2012-07-30 00:54:05
Ήταν 30 Ιουλίου 1994 όταν η Ελλάδα υπέγραψε μαζί με άλλες χώρες τη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία της δίνει το δικαίωμα για μονομερή επέκταση των χωρικών της υδάτων από έξι σε δώδεκα ναυτικά μίλια. Λίγους μήνες μετά φτάσαμε στο Casus Belli (αιτία πολέμου) των Τούρκων, που διατηρούν ως σήμερα. Διαβάστε στο planet-greece μία εξαιρετική ανάλυση που αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό Επίκαιρα, του Σάββα Καλλεντερίδη:
Από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, παίζεται το θέατρο του παραλόγου στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με κύρια ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη, προφανώς, τις ενστάσεις των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης – Ρωσίας, ακύρωσε στην πράξη –τουλάχιστον μέχρι στιγμής– κάθε νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδος στην επέκταση των χωρικών υδάτων στο θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, του Μυρτώου, του Κρητικού και του Ιονίου Πελάγους, δηλαδή σε όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα της ελληνικής επικράτειας.
Είναι γεγονός ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων από πλευράς της Ελλάδος, ειδικά στο Αιγαίο Πέλαγος, δημιουργεί μια κατάσταση που περιορίζει τη δυνατότητα να επιδεικνύουν έμπρακτα στρατηγική παρουσία οι ΗΠΑ και η Ρωσία στην περιοχή του Αιγαίου, στα διεθνή ύ- δατα του οποίου διατηρούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου πυρηνικά υποβρύχια, ως μέρος της ισορροπίας του τρόμου, που εξασφάλιζε τη σταθερότητα στο παγκόσμιο σκηνικό. Δηλαδή, με άλλα λόγια, σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει την κυριαρχία της στο Αιγαίο μέσα από τη διαδικασία επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ., περιορίζονται στο ελάχιστο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επιχειρησιακό επίπεδο για την ανάγκη στρατηγικής αεροναυτικής παρουσίας –όταν και εφόσον απαιτείται ή απαιτηθεί– των ΗΠΑ και της Ρωσίας σ’ αυτά.
Είναι επίσης γεγονός ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. δημιουργεί μια νέα κατάσταση για τη χρήση του Αιγαίου από τη διεθνή εμπορική ναυτιλία, που, όμως, είναι δυνατόν να ξεπεραστεί άνετα και σε μεγάλο βαθμό με δημιουργία ευρέων διαδρόμων διεθνούς ναυσιπλοΐας.
Πρόκληση κρίσεων
Αυτές τις δύο καταστάσεις εκμεταλλεύτηκε η τουρκική διπλωματία και πάνω στους στρατηγικούς ενδοιασμούς και τις αντιρρήσεις του αμερικανικού και του ρωσικού παράγοντα στήριξε τόσα χρόνια την πολιτική πρόκλησης αλλεπάλληλων προσχεδιασμένων κρίσεων στο Αιγαίο, αφού είχε εξασφαλίσει εκ των προτέρων ότι με το πέρας της κρίσης η Άγκυρα θα μετρούσε τα πολιτικά της κέρδη και η Αθήνα θα μετρούσε τις απώλειες, ανάμεσα στις οποίες και η αυτο-ακύρωσή της ως κυρίαρχου κράτους.
Αυτές τις καταστάσεις εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία και τόλμησε να κηρύξει το casus belli, μια ακατανόητη, βάρβαρη και εντελώς παράνομη ενέργεια, που θα έπρεπε να ακυρωθεί στην πράξη με την κήρυξη της επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδος στα 12 ν.μ., μετά το Νοέμβριο του 1994, όταν τέθηκε σε ισχύ το Διεθνές Δίκαιο της Θαλάσσης.
Για όσους αναρωτιούνται το γιατί, έχουμε να πούμε ότι το casus belli, εκτός του ότι είναι βάρβαρη και εντελώς παράνομη, είναι και μια ανόητη πολιτικά πράξη, αφού δίνει τη δυνατότητα –τουλάχιστον έδινε τη δυνατότητα τη δεκαετία του ’90, και όλα δείχνουν ότι σύντομα ίσως ξαναδοθεί μια τέτοια δυνατότητα– στην Ελλάδα να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., σε μια συγκυρία κατά την οποία δεν θα μπορούσε πρακτικά η Τουρκία να αντιδράσει και να κάνει πράξη την απειλή πολέμου.
Εκτός αυτού, αποτελεί απαράβατη αρχή στις διεθνείς σχέσεις και στην πολιτική το να μην επιτρέπεις και να μην δίνεις στον άλλο τη δυνατότητα και την πρωτοβουλία να επιλέξει αυτός τη γεωπολιτική και την πολιτική συγκυρία, το χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα διεξαχθεί ένας πόλεμος. Και το casus belli δίνει τη δυνατότητα και την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ελλάδα. Και, εκτός αυτού, θέτει την Τουρκία προ ενός τεράστιου και ζωτικής σημασίας διλήμματος, αυτό της συνέχισης της ύπαρξής της ως χώρας, αφού όλοι στην Άγκυρα, την Ουάσιγκτον, τη Μόσχα και αλλού –πλην Αθηνών, ίσως– γνωρίζουν ότι έπειτα από ένα μη νικηφόρο πόλεμο, πολύ απλά δεν θα υπάρχει Τουρκία. Και αυτό που τουλάχιστον γνωρίζουν πολύ καλά οι ιθύνοντες στο Πεντάγωνο και στην κυβέρνηση –άσχετα από κάποια προβλήματα που υπάρχουν σε ορισμένους τομείς της εθνικής μας άμυνας– είναι το γεγονός ότι οι Τούρκοι θα υποστούν βαριά ήττα σε περίπτωση ελληνοτουρκικής συμπλοκής, πάντα εφόσον η έκβαση των επιχειρήσεων δεν είναι προεξοφλημένη από επέμβαση εξωγενούς παράγοντα, και εννοούμε πάντα τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ουάσιγκτον.
Νέα πρόκληση με την ΑΟΖ
Ενώ, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια συνεχιζόταν το θέατρο του παραλόγου στο ζήτημα των 12 ν.μ., νέα επεισόδια και νέες τραγικές σκηνές έρχονται να προστεθούν, με την επέκταση της τουρκικής βάρβαρης προκλητικότητας και στο θέμα της ΑΟΖ, με την Τουρκία να αποθρασύνεται και να στέλνει πολεμικό πλοίο για να παρεμποδίσει τεχνοοικονομικής φύσεως δραστηριό τητα ιταλικού πλοίου νότια του Καστελόριζου, το οποίο βρισκόταν εκεί με σχετική άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Όπως φαίνεται, ο κόμπος έφτασε στο χτένι, και η Ελλάδα θα κληθεί να εγκαταλείψει το θέατρο σκιών –άλλοι το λένε ιλαροτραγωδία– που παίζεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με πρωταγωνιστές τον «Κακό Λύκο» και την «Κοκκινοσκουφίτσα», και αφήνουμε τους αναγνώστες να αποδώσουν τους ρόλους στον κ. Δρούτσα και στον κ. Νταβούτογλου αντιστοίχως.
Εμείς, παρότι η Ελλάδα περνά περίοδο σοβαρής οικονομικής και πολιτικής κρίσης, απλά να σημειώσουμε δυο πράγματα, που μας δείχνουν –τουλάχιστον σε όσους θέλουμε να δούμε– ότι τη φορά αυτή τα γεωπολιτικά δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά εις βάρος της Τουρκίας.
Το πρώτο αφορά στις εξεγέρσεις που επεκτείνονται σε όλη την περιοχή που καλύπτει το «Σχέδιο της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής», στο οποίο περιλαμβάνεται και η ίδια η Τουρκία ως χώρα που θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, και εννοούμε και το Κουρδικό. Για όσους, δε, έχουν αντιρρήσεις σχετικά με το αν το σχέδιο αυτό έχει τεθεί σε εφαρμογή, τους καλούμε να αναρωτηθούν τους λόγους που επέβαλαν τη συζήτηση του ζητήματος της Λιβύης στην G-8 και στο Συμβούλιο Ασφαλείας στον ΟΗΕ, με τη σχετική απόφαση για αεροπορικό αποκλεισμό και πιθανούς βομβαρδισμούς.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στις εξελίξεις που σχετίζονται με τον ορισμό και την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Εκεί, πέραν των δύο προαναφερθεισών χωρών, εμπλέκονται πλανητικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ, και είναι προφανές ότι η εμπλοκή τους δεν είναι κάτι που ευχαριστεί την Άγκυρα.
Τα πράγματα σοβαρεύουν και θα πρέπει το πολιτικό σύστημα, η κυβέρνηση, τα κόμματα, μετά τριάντα επτά χρόνια συνεχούς κατρακύλας, να σταθούν επιτέλους στο ύψος των περιστάσεων και να πράξουν τα δέοντα.
Όσο, δε, για το ποιος θα πρέπει να είναι αυτός που θα ορίσει και θα καθορίσει τα δέοντα, εμείς λέμε ότι θα πρέπει να είναι οι Έλληνες πολίτες, αφού, ως γνωστόν, η Κοκκινοσκουφίτσα, που αποφάσισε μόνη της, στο τέλος πλήρωσε ακριβά τις επιλογές της. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, τις επιλογές της θα τις πληρώσουμε όλοι μας, και μάλιστα πολύ, πάρα πολύ ακριβά.
planet-greece
Από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, παίζεται το θέατρο του παραλόγου στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με κύρια ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη, προφανώς, τις ενστάσεις των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης – Ρωσίας, ακύρωσε στην πράξη –τουλάχιστον μέχρι στιγμής– κάθε νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδος στην επέκταση των χωρικών υδάτων στο θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, του Μυρτώου, του Κρητικού και του Ιονίου Πελάγους, δηλαδή σε όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα της ελληνικής επικράτειας.
Είναι γεγονός ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων από πλευράς της Ελλάδος, ειδικά στο Αιγαίο Πέλαγος, δημιουργεί μια κατάσταση που περιορίζει τη δυνατότητα να επιδεικνύουν έμπρακτα στρατηγική παρουσία οι ΗΠΑ και η Ρωσία στην περιοχή του Αιγαίου, στα διεθνή ύ- δατα του οποίου διατηρούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου πυρηνικά υποβρύχια, ως μέρος της ισορροπίας του τρόμου, που εξασφάλιζε τη σταθερότητα στο παγκόσμιο σκηνικό. Δηλαδή, με άλλα λόγια, σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει την κυριαρχία της στο Αιγαίο μέσα από τη διαδικασία επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ., περιορίζονται στο ελάχιστο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επιχειρησιακό επίπεδο για την ανάγκη στρατηγικής αεροναυτικής παρουσίας –όταν και εφόσον απαιτείται ή απαιτηθεί– των ΗΠΑ και της Ρωσίας σ’ αυτά.
Είναι επίσης γεγονός ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. δημιουργεί μια νέα κατάσταση για τη χρήση του Αιγαίου από τη διεθνή εμπορική ναυτιλία, που, όμως, είναι δυνατόν να ξεπεραστεί άνετα και σε μεγάλο βαθμό με δημιουργία ευρέων διαδρόμων διεθνούς ναυσιπλοΐας.
Πρόκληση κρίσεων
Αυτές τις δύο καταστάσεις εκμεταλλεύτηκε η τουρκική διπλωματία και πάνω στους στρατηγικούς ενδοιασμούς και τις αντιρρήσεις του αμερικανικού και του ρωσικού παράγοντα στήριξε τόσα χρόνια την πολιτική πρόκλησης αλλεπάλληλων προσχεδιασμένων κρίσεων στο Αιγαίο, αφού είχε εξασφαλίσει εκ των προτέρων ότι με το πέρας της κρίσης η Άγκυρα θα μετρούσε τα πολιτικά της κέρδη και η Αθήνα θα μετρούσε τις απώλειες, ανάμεσα στις οποίες και η αυτο-ακύρωσή της ως κυρίαρχου κράτους.
Αυτές τις καταστάσεις εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία και τόλμησε να κηρύξει το casus belli, μια ακατανόητη, βάρβαρη και εντελώς παράνομη ενέργεια, που θα έπρεπε να ακυρωθεί στην πράξη με την κήρυξη της επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδος στα 12 ν.μ., μετά το Νοέμβριο του 1994, όταν τέθηκε σε ισχύ το Διεθνές Δίκαιο της Θαλάσσης.
Για όσους αναρωτιούνται το γιατί, έχουμε να πούμε ότι το casus belli, εκτός του ότι είναι βάρβαρη και εντελώς παράνομη, είναι και μια ανόητη πολιτικά πράξη, αφού δίνει τη δυνατότητα –τουλάχιστον έδινε τη δυνατότητα τη δεκαετία του ’90, και όλα δείχνουν ότι σύντομα ίσως ξαναδοθεί μια τέτοια δυνατότητα– στην Ελλάδα να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., σε μια συγκυρία κατά την οποία δεν θα μπορούσε πρακτικά η Τουρκία να αντιδράσει και να κάνει πράξη την απειλή πολέμου.
Εκτός αυτού, αποτελεί απαράβατη αρχή στις διεθνείς σχέσεις και στην πολιτική το να μην επιτρέπεις και να μην δίνεις στον άλλο τη δυνατότητα και την πρωτοβουλία να επιλέξει αυτός τη γεωπολιτική και την πολιτική συγκυρία, το χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα διεξαχθεί ένας πόλεμος. Και το casus belli δίνει τη δυνατότητα και την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ελλάδα. Και, εκτός αυτού, θέτει την Τουρκία προ ενός τεράστιου και ζωτικής σημασίας διλήμματος, αυτό της συνέχισης της ύπαρξής της ως χώρας, αφού όλοι στην Άγκυρα, την Ουάσιγκτον, τη Μόσχα και αλλού –πλην Αθηνών, ίσως– γνωρίζουν ότι έπειτα από ένα μη νικηφόρο πόλεμο, πολύ απλά δεν θα υπάρχει Τουρκία. Και αυτό που τουλάχιστον γνωρίζουν πολύ καλά οι ιθύνοντες στο Πεντάγωνο και στην κυβέρνηση –άσχετα από κάποια προβλήματα που υπάρχουν σε ορισμένους τομείς της εθνικής μας άμυνας– είναι το γεγονός ότι οι Τούρκοι θα υποστούν βαριά ήττα σε περίπτωση ελληνοτουρκικής συμπλοκής, πάντα εφόσον η έκβαση των επιχειρήσεων δεν είναι προεξοφλημένη από επέμβαση εξωγενούς παράγοντα, και εννοούμε πάντα τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ουάσιγκτον.
Νέα πρόκληση με την ΑΟΖ
Ενώ, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια συνεχιζόταν το θέατρο του παραλόγου στο ζήτημα των 12 ν.μ., νέα επεισόδια και νέες τραγικές σκηνές έρχονται να προστεθούν, με την επέκταση της τουρκικής βάρβαρης προκλητικότητας και στο θέμα της ΑΟΖ, με την Τουρκία να αποθρασύνεται και να στέλνει πολεμικό πλοίο για να παρεμποδίσει τεχνοοικονομικής φύσεως δραστηριό τητα ιταλικού πλοίου νότια του Καστελόριζου, το οποίο βρισκόταν εκεί με σχετική άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Όπως φαίνεται, ο κόμπος έφτασε στο χτένι, και η Ελλάδα θα κληθεί να εγκαταλείψει το θέατρο σκιών –άλλοι το λένε ιλαροτραγωδία– που παίζεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με πρωταγωνιστές τον «Κακό Λύκο» και την «Κοκκινοσκουφίτσα», και αφήνουμε τους αναγνώστες να αποδώσουν τους ρόλους στον κ. Δρούτσα και στον κ. Νταβούτογλου αντιστοίχως.
Εμείς, παρότι η Ελλάδα περνά περίοδο σοβαρής οικονομικής και πολιτικής κρίσης, απλά να σημειώσουμε δυο πράγματα, που μας δείχνουν –τουλάχιστον σε όσους θέλουμε να δούμε– ότι τη φορά αυτή τα γεωπολιτικά δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά εις βάρος της Τουρκίας.
Το πρώτο αφορά στις εξεγέρσεις που επεκτείνονται σε όλη την περιοχή που καλύπτει το «Σχέδιο της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής», στο οποίο περιλαμβάνεται και η ίδια η Τουρκία ως χώρα που θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, και εννοούμε και το Κουρδικό. Για όσους, δε, έχουν αντιρρήσεις σχετικά με το αν το σχέδιο αυτό έχει τεθεί σε εφαρμογή, τους καλούμε να αναρωτηθούν τους λόγους που επέβαλαν τη συζήτηση του ζητήματος της Λιβύης στην G-8 και στο Συμβούλιο Ασφαλείας στον ΟΗΕ, με τη σχετική απόφαση για αεροπορικό αποκλεισμό και πιθανούς βομβαρδισμούς.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στις εξελίξεις που σχετίζονται με τον ορισμό και την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Εκεί, πέραν των δύο προαναφερθεισών χωρών, εμπλέκονται πλανητικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ, και είναι προφανές ότι η εμπλοκή τους δεν είναι κάτι που ευχαριστεί την Άγκυρα.
Τα πράγματα σοβαρεύουν και θα πρέπει το πολιτικό σύστημα, η κυβέρνηση, τα κόμματα, μετά τριάντα επτά χρόνια συνεχούς κατρακύλας, να σταθούν επιτέλους στο ύψος των περιστάσεων και να πράξουν τα δέοντα.
Όσο, δε, για το ποιος θα πρέπει να είναι αυτός που θα ορίσει και θα καθορίσει τα δέοντα, εμείς λέμε ότι θα πρέπει να είναι οι Έλληνες πολίτες, αφού, ως γνωστόν, η Κοκκινοσκουφίτσα, που αποφάσισε μόνη της, στο τέλος πλήρωσε ακριβά τις επιλογές της. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, τις επιλογές της θα τις πληρώσουμε όλοι μας, και μάλιστα πολύ, πάρα πολύ ακριβά.
planet-greece
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
NASA:Τα "επτά λεπτά του τρόμου"
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Eξαιρετική η Lotus!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ