγκρατούσε με κόπο καθώς γέμιζαν τα μάτια του αλλά ούτε μια σταγόνα δεν γλιστρούσε στο πρόσωπό του.
«Ώπα Βαγγέλη. Ώπα», είπα. «Με το μαλακό. Θα μας πάθεις τίποτα και τι θα σε κάνουμε. Όχι τίποτα άλλο, ποιος ακούει το Κατερινάκι που θα φωνάζει σαν παλαβή τι σου έκανα. Άσε που θα θελήσει να σου δώσει και το φιλί της ζωής» συμπλήρωσα χαμογελώντας πονηρά. Προσπαθούσα, με ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό να τον συνεφέρω λίγο, να τον επαναφέρω, να το κάνω να ξεχαστεί. Δεν είχε περάσει καιρό από τότε που οι γιατροί του είχαν πει ότι έχει «ευαίσθητη καρδιά».
Αυτός όμως δεν γέλασε. Απλά συνέχισε να με κοιτάζει μες στα μάτια σαν να έψαχνε …δεν ξέρω και εγώ τι. Σαν να προσπαθούσε να δει κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Σαν να ήθελε από κάπου να πιαστεί. Με δυσκολία βγήκαν τα λόγια από μέσα του. Με τρεμάμενη φωνή τον άκουσα να λέει «και η καημένη η μανούλα μου πού θα πάει τώρα αν πάθει πάλι κάτι; Πού θα πάει αν κλείσει το νοσοκομείο, Κώστα; Πού;»
Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να πω να του συμπαρασταθώ. Αν το προσπαθούσα λίγο κάτι θα σκεφτόμουν, το ξέρω, κάποια βλακεία θα ξεφούρνιζα. Δεν θέλησα όμως. Προτίμησα να μην πω κάτι. Είναι φορές που είναι προτιμότερο να σιωπά κανείς μπροστά στο άπειρο. Και αυτό που άκουσα από το στόμα του φίλου μου –ή μήπως από την καρδιά του– ακουμπούσε το άπειρο. Τι θα γίνει η καημένη η μάνα ήταν η αγωνία και η έγνοια του Βαγγέλη. Είπαμε και το συμφωνήσαμε: Ψυχούλα ο Βαγγελάκης. «Τι θα γίνει η μάνα;» λοιπόν.
Σκέφτηκα αμέσως τη μάνα μου. Τη θέση της μάνας τού Βαγγέλη είχε πάρει τώρα η δική μου μάνα. Τα λόγια του Βαγγέλη ήταν τώρα δικά μου λόγια. Λόγια μαχαιριά στην καρδιά. «Τι θα γίνει τώρα η καημένη η μάνα μου;» σκέφτηκα και ήταν η σειρά των ματιών μου να γεμίσουν δάκρυα.
Παράξενο είδος ο άνθρωπος, μα την αλήθεια. Να μην μπορεί να συμπονέσει τον συνάνθρωπό του αν δεν μπει στην θέση του, αν δεν νιώσει και όχι απλά να ακούσει τον πόνο του. Να οφείλεται άραγε αυτό στην φυσική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους ή να είναι κοινωνικό δημιούργημα με το πέρασμα των χρόνων;
«Τι θα γίνει η καημένη η μανούλα μου» ήταν η κουβέντα που κυριαρχούσε στη σκέψη μου. Την είχε πει ο Βαγγέλης για τη μάνα του, για την δική μου μάνα, για τις μανάδες όλων μας.
Χωρίς να το θέλω θυμήθηκα πάλι τον Λάκη και τα λόγια που μου είχε πει πριν χρόνια, οδηγώντας το πρώτο του αυτοκίνητο –ένα άσπρο Datsun σεντάν– κάπου στην Λεωφόρο Ηρακλείου. «Κοίτα Κωστάκη», είχε πει με τρεμουλιαστή φωνή, «αν μου έλεγαν τώρα ποιον από όσους έχεις χάσεις θα ήθελες να δεις έστω και για λίγο, δεν θα έλεγα τα αδέρφια μου αλλά τη Μάνα μου. Την καημένη τη Μάνα μου». Ήμουν νέος τότε και ενώ καταλάβαινα τι έλεγε αλλά και πώς το εννοούσε, σήμερα μόνο συνειδητοποίησα την αληθινή διάσταση των λόγων του.
Αυτή η συνειδητοποίηση ήταν που με επανέφερε.. στον Βαγγέλη.
«Μην ανησυχείς Βαγγέλη» είπα με πλήρη αυτοκυριαρχία, χωρίς να καταβάλω καμία προσπάθεια να σκουπίσω τα πρώτα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό μου.
«Μην ανησυχείς. Εδώ είμαστε εμείς. Θα την φέρεις τη μάνα σου στην Αθήνα που πάντα θα έχει την φροντίδα που της αρμόζει και εμείς θα σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε εδώ.»
Νομίζω ότι με αγκάλιασε μετά την κουβέντα μου αυτή. Πρέπει να με αγκάλιασε, όμως όρκο δεν παίρνω. Δεν θυμάμαι να σου πω. Το μυαλό μου ταξίδευε ήδη σε μονοπάτια σκοτεινά, όλο πόνο και θλίψη. Και καθώς τα διάβαινα, μια σκέψη τα έκανε ακόμη πιο σκοτεινά: «Πόσες μανάδες άραγε θα μπορέσουν τα παιδιά τους να τις φέρουν στην Αθήνα για να έχουν την φροντίδα που τους αρμόζει; Πόσες;»
constantinosnakkas.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Παγώνουν τα δάνεια για ανέργους και μη έχοντες...!!!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ