2013-11-01 17:58:06
Φωτογραφία για Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ,Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Γράφει ο Παναγιώτης  Δημητρόπουλος

EMΘ  Επχίας (ΠΖ)

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Η ελληνική γλώσσα εντάσσεται στην ευρύτερη ινδοευρωπαική ομάδα γλωσσών,διαμορφώθηκε μέσα από αυτήν και συμπλήρωσε την ηδη προελληνική υπάρχουσα. Οι πλέον παλαιές γραπτές αποδείξεις, ότι η ελληνική αποτελεί μια "γλωσσική οντότητα" είναι οι πινακίδες της γραμμικής Β. Είναι ωστόσο προιόν πρόσμιξης και όσμωσης πολλών άλλων γλωσσών, αφού ο ελλαδικός χώρος κατά την αρχαιότητα επανειλήμμενα "φιλοξένησε" άλλους λαούς αφήνοντας ο κάθε ένας τη δίκη του γλωσσική κληρονομιά.

Παραμένει άγνωστη η χρονική στιγμή, ο τρόπος και ο τόπος δημιουργίας του ελληνικού αλφάβητου δημιουργώντας μια σειρά διαφορετικών απόψεων και εκδοχών. Το σίγουρο είναι ότι δημιουργήθηκε υιοθετώντας τα βασικά στοιχεία του φοινικικού αλφαβήτου διατηρώντας τα σύμφωνα, το σχήμα, τη σειρά των γραμμάτων και την ίδια φορά γραφής από αριστερά προς τα δεξιά
. Οι ομοιότητες με το φοινικικό αλφάβητο δεν σταματούν εδώ αφού είναι όμοια όχι μόνο τα γράμματα αλλά και η ονομασία των δύο αλφαβήτων. Στο φοινικικό αλφάβητο, κάθε σύμβολο αποδίδει ένα σύμφωνο, και όχι μια ολόκληρη συλλαβή, χωρίς να παρεμβάλλεται φωνήεν, περιορίζοντας έτσι τα σύμβολα σε είκοσι δύο. Οι Έλληνες τροποποίησαν το φοινικικό αλφάβητο αφαιρώντας τα συριστικά σύμφωνα επειδή δεν είχαν κάποια αξία για την ελληνική γραφή. Έτσι πέντε από τα φοινικικά σύμφωνα: Άλεφ ,Γιοντ, Χε, Βαβ, Αγίν χρησιμοποιήθηκαν για να εκφράσουν τα φωνήεντα α, ι, ε, υ και ο. Επιπλέον οι φθόγγοι ζ και σ δημιουργήθηκαν από τα φοινικικά σύμβολα και παράλληλα δημιουργήθηκαν και νέα γράμματα : ξ, φ, χ, ψ. Στα ελληνικά τα φωνήεντα επέχουν πολλές φορές τη θέση ολόκληρης συλλαβής τροποποιώντας το πρότυπο τους, το οποίο εξελίχθηκε σε ένα καινοτόμο φωνολογικό αλφάβητο κατά το οποίο κάθε γράμμα αποδίδει έναν φθόγγο.

Τον 5ο π.Χ αιώνα, την εποχή που ήταν άρχοντας στην Αθήνα ο Ευκλείδης, υιοθετήθηκε επεκτάθηκε και καθιερώθηκε σε όλη την ελληνική επικράτεια το ιωνικό αλφάβητο που ήταν πιο πλήρες και αποτελείτο από είκοσι τέσσερα γράμματα. Το "Ευκλείδειο αλφάβητο" χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα.

Τον 8ο π.Χ αιώνα έχουμε τις πρώτες αποδείξεις ότι το ελληνικό αλφάβητο έχει διαμορφωθεί αλλά με τοπικές διαφοροποιήσεις ως προς την εκφορά των φθόγγων, τη γραμματική και τη συντακτική δομή της γλώσσας, αλλά και ως προς τη σημασία διαφόρων λέξεων. Άλλωστε ήδη από τον 7ο π.Χ αιώνα οι ελληνικές πόλεις-κράτη χρησιμοποιούσαν το δικό τους αλφάβητο με διάφορες παραλλαγές από 21 έως και 23 γράμματα. Σύμφωνα με ειδικούς διαμορφώθηκαν κατά την αρχαική εποχή τρεις γλωσσικές ενότητες, οι οποίες διέθεταν αλφάβητα με γεωγραφική αναφορά ως εξής: η Νότια  (Κρήτη, Θήρα, Μήλος), η Ανατολική (ακτές Μ. Ασίας, νησιά Α. Αιγαίου, Μέγαρα, Σικυών, Κόρινθος) και η Δυτική (Θεσσαλία, Λοκρίδα, Εύβοια, Αρκαδία, Λακωνία). Από την Δυτική ενότητα το αλφάβητο των Χαλκιδέων πέρασε μέσω των αποικιών στην Ιταλία και αποτέλεσε τη μήτρα του λατινικού αλφαβήτου.

Οι εξελίξεις που έλαβαν μέρος κατά τη αρχαική εποχή και ιδιαίτερα κατά το δεύτερο αποικισμό επηρέασαν και το γραπτό λόγο, η χρήση του οποίου διευκολύνθηκε ιδιαίτερα από την " αλφαβητική γραφή" και καθιερώθηκε σε πολλούς τομείς.

Έγινε καταγραφή του εθιμικού δικαίου και αποτυπώθηκαν γραπτά πλέον οι νόμοι και συνάμα "ο ιστορικός χαρακτήρας της ποίησης της εποχής είναι συνάρτηση της συμμετοχής των δημιουργών της στα γεγονότα, με αποτέλεσμα οι δημόσιες επιγραφές να γίνονται μάρτυρές των ιστορικών εξελίξεων. Επίσης και τα ιδιωτικά έγγραφα ακολούθησαν ένα διαμορφωμένο τυπικό ανάλογα με το περιεχόμενο τους: νόμος, συνθήκη, αφιέρωση. Συνεπώς, η συμβολή των αποικιών στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας υπήρξε μεγάλη, καθόσον ομιλείτο από τη Μεσόγειο ως τον Εύξεινο Πόντο.

Από τον 4ο αιώνα π.Χ παρατηρήθηκε η εξάπλωση της αττικής διαλέκτου, που σαν φαινόμενο ήταν άρρηκτα δεμένο με την πολιτική και πνευματική άνοδο της Αθήνας. Η υιοθέτηση της σαν επίσημη γλώσσα των Μακεδόνων "συνετέλεσε στο να καταστεί η βάση της ελληνιστικής Κοινής". Η Ελληνιστική η Αλεξανδρινή η Κοινή ήταν μια φυσική εξέλιξή της αττικής διαλέκτου η οποία είχε υποστεί μεταβολές λόγω της επαφής της με άλλες γλώσσες. Από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου επισημάνθηκαν αλλαγές τόσο στη φωνολογία, στη μορφολογία και το συντακτικό, όσο και στο λεξιλόγιο και στις σημασίες, γεγονός που καθόρισε τα βασικά γνωρίσματα της Βυζαντινής αλλά και της νέας ελληνικής γλώσσας. Σύμφωνα με τον Ν.Π. Ανδριώτη, η Ελληνική Κοινή με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε αργά αλλά σταθερά και απαλλάχθηκε από σημαντικά γνωρίσματα της αρχαίας ενώ ταυτόχρονα εμφάνισε έντονα εκείνα τα γνωρισμάτα της νέας, ώστε η σπερματική εμφάνιση κάθε νεοελληνικού φαινομένου δύναται να ανιχνευθεί στα σωζόμενα σήμερα της Κοινής. Το χρονικό διάστημα από τον 4ο εως τον 15 αιώνα χώρίζεται σε δύο περιόδους: την Πρώιμη (4ος- 11ος) που αφορά στη γλώσσα του βυζαντινού ελληνισμού και την όψιμη περίοδο (12ος-15ος) που αναφέρεται στη διαμόρφωση της νέας ελληνικής γλώσσας. Κατά τη Μεσαιωνική η όψιμη περίοδο οι λόγιοι της εποχής μέσα από την επιρροή της Ουμανιστικής παιδείας εξακολουθούν να γράφουν σε αρχαίζουσα γλώσσα και σε αττική διάλεκτο, ενώ παραλλήλα επικρατεί η καθομιλουμένη. Το ύφος των κειμένων τους είναι στρυφνό και η σύνταξη περισσότερο πολύπλοκη απο τα αρχαία. Ωστόσο κάνουν την εμφάνιση τουες και διαφορετικά κείμενα, της δημώδους λογοτεχνίας, όπως τα πτωχοδρομικά ποιήματα, το ηθικοδιδακτικό ποιήμα Σπανέας, το Χρονικό του Μορέως, αλληγορικά όπως ο Πουλολόγος και ερωτικά όπως Λύβιστρος και Ροδάμνη. Σε αυτά η γλώσσα είναι απλή και εχεί τη ζωντάνια της φυσικής ομιλίας. Ως προς το λεξιλόγιο και τη σύνταξη συμβαδίζει με το προφορικό λόγο. Αυτού του είδους η λογοτεχνία της καθομιλουμένης είναι εντονότερη στη περίοδο της Φραγκοκρατίας και συγκεκριμένα στις φραγκοκρατούμενες περιοχές μακριά απο τη πρωτέυουσα. Μέσα απο τη μελέτη των κειμένων της "δημώδους" λογοτεχνίας παρατηρήθηκε, οτι η νέα ελληνική είχε ήδη διαμορφωθεί πάρα τις όποιες μεταβολές είχε υποστεί.

Η φωνητική, η μορφολογία και το λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας διαφοροποιούνται. Όπως είναι φυσικό, η γλώσσα δέχτηκε την επιρροή των γλωσσών των κατακτητών. Σε λεξιλογικό επίπέδο, η ελληνική γλώσσα εμπλουτίστηκε από δάνεια από τις γλώσσες αυτών: των Φράγκων στη Πελοπόνησσο, των Βενετών

στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και των Τούρκων στη Κρήτη και στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Χαρακτηριστικό της εποχής αυτής είναι η εισαγωγή λέξεων απο τη λόγια παράδοση με σκοπό όχι μόνο την απόθηση τουρκικών λέξεων αλλά και με σκοπό να αποδοθούν " οι νεολογισμοί του δυτικοευρωπαικού πολιτισμού στον υλικό και πνευματικό τομέα". Οι νέες αυτές λέξεις ενθυλακώθηκαν στην γλώσσα διαμέσου του προφορικού λόγου και προσαρμοστήκαν στους γραμματικους ελληνικούς κανόνες.

Στην εκπνόη της Βυζαντινής εποχής και στις αρχές των νεότερων χρόνων και ενω η ομιλούμενη γλώσσα είναι η πιο διαδεδομένη εμφανίζουν στα γραπτά κείμενα νέοι ιδιοματισμοί, οι οποιοι γίνονται ολοένα και πιο έντονοι ιδιαίτερα μετά τη συρρικνώση της αυτοκρατορίας και το διαμελισμό της από τους φράγκους. Από το σημείο αυτό και μετά η ομιλούμενη γλώσσα παρουσιάζει διαφορές από τόπο σε τόπο.

Αυτή η " διαλεκτική διαφοροποιήση" οριστικοποιείται κατά την Τουρκοκρατία κυρίως λογο της ύφεσης του εμπορίου, του απομονοτισμού και της πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Τα περισσότερα αρχαικά, ιδιωματικά φωνητικά η λεξιλογικά στοιχεία διατηρήθηκαν στην ελληνιστική Κοινή χωρίς να έχουν ένα ενιαίο χαρακτήρα.

Η ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους ήταν η αρχή της εξάπλωσης μιας κοινής γλώσσας και η ταυτόχρονη εξασθένηση όλων των διαλεκτικών διαφορών. Η νέα γλώσσα της Ελλάδας εξαπλώθηκε και μεταδόθηκε από τις πόλεις στην περιφέρεια, κυρίως μέσα από τις διοικητικές υπηρεσίες, τα σχολεία, τις εφημερίδες, τα θεάματα ελαχιστοποιόντας έτσι τις διαλέκτους και τους κατά τόπους ιδιόματισμους. Η προφορική και η γραπτή νεοελληνική γλώσσα στηριχθηκαν κυρίως στα γλωσσικά ιδιόμματα της Πελλοπονήσου, της Στερεάς Ελλάδας, της Αίγινας και της παλιάς Αθήνας, εξαιτίας του γεγονότος ότι στα μέρη αυτά δημιουργήθηκε το νέο κράτος. Κατά τον Τομπαίδη, η τελική διαμόρφωση της νέας ελληνικής γλώσσας πραγματοποιείται και ολοκληρώνεται πλήρως τον 20 αιώνα κυρίως στα αστικά κέντρα.

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους επανήλθε δυναμικά και υιοθετήθηκε μια λόγια γλώσσα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη σύνταξη των επισήμων εγγράφων του κράτους δανειζόμενη και λέξεις απ'τα αρχαία ελληνικά, τα οποία λειτούργησαν ως γλωσικη δεξαμενή στην απόδοση νέων εννοιών. Το γλωσσικό ζήτημα αναδυθήκε σπο τον 18 αιώνα και λειτούργησε ανεξαρτητα της φυσικής εξέλιξής της ομιλούμενης γλώσσας. Αλλωστε ως γνωστόν ο προφορικός και ογραπτός λόγος δεν είχαν την ίδια πορεία. Απο τα μέσα του αιώνα αυτού επιχειρηταί μια απο την Οθωμανική διοικήση και επαναπροσδιορίζεται η διγλωσσία της νέας ελληνικής γλώσσας. Ο πυρήνας της γλωσσικής διαμάχης εντοπίζεται κυρίως στην επιλογή της επίσημης γλώσσας του ελληνικού εθνικού κράτους και κινείται ανάμεσα στη χρήση της καθαρεύουσας η της δημοτικής. Η αρχική πολιτιστική κυρίως διάσταση με την πάροδο του χρόνου απέκτησε κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Οι λόγιοι και οι δάσκαλοι του γένους μέσα από την επιρροή του διαφωτισμού επεδίωξαν την . Έτσι διαμορφώθηκαν τρείς τάσεις: Στην πρώτη, αυτοί που υποστήριζαν την επαναφορά και ανορθώση της αρχαίζουσας, καθώς έβρισκαν την ομιλουμένη , να βρίθει τούρκικων λέξεων, χωρίς γραμματικούς κανόνες και με γλωσσικές ελλείψεις, που την οδηγούσαν στην αδυναμία της να μπορέσει να εκφράσει τα επιστημονικά και πολιτιστικά επιτεύγματα της εποχής. Στη δέυτερη οι δημοτικιστές, οι οποίοι υποστήριζαν την ανάδειξη και τροποποίηση της προφορικής γλώσσας με στόχο την εξάπλωση της παιδείας και την πνευματική ανόρθωση

του έθνους. Τέλος, στην τρίτη τάση βρίσκονται αυτοί που ήταν ανάμεσα στις δυο τάσεις και με εκπρόσωπο τον Κοραή υποστήριζαν τη kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ... ΣΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ... ΣΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ