2014-05-13 15:45:05
Ολόκληρη η ζωή του Ετέαρχου Τρουλλινού στον Φουρφουρά Αμαρίου… ανακατεύτηκε από το 1924 που είδε το πρώτο φως, μέσα σε... εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις, ώσπου αναγκάστηκε να φύγει μετανάστης στη Γερμανία, εκεί να γεννήσει τα δίδυμα παιδιά του, να τα σπουδάσει και ύστερα να επιστρέψει κοντά στους γέροντες του που τον χρειάζονταν για τα τελευταία τους χρόνια Γεννήθηκε όταν είχαν αρχίσει να φτάνουν από τη γη της καταστροφής, τη Μικρασία, τα τεράστια κύματα της προσφυγιάς και από εκεί και μετά η μοίρα του επιφύλαξε να βιώσει δικτατορίες, κινήματα, κατοχή, εμφύλιο και χρεοκοπίες. Μόνο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο δεν στρατεύτηκε γιατί ήταν δεκαεξάρης! Και έφτασε σήμερα στα ενενηντάχρονά του, να υποφέρει και στην ψυχή και στο σώμα, μα πιο πολύ στην ψυχή, κουβαλώντας τα κατάλοιπα του εμφύλιου σπαραγμού…
Tα φρικτά χρόνια της αδελφοκτονίας, του τα υπενθυμίζει το τραύμα στο πόδι που τον εμποδίζει ακόμα και στο χωράφι να πάει για μια μικρή… παιδική δουλειά. Αυτή η πληγή συνεχίζει να πονάει στο υποσυνείδητό του και είναι βέβαιο πως θα κλείσει μια και καλή, όταν κλείσει και ο ίδιος τα μάτια του! Αυτό το τραύμα του θυμίζει τις μάχες και τις στιγμές που «ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό χωρίς λόγο».
Γέροντας πολυβασανισμένος πια, ευτυχώς, διατηρεί το χιούμορ του και είναι «δεμένος» στις πατροπαράδοτες αξίες της παλιάς Κρήτης. Είναι ο μεγαλύτερος από τα έξι αδέλφια του και όταν οι κοινωνίες στις ρημαγμένες πόλεις και στα χωριά, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, επιχειρούσαν να στηθούν ξανά στα λείψανα τους, εκείνος με την γυναίκα του την κυρία Βαρβάρα Τυράκη, απόγονο του μεγάλου Αμαριώτη απαγωγέα, πήραν την απόφαση να ξενιτευτούν, ψάχνοντας την άλλη, πιο γλυκιά μορφή της ζωής. Ο Ετέαρχος, αφού ο οργή του εμφυλίου είχε αρχίσει να καταλαγιάζει, μάζεψε τους πόνους του και ξεριζώθηκε από την αμαριώτικη γη…
Ξενιτεύτηκε στη Γερμανία εργάτης, έχοντας ακόμα νωπές τις μνήμες από τις θηριωδίες των ναζί στο νησί. Το ζευγάρι έφυγε για τις φάμπρικες τον Οκτώβριο του 1962 και για εικοσιένα χρόνια ο 38 χρόνων, τότε, Τρουλλινός δούλεψε «σε ένα εργοστάσιο που μόνο κοπέλια δεν έβγανε!». Στο νου του γίνονταν συχνά, την ώρα της δουλειάς, συγκρίσεις των συμπεριφορών των Γερμανών με εκείνες των συμπατριωτών τους στην κατοχή, τότε που στο φυλάκιο του Φουρφουρά «ως ρουφιάνος των ανταρτών», έκλεβε τις κινήσεις και τις πληροφορίες τους και τις έστελνε με τους αγγελιοφόρους στις ομάδες και στα λημέρια του Ψηλορείτη.
ΒΑΣΑΝΑ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΕΙΩΜΟ…
«Μα δεν ήταν οι ίδιοι», θα πει, «με αυτούς της κατοχής, εκείνοι που γνώρισα εγώ και δούλεψα στο εργοστάσιο. Έχω πολλές ευχάριστες αναμνήσεις από τότε που ήμουν στην πατρίδα τους. Κάναμε φιλίες και με παίρνουν και ακόμα τηλέφωνο στο χωριό. Δούλεψα σκληρά σε μια ανθυγιεινή δουλειά στο εργοστάσιο 21 χρόνια, κάναμε λεφτά και γύρισα στον Φουρφουρά τον Μάιο του ’83, συνταξιούχος από το γερμανικό Κράτος. Αν ήμουν νέος θα γύριζα γιατί έχουν του Θεού τα καλά! Τα μόνα που τους λείπουν είναι ο τζάμπα ήλιος και η θάλασσα…»
Τα βάσανά του δεν έχουν τελειωμό κι αν αρχίσει το πρωί να τα κουβεντιάζει θα τα λέει μέχρι το βράδυ και ίσως να μη φτάσει και ολόκληρη η μέρα! Θυμάται χρόνους και ημερομηνίες που καταστάλαξαν στη μνήμη του. Μα οι μέρες και οι στιγμές της εξόντωσης του αδελφού από τον αδελφό τον έχουν συνταράξει, γιατί τότε ως κληρωτός, κλήθηκε από την ξενόδουλη κυβέρνηση να… αντισταθεί και να αποτρέψει την επικράτηση των… μιασμάτων της Αριστεράς.
Το τραύμα από τη σφαίρα που δέχτηκε στο πόδι στις 19 Δεκεμβρίου του 1946, «στη μάχη με τους αντάρτες στα Αντιχάσια ανατολικά των Μετεώρων», του αναταράσσει τον ψυχισμό. «Μου φέρνει στο νου την πιο μαύρη σελίδα της ιστορίας των εβδομήντα τελευταίων χρόνων. Ξέρεις τι θα πει ο αδερφός να σκοτώνει τον αδερφό; Μπορείς να το σκεφτείς;»ρωτά.
Στο κεφαλοχώρι του Αμαρίου απόμειναν οι δυο τους με την κυρία Βαρβάρα. Τα χρόνια, τους έχουν λυγίσει βιολογικά, όμως ως γενναίοι δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα που έμαθαν μια ολόκληρη ζωή. Οι δίδυμοι γιοί τους, ο Γιώργος και ο Μανώλης γεννήθηκαν στη Γερμανία και ήρθαν άντρες στα 18 τους, με την επιστροφή των γονιών τους στον Ψηλορείτη. Σπούδασαν και έγιναν και οι δυο δάσκαλοι, ο πρώτος επέλεξε το Ρέθυμνο για μόνιμη εγκατάσταση και διορίστηκε σε σχολείο, και ο δεύτερος γύρισε στο Αμβούργο όπου διδάσκει σε ελληνικό σχολείο το πρωί και σε γερμανικό το απόγευμα.
«ΟΛΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΓΡΑΜΜΑΤΑ…»
Η καρδιά και των δυο τυραννισμένων απόμαχων «καίγεται», καθώς παρατηρητές πλέον, παρακολουθούν τα όσα κατοχικά συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία. Σαν… θεόσταλτους βλέπει τους μανάβηδες στο χωριό τους που εφοδιάζουν τα σπίτια η κυρία Βαρβάρα. «Ο Θεός τους έπεψε», λέει ανακουφισμένη,«γιατί αν δεν ερχόταν ποιος θα μας έδιδε;». Και πράγματι έχει δίκιο! Τα περισσότερα περιβόλια, που παλιά γίνονταν… πανηγύρια, δεν φυτεύονται και δεν φέρνουν καρπούς και «οι ελιές δεν μαζεύονται» γιατί «δεν συμφέρει η καλλιέργεια και η συγκομιδή τους».
Το τέλος των χωριών το έδωσαν «οι πόλεις που απορρόφησαν τους νέους», διαπιστώνει ο ενενηντάρης Τρουλλινός. «Δεν βλέπω να ζωντανεύουν τα χωριά, δεν βλέπω να γεμίζουν τα σπίτια, δεν βλέπω να μαθαίνουν τέχνες οι νέοι. Όλοι ζητούν να γίνουν επιστήμονες και αφού πάρουν τα πτυχία τους κάθονται και περιμένουν…»
Θυμάται τον εαυτό του «φαμέγιο δώδεκα χρόνια στου Σαρμανομιχάλη», θυμάται πως «ο Φουρφουράς ήταν το ξαθέρι του Αμαρίου», θυμάται και τα πολυήμερα γλεντοκόπια με τον Διαμαντάκη το λυράρη. «Τα παλιά γινότανε ωραία πράματα, μα τώρα όλα τελειώσανε», διαπιστώνει, και λέει για την αδυναμία του να πάει στο χωράφι: «Ξέρεις τι είναι να χαϊδεύεις ένα δέντρο και να πηγαίνεις στο αμπέλι σου να βλέπεις την ανάπτυξή του;» Και αυτή την αδυναμία του σήμερα, την συμπυκνώνει στο τετράστιχο που δείχνει ένα ακόμη πόνο του:
Όποιος με ίδρωτα δεντρί,
φυτέψει μεγαλώσει,
σκέψου να φάει και καρπό
ίντα χαρά θα νιώσει.
madeincreta.gr
Tα φρικτά χρόνια της αδελφοκτονίας, του τα υπενθυμίζει το τραύμα στο πόδι που τον εμποδίζει ακόμα και στο χωράφι να πάει για μια μικρή… παιδική δουλειά. Αυτή η πληγή συνεχίζει να πονάει στο υποσυνείδητό του και είναι βέβαιο πως θα κλείσει μια και καλή, όταν κλείσει και ο ίδιος τα μάτια του! Αυτό το τραύμα του θυμίζει τις μάχες και τις στιγμές που «ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό χωρίς λόγο».
Γέροντας πολυβασανισμένος πια, ευτυχώς, διατηρεί το χιούμορ του και είναι «δεμένος» στις πατροπαράδοτες αξίες της παλιάς Κρήτης. Είναι ο μεγαλύτερος από τα έξι αδέλφια του και όταν οι κοινωνίες στις ρημαγμένες πόλεις και στα χωριά, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, επιχειρούσαν να στηθούν ξανά στα λείψανα τους, εκείνος με την γυναίκα του την κυρία Βαρβάρα Τυράκη, απόγονο του μεγάλου Αμαριώτη απαγωγέα, πήραν την απόφαση να ξενιτευτούν, ψάχνοντας την άλλη, πιο γλυκιά μορφή της ζωής. Ο Ετέαρχος, αφού ο οργή του εμφυλίου είχε αρχίσει να καταλαγιάζει, μάζεψε τους πόνους του και ξεριζώθηκε από την αμαριώτικη γη…
Ξενιτεύτηκε στη Γερμανία εργάτης, έχοντας ακόμα νωπές τις μνήμες από τις θηριωδίες των ναζί στο νησί. Το ζευγάρι έφυγε για τις φάμπρικες τον Οκτώβριο του 1962 και για εικοσιένα χρόνια ο 38 χρόνων, τότε, Τρουλλινός δούλεψε «σε ένα εργοστάσιο που μόνο κοπέλια δεν έβγανε!». Στο νου του γίνονταν συχνά, την ώρα της δουλειάς, συγκρίσεις των συμπεριφορών των Γερμανών με εκείνες των συμπατριωτών τους στην κατοχή, τότε που στο φυλάκιο του Φουρφουρά «ως ρουφιάνος των ανταρτών», έκλεβε τις κινήσεις και τις πληροφορίες τους και τις έστελνε με τους αγγελιοφόρους στις ομάδες και στα λημέρια του Ψηλορείτη.
ΒΑΣΑΝΑ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΕΙΩΜΟ…
«Μα δεν ήταν οι ίδιοι», θα πει, «με αυτούς της κατοχής, εκείνοι που γνώρισα εγώ και δούλεψα στο εργοστάσιο. Έχω πολλές ευχάριστες αναμνήσεις από τότε που ήμουν στην πατρίδα τους. Κάναμε φιλίες και με παίρνουν και ακόμα τηλέφωνο στο χωριό. Δούλεψα σκληρά σε μια ανθυγιεινή δουλειά στο εργοστάσιο 21 χρόνια, κάναμε λεφτά και γύρισα στον Φουρφουρά τον Μάιο του ’83, συνταξιούχος από το γερμανικό Κράτος. Αν ήμουν νέος θα γύριζα γιατί έχουν του Θεού τα καλά! Τα μόνα που τους λείπουν είναι ο τζάμπα ήλιος και η θάλασσα…»
Τα βάσανά του δεν έχουν τελειωμό κι αν αρχίσει το πρωί να τα κουβεντιάζει θα τα λέει μέχρι το βράδυ και ίσως να μη φτάσει και ολόκληρη η μέρα! Θυμάται χρόνους και ημερομηνίες που καταστάλαξαν στη μνήμη του. Μα οι μέρες και οι στιγμές της εξόντωσης του αδελφού από τον αδελφό τον έχουν συνταράξει, γιατί τότε ως κληρωτός, κλήθηκε από την ξενόδουλη κυβέρνηση να… αντισταθεί και να αποτρέψει την επικράτηση των… μιασμάτων της Αριστεράς.
Το τραύμα από τη σφαίρα που δέχτηκε στο πόδι στις 19 Δεκεμβρίου του 1946, «στη μάχη με τους αντάρτες στα Αντιχάσια ανατολικά των Μετεώρων», του αναταράσσει τον ψυχισμό. «Μου φέρνει στο νου την πιο μαύρη σελίδα της ιστορίας των εβδομήντα τελευταίων χρόνων. Ξέρεις τι θα πει ο αδερφός να σκοτώνει τον αδερφό; Μπορείς να το σκεφτείς;»ρωτά.
Στο κεφαλοχώρι του Αμαρίου απόμειναν οι δυο τους με την κυρία Βαρβάρα. Τα χρόνια, τους έχουν λυγίσει βιολογικά, όμως ως γενναίοι δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα που έμαθαν μια ολόκληρη ζωή. Οι δίδυμοι γιοί τους, ο Γιώργος και ο Μανώλης γεννήθηκαν στη Γερμανία και ήρθαν άντρες στα 18 τους, με την επιστροφή των γονιών τους στον Ψηλορείτη. Σπούδασαν και έγιναν και οι δυο δάσκαλοι, ο πρώτος επέλεξε το Ρέθυμνο για μόνιμη εγκατάσταση και διορίστηκε σε σχολείο, και ο δεύτερος γύρισε στο Αμβούργο όπου διδάσκει σε ελληνικό σχολείο το πρωί και σε γερμανικό το απόγευμα.
«ΟΛΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΓΡΑΜΜΑΤΑ…»
Η καρδιά και των δυο τυραννισμένων απόμαχων «καίγεται», καθώς παρατηρητές πλέον, παρακολουθούν τα όσα κατοχικά συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία. Σαν… θεόσταλτους βλέπει τους μανάβηδες στο χωριό τους που εφοδιάζουν τα σπίτια η κυρία Βαρβάρα. «Ο Θεός τους έπεψε», λέει ανακουφισμένη,«γιατί αν δεν ερχόταν ποιος θα μας έδιδε;». Και πράγματι έχει δίκιο! Τα περισσότερα περιβόλια, που παλιά γίνονταν… πανηγύρια, δεν φυτεύονται και δεν φέρνουν καρπούς και «οι ελιές δεν μαζεύονται» γιατί «δεν συμφέρει η καλλιέργεια και η συγκομιδή τους».
Το τέλος των χωριών το έδωσαν «οι πόλεις που απορρόφησαν τους νέους», διαπιστώνει ο ενενηντάρης Τρουλλινός. «Δεν βλέπω να ζωντανεύουν τα χωριά, δεν βλέπω να γεμίζουν τα σπίτια, δεν βλέπω να μαθαίνουν τέχνες οι νέοι. Όλοι ζητούν να γίνουν επιστήμονες και αφού πάρουν τα πτυχία τους κάθονται και περιμένουν…»
Θυμάται τον εαυτό του «φαμέγιο δώδεκα χρόνια στου Σαρμανομιχάλη», θυμάται πως «ο Φουρφουράς ήταν το ξαθέρι του Αμαρίου», θυμάται και τα πολυήμερα γλεντοκόπια με τον Διαμαντάκη το λυράρη. «Τα παλιά γινότανε ωραία πράματα, μα τώρα όλα τελειώσανε», διαπιστώνει, και λέει για την αδυναμία του να πάει στο χωράφι: «Ξέρεις τι είναι να χαϊδεύεις ένα δέντρο και να πηγαίνεις στο αμπέλι σου να βλέπεις την ανάπτυξή του;» Και αυτή την αδυναμία του σήμερα, την συμπυκνώνει στο τετράστιχο που δείχνει ένα ακόμη πόνο του:
Όποιος με ίδρωτα δεντρί,
φυτέψει μεγαλώσει,
σκέψου να φάει και καρπό
ίντα χαρά θα νιώσει.
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το pestanea αλλάζει ονομασία......
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΠΡΙΝΤΕΖΗΣ : ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΜΙΑ ΔΕΜΕΝΗ ΠΑΡΕΑ... (PHOTOS)
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ