2013-09-08 16:00:11
Φωτογραφία για «Xρυσό μου ποια κρίση;»
Γιατί η χαρά είναι ύποπτη; Πότε πάψαμε να μιλάμε για γιορτές και επιτυχίες και βουλιάξαμε ομαδικά στο λάκο με τα συμφοριασμένα επιχειρηματικά fails; (Και τι σχέση έχει η Ευγενία Μανωλίδου με όλα αυτά;)

Ήταν εκεί, ψηλά στη Μεσογείων. Λίγο μετά την ΕΡΤ, αριστερά, όπως βγαίνεις για τον Σταυρό. Tην πήρε το μάτι μου μέσα από τ’αυτοκίνητο. Σικάτη, καλοχτενισμένη, κολλημένη πάνω στη βιτρίνα κάποιου stylish μαγαζιού με ρούχα, μια Ευγενία Μανωλίδου-γίγας (σ.σ. πιθανότατα σε ρόλο μοντέλου αφίσας επί πληρωμή, για τη συγκεκριμένη φίρμα) ατένιζε τον κόσμο από ψηλά, χαμογελώντας, αφημένη σε μια πόζα γλυκιάς αμεριμνησίας. Ακριβώς από κάτω, δίπλα στα σκουπιδο-ξέφτια των πανώ που κουβαλούσε ο αέρας από το Ραδιομέγαρο, κάποιος «αναρχικός» μαρκαδόρος είχε προσθέσει το σύνθημα «Χρυσό μου, ποια κρίση;».

Κι έτσι απλά, με φτηνά υλικά, ο δρόμος, είχε φτιάξει λες από μόνος του μια σατιρική εικόνα υψηλής πολιτικής ειρωνείας
. Ήταν αστεία. Γέλασα. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, τον τελευταίο καιρό, αυτή την ερώτηση – την ίδια ή σε παραλλαγές - την ακούω συχνά να διατυπώνεται στα σοβαρά. Ακούω φίλους που γκρινιάζουν ότι «που τα βρήκε τα λεφτά ο Χ να πάει διακοπές», οδηγούς που ωρύονται γιατί οι δρόμοι είναι γεμάτοι («κι ας πήγε το λίτρο η βενζίνη δύο ευρώ, κρίση σου λέει μετά»), λιπόσαρκες γιαγιάδες που γδέρνουν τα μαγουλά τους, γιατί «ο κόσμος πεινάει παιδάκι μου και τα κέντρα είναι γεμάτα». Και, εντάξει, όλα αυτά γίνονται. Μπορεί να είναι εξαιρέσεις, μπορεί αναλαμπές από ένα μακρινό, αφασικό προμνημονιακό σύμπαν, όπου σπρώχναμε κάποια λεφτά στην καβάτζα για να τα χαλάσουμε, σε γλέντια, ξενύχτια, βόλτες και ταξίδια. Μπορεί και όχι. Και ποιος λέει δηλαδή ότι αυτό είναι κακό; Από πότε, παρακαλώ, η χαρά – κάθε χαρά - έγινε ύποπτη;

Την περασμένη βδομάδα, μετά την «αυτοκτονία» (σ.σ. αν αποδειχτεί πως ήταν αυτοκτονία και όχι κάτι άλλο) του Μιχάλη Ασλάνη σκεφτόμουνα πως υπήρχε μια εποχή – μην πάτε πολύ πίσω, πέντε, επτά, το πολύ δέκα χρόνια πριν – όπου αυτό που ζούμε τώρα, αν το ‘λεγες φωναχτά θα ακουγόταν σαν μεθυσμένος, παρανοϊκός εφιάλτης. Αν έβγαινες ας πούμε και προφήτευες πως σε δέκα χρόνια, δύο από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς ομίλους της χώρας θα κατέρρεαν, το MEGA θα κινδύνευε με κλείσιμο, ο Ασλάνης θα τσάκιζε από τα χρέη, τον Γαβαλά θα τον σέρνανε στα τμήματα με χειροπέδες, ή πως η κυβέρνηση θα κατέβαζε τους διακόπτες στην ΕΡΤ ουρλιάζοντας για «διασπάθιση δημοσίου χρήματος» (για να αναφέρω τώρα έτσι, δυό -τρία και ίσως όχι τα πιο σημαντικά παραδείγματα) τη σουίτα στο Δαφνί την είχες σίγουρη. Εκείνες, ήταν εποχές καθολικής ευτυχίας. Όλοι, μα όλοι απαραιτήτως, ήταν πλούσιοι, ταλαντούχοι και αφόρητα επιτυχημένοι, η ευθυμία διέτρεχε τις σελίδες μας σαν ρίγος, ηθοποιοί, τραγουδιστές, τηλεπερσόνες, δημοσιογράφοι και θεατές, ρουφούσαμε τον αφρό των ημερών. Οι φυσαλίδες μας ανέβαιναν ως τον ουρανό. Παραδόξως, κανείς δεν πονούσε, δεν χρωστούσε, δεν ήταν αλκοολικό junkie, δεν φλερτάριζε την αυτοκτονία. Kανείς δεν «ντιλάριζε» λάθη, πληγές κι ελλείμματα με ψυχολόγους. Κι αν το έκανε, δεν το ομολογούσε. Η θλίψη, ήταν κακή, μολυσματική ασθένεια. Την κουκούλωνες, δεν την άφηνες να ξεμυτίσει απ’ τις κουβέρτες σου.

Και ξαφνικά, μέσα σε λίγα χρόνια, ανταλλάξαμε αυτό το διαρκές μεθύσι με ένα κακό hangover. Ο ηδονισμός έγινε ηδονή της οδύνης, η χαρά μόνιμη, καταναγκαστική δυσφορία. Σαν τη γλώσσα που τρέχει ξανά και ξανά να σκαλίσει την ίδια ανοιχτή πληγή στο στόμα, γυρνάμε διαρκώς γύρω από τις ατυχίες μας ή – καλύτερα – γύρω από τις δυστυχίες των άλλων. Θέλουμε να τις βλέπουμε, να τις γευόμαστε, να τις μυρίζουμε. Ακόμα και ως δημοσιογράφοι σε glossy έντυπα, τίποτα δεν αποζητούμε πιο πρόθυμα όσο το κακορίζικο θέαμα μιας «αποκλειστικής» συμφοράς: Μια αιφνίδια οικονομική καταστροφή. Το πρώην μοντέλο που δουλεύει σερβιτόρος σε καφετέρια. Τη δήλωση κάποιου ξεπεσμένου σταρ, που του κατέσχεσε το σπίτι η Εφορία. Το μισόγυμνο, εκτεθειμένο πτώμα του Μιχάλη Ασλάνη, πεσμένο στο άβολο πάτωμα του ατελιέ του – ακόμα κι αυτό, μοχθούμε να το δείξουμε, κι αυτό κατά βάθος θα θέλαμε να το δούμε. Κι ας ντρεπόμαστε γι’αυτή μας την επιθυμία. Η θλίψη της κρίσης, (ή η ανεξέλεγκτη κρίση θλίψης) είναι το νέο μας μέτρο και τίποτα, ή σχεδόν, δεν εξαιρείται απ’αυτό – άντε, ίσως μόνο η αφίσα της Μανωλίδου. Σικ, αριστοκρατική, γελαστή, αμέριμνη, ψηλά στη Μεσογείων.Αριστερά, όπως ανεβαίνεις το δρόμο για τον Σταυρό ΚΑΛΛΙΑ ΚΑΣΤΑΝΗ-cosmo
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ